Πέρασαν κιόλας 50 χρόνια από το δραματικό εκείνο καλοκαίρι του 1974, που έφερε στη χώρα μας άλλη μια εθνική τραγωδία.
Εκτός από τις συνήθεις επετειακές εκδηλώσεις για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, οφείλουμε και μια τιμή στη μνήμη των θυμάτων εκείνης της περιόδου, που με την αυτοθυσία τους υπερασπίστηκαν την εθνική μας υπόσταση. Η γνώση των γεγονότων, η αναγνώριση και η απονομή τιμής είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε σήμερα γι’ αυτούς που χάθηκαν. Έχουμε ηθικό χρέος να τους μνημονεύουμε και να μην επιτρέψουμε στο χρόνο να σβήσει τη μνήμη τους.
Ήταν νέα παιδιά που, από την αγκαλιά της νιότης και του έρωτα, βρέθηκαν βίαια στο κρύο χώμα ή, το χειρότερο, έμειναν άταφα και βορά των άγριων ζώων και πτηνών. Το αίμα κύλησε ποτάμι σε έναν αγώνα άνισο, που δεν θα τον λέγαμε πόλεμο σε καμιά περίπτωση. Εθνικές διχόνοιες, γεωπολιτικές σκοπιμότητες, εθνικιστικές εξάρσεις και δικές μας στρατιωτικές ανεπάρκειες έφεραν το δράμα και την ταπείνωση.
Μεταξύ των θυμάτων και ο αξέχαστος φίλος μου δόκιμος Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού Δημήτρης Τσαμκιράνης από την Καβάλα. Ο ίδιος και όλη του η διμοιρία σκοτώθηκαν από φίλια πυρά πάνω από το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, όταν καταρρίφτηκε το αεροπλάνο που επέβαιναν. Όσοι από εμάς τους άλλους που βρεθήκαμε εκείνη την άγρια περίοδο στην Κύπρο και είχαμε την τύχη να επιστρέψουμε, δοξάζουμε την τύχη και τον Θεό.
Μια ένοχη σιωπή από πλευράς πολιτείας περιβάλλει αυτά τα γεγονότα, σαν να τα υποβαθμίζει ή και ως να μη συνέβησαν ποτέ.
Κλείνοντας το σημείωμα, θα πρέπει να επαναλάβω ότι δεν επαρκούν τα πατριωτικά κι ελληνοπρεπή λόγια του τύπου «αθάνατοι και ήρωες», όπως ειπώθηκαν κάποτε. Η πατρίδα και όλοι εμείς τους οφείλουμε αιώνια τιμή, ευγνωμοσύνη και μια μεγάλη συγνώμη.