Στον παραλίμνιο δρόμο των Ιωαννίνων υπάρχουν αρκετά γλυπτά εξαιρετικής τέχνης. Σ’ ένα από αυτά, αναφερόμενος στον 20ο αιώνα ο γλύπτης – δυστυχώς δεν διακρίνεται καθαρά το όνομά του – αναγράφει τη φράση «τούτος ο ασεβής αιώνας, πολλά αναπάντητα «γιατί» θ’ αφήσει».
Κάθε φορά που κάνω αυτόν τον μοναδικής ομορφιάς περίπατο δίπλα στην ιστορικά φορτισμένη λίμνη της κυρά Φροσύνης, κάτω απ’ τα ψηλά κάστρα που σαλπίζουν το τέλος της μικρής πόλης του Δημήτρη Χατζή και το «θρί- αμβο» του μονόπλευρου ανθρώπου και της μονόπλευρης παγκοσμιοποίησης, στέκομαι πάντα μπροστά σ’ αυτό το γλυπτό και στα αναπάντητα «γιατί», τα οποία συσσωρεύονται και στον καινούριο αιώνα, που, αν θυμάστε, είχε ξεκινήσει με τους καλύτερους φαινομενικά οιωνούς και την έμμεση προειδοποίηση για «το Τέλος της Ιστορίας» του Φράνσις Φουκουγιάμα.
Η χρονική και ιστορική γέφυρα ανάμεσα στους δύο αιώνες για μας, είναι η περίοδος της Μεταπολίτευσης που συμπλήρωσε αισίως αυτές τις ημέρες μισό αιώνα ζωής. Μιας Μεταπολίτευσης που άρχισε με τη δίψα της Δημοκρατίας και συνεχίζεται δυστυχώς με την απαξίωση της πολιτικής σε μια ιδιαιτέρως κρίσιμη περίοδο για την ανθρωπότητα, όπου «το κάλλος παραδόθηκε αλαζονικά στις μύγες της αγοράς» και «τα έθνη στη σφήκα και στο ξινόχορτο».
Με μια όσο το δυνατόν νηφάλια οπτική της μεγάλης εικόνας αυτής της περιόδου θα διαπίστωνε κανείς πολλά ανυψωτικά σημεία αναφοράς, αλλά και πολλά αναπάντητα «γιατί» που πηγάζουν από τη δύστροπη ιστορική μας μοίρα. Στην πρώτη περίπτωση επιβάλλεται να σημειώσει κανείς την πρωτόγνωρη στα διακόσια χρόνια του ελεύθερου εθνικού μας βίου πολιτική σταθερότητα, παρά τον μεγάλο κλυδωνισμό της περιόδου 2009 – 2015, ένα επίτευγμα το οποίο, αν δεν αναγνωρίζεται στο βαθμό που θα έπρεπε, οφείλεται στο έλλειμα Παιδείας που αποτελεί και το μεγαλύτερο «γιατί» της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, μαζί με την ανοιχτή πληγή της Κύπρου, μετά το ελληνικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή το 1974.
Μέσα σ’ αυτά τα πενήντα χρόνια η Ελλάδα άλλαξε θεαματικά. Άλλαξε προς το καλύτερο στους τομείς του βιοτικού επιπέδου και των υποδομών, αλλαγές που δεν συνοδεύτηκαν όμως από μια ανάλογη εξέλιξη της νοοτροπίας και του ήθους, γιατί επικράτησε χωρίς πνευματικές αντιστάσεις ο καταναλωτικός τρόπος ζωής, ο νεοπλουτισμός, το χρηματιστήριο, το λάιφ στάιλ, η γκλαμουριά, ο ατομικισμός, ο αμοραλισμός και η κατάθλιψη, που αποτελούν τις βαθύτερες αιτίες όλων σχεδόν των παθογενειών που έχουν διαρρήξει – ανεπανόρθωτα φοβάμαι – τον κοινωνικό μας ιστό με τον παραλογισμό, την ασυνεννοησία και τη βία, σε μια εποχή κατά την οποία, ενώ ο πλανήτης καίγεται, ενώ το χωριό μας καίγεται η νύφη χτενίζεται, όπως ακριβώς οι γλεντιστές της Ζακύνθου, οι οποίοι διεσκεδάννυον ατάραχοι στα κλαρίνα – η εικόνα είναι συμβολική.
Κι όμως η Μεταπολίτευση είχε ξεκινήσει με το «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», τη δυναμική των κοινωνικών κινημάτων και των σοσιαλδημοκρατικών αξιών, στις οποίες οφείλεται η χρυσή περίοδος της ανθρωπότητας από το τέλος του τελευταίου μεγάλου πολέμου μέχρι και το τέλος του προηγούμενου αιώνα. Κι είναι ένα μεγάλο αναπάντητο «γιατί» το πώς μαγαρίστηκαν αυτές οι αξίες από τον λαϊκισμό, που μαζί με την εκπαίδευση της αμάθειας, είναι τα χειρότερα μαθήματα που μπο- ρεί να παραδώσει κανείς στις κοινωνίες, κι έγιναν «οι ποιητές μας λαπάδες», κι έγιναν τα σκυλάδικα πολιτιστικά κέντρα, κι έγιναν τα πεταμένα εσώρουχα των καλλιτέχνιδων στις πίστες οι καινούριες μαύρες σημαίες μιας εποχής που προειδοποιούσε ότι η ιστορία δεν ξεχνά, που σημαίνει ότι όλες οι φούσκες της πλαστικής ευμάρειας έρχεται η στιγμή που γίνονται οι μοιραίες μνημονιακές λιτανείες των πανάκριβα πληρωμένων λαθών.
Ο υπογράφων το σημείωμα αρθρογραφεί μ’ αυτό το πνεύμα επί τριάκοντα συναπτά έτη κοσμούμενος με τους χαρακτηρισμούς του απαισιόδοξου και του γκρινιάρη. Και δυστυχώς αυτός ο απαισιόδοξος γραφιάς, όπου πάει κι όπου σταθεί σήμερα διαπιστώνει πως το ιστορικό ΟΧΙ της γλώσσας μας έγινε «οκέι» όπως στο Αμερική, που έλεγε μια κουνιστή διαφήμιση το ’80, χωρίς να υποψιάζονται οι δεξιοί, οι κεντρώοι κι οι αριστεροί ότι μ’ αυτό το ψωμοτύρι «οκέι» υπογράφουν τη χειρότερη δήλωση κοινωνικών φρονημάτων στο αυτοφακέλλωμά τους, την ώρα που όλοι παρακολουθούμε μοιρολατρικά τους κύκλους της αχόρ- ταγης σε αίμα ιστορίας, επιβεβαιώνοντας ο καθένας μας με τον τρόπο του τον Αντόνιο Γκράμσι πως «η παγκόσμια κρίση είναι η κρίση του καθενός μας, κι έχει να κάνει μ’ αυτό ακριβώς το γεγονός, ότι το παλιό πεθαίνει αλλά το καινούργιο δεν μπορεί να γεννηθεί».