Ζούμε στην εποχή της ταχύτητας, της κυριαρχίας των τεχνολογιών και της απώλειας των συναισθημάτων, σε σημείο που να χάνουμε, δυστυχώς την αίσθηση της δημιουργίας, αλλά και της ενσυναίσθησης. Τι μπορεί να πει κανείς μπροστά στον ορυμαγδό γεγονότων που αλλάζουν τη ζωή όπως την ξέραμε και μεταβάλλουν ραγδαία τον τρόπο διαβίωσής μας;
Πώς θα μπορούσε κανείς να απαντήσει σε «αφελείς» παιδικές ερωτήσεις σχετικά με το δίκαιο, τη δικαιοσύνη και την πολιτική στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση; Με ποιον τρόπο εξηγείς σήμερα τη διαφορά του «εταίρου» από τον τοκογλύφο; Πώς μπορείς να μεταφέρεις το φόβο σου για το λιώσιμο των πάγων;
Σε τέτοιες εποχές, με τέτοια διλήμματα όποιος θέλει πραγματικά να πει κάτι ή να βρει κάτι που θα τον εκφράσει, στρέφεται, αναπόφευκτα προς την ποίηση και τους ποιητές. Δόξα τω Θεώ η Ελλάδα έχει ευτυχήσει στον τομέα αυτόν, αν και, τελευταία, αναρωτιέται κανείς πού κρύβονται οι πνευματικοί άνθρωποι αυτού του τόπου, αν υπάρχουν.
Γι’ αυτό λυπάμαι που δεν είναι ακόμα μαζί μας ποιητές σαν τον Οδυσσέα Ελύτη ή το Γιώργο Σεφέρη, το Γιάννη Ρίτσο, το Μανώλη Αναγνωστάκη, το Νίκο Εγγονόπουλο και άλλους, ώστε να μπορέσουν (όπως θα έλεγε ο επίσης σπουδαίος Μίλτος Σαχτούρης) να μας δείξουν το δρόμο για να κερδίσουμε ένα κομμάτι ουρανό.
Ο καθαρός ουρανός είναι αυτό που μας λείπει πολύ περισσότερο από τα χρήματα ή την αλληλοσυνεννόηση και τον αλληλοσεβασμό. Μια αχτίδα ελπίδας που θα μπορεί να μας βοηθήσει να επιβιώσουμε, αλλά και να διατηρήσουμε την ανθρωπιά μας στους απάνθρωπα εκμηχανισμένους καιρούς μας.. Αυτήν την ελπίδα πρέπει να αναζητήσουμε και να τη διαφυλάξουμε με κάθε τρόπο, γιατί τι θα ήταν ο άνθρωπος δίχως την ελπίδα;
Στις δύσκολες και ισκιωμένες ώρες που περνάμε τελευταία, αυτήν την ελπίδα μπορεί να τη βρει κανείς στην Ποίηση. Ο ποιητικός λόγος μπορεί να συνεπαίρνει, να σε οδηγεί σε συναισθήματα πρωτόγνωρα, να διαμορφώνει εικόνες και συνθήκες που συνταράζουν την καρδιά και οδηγούν το μυαλό εκεί όπου δε μπορεί να φτάσει από μόνο του. Η Άρτα ευτυχεί να διαθέτει ανθρώπους που μπορούν να συγκαταλεχθούν στους Ποιητές εκείνους που συγκινούν και συνεπαίρνουν τον αναγνώστη. Και είναι τροφή της ελπίδας ότι το δρόμο της ποιητικής έκφρασης τον αναζητούν και τον ακολουθούν και νέοι άνθρωποι που τολμούν να εκφραστούν με τη δύναμη του ποιητικού λόγου, να αναμετρηθούν με τα συναισθήματα και τα πάθη τους, τη λογική και την ευαισθησία τους, και με αρε- τή και τόλμη να εκτεθούν στο αναγνωστικό κοινό και να εκθέσουν εικόνες, συναισθήματα και σκέψεις που σε συνεπαίρνουν.
Ένας τέτοιος νέος άνθρωπος, με καταγωγή από τη Φιλοθέη, είναι η Νάντια Τσιώλα που με την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Ο μικρός μονόλογος», από τις εκδόσεις «Ιωλκός», κάνει, όπως θα έλεγε ο μεγάλος Καβάφης το μεγάλο βήμα για να ανέβει στο «πρώτο σκαλί» στης «Ποιήσεως τη σκάλα». Πρόκειται για μια ιδιαίτερα καλαίσθητη και προσεγμένη έκδοση, με 40 συνολικά ποιήματα, διαρθρωμένα σε τρεις ενότητες που κλείνουν, η καθεμία, με ένα ποιητικό επίγραμμα.
Η νεαρή ποιήτρια, με σπουδές στη ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία, άρα και με επιρροές από τους μεγάλους της ρωσικής σχολής (Πούσκιν, Μαγιακόφσκι, Γεβτουσένκο κ.λπ.), δείχνει ότι κατέχει σε εξαιρετικό βαθμό την ελληνική γλώσσα )κάτι που, δυστυχώς, δεν είναι αυτονόητο για τα νεαρά ελληνόπουλα των 20-25 ετών) και με τον τρόπο αυτό χειρίζεται άψογα τις λέξεις, ώστε να διαμορφώσει το κατάλληλο συναισθηματικό κλίμα που θα βοηθήσει τον αναγνώστη στην καλύτερη πρόσληψη των νοημάτων που εκφράζει το ποιητικό υποκείμενο.
Με στίχο ελεύθερο, χωρίς εμφανές και σταθερό μέτρο, αλλά με αίσθηση του ρυθμού, χωρίς ομοιοκαταληξία (όπως άλλωστε επιτάσσει η νεωτερική ποίηση), αλλά με βαθιά αίσθηση της μουσικότητας των λέξεων η Νάντια Τσιώλα δημιουργεί και μας εμφανίζει εικόνες που ξυπνούν συναισθήματα.
Στα ποιήματά της εμφανίζεται άλλοτε ένα καταπιεσμένο κι άλλοτε ένα απελευθερωμένο ερωτκό συναίσθημα, άλλοτε ένα «εγώ» που ψάχνει να εκφραστεί μέσα από ένα «εσύ» το οποίο υποδηλώνεται ή εμφανίζεται ανάλογα με τις συνθήκες κι άλλοτε μια ολότητα που ξεπερνάει την ατομικότητα για να περιλάβει την ανθρώπινη ψυχή στην κοινή της μοίρα.
Σε αρκετά από τα ποιήματα είναι εμφανείς οι επιδράσεις μεγάλων ποιητών και ποιητριών (πράγμα απολύτως θετικό, κατά την άποψή μου, αφού δείχνει ότι η νεαρή ποιήτρια διαβάζει και μελετά τους μεγάλους) χωρίς ωστόσο να μπορεί κανείς να πει ότι υπάρχει στείρος μιμητισμός, δεδομένου ότι παντού είναι εμφανές το προσωπικό ύφος και το συναίσθημά της.
Διαβάζοντας τα 40 ποιήματα του βιβλίου αυτού συγκινήθηκα αρκετά, χαμογέλασα, ρίγησα από φόβο, ένιωσα μ’ άλλα λόγια πράγματα που προξενούν ποιήματα ώριμης σκέψης. Η ωριμότητα της σκέψης μπορεί να αποτελέσει ασφαλή οδηγό για τη νεαρή ποιήτρια, εφόσον δεν επαναπαυτεί στις δάφνες μιας πρόσκαιρης δόξας.
Σε κάθε περίπτωση ο δρόμος ανοίγεται μπροστά της και, πιστεύω ειλικρινά, θα είναι μεγάλος και επιτυχής. Γιατί, όπως λέει και ο Καβάφης στο «Πρώτο σκαλί», «Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο/ πρέπει με το δικαίωμα σου νάσαι/ πολίτης εις των ιδεών την πόλι./ Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι/ και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν».
Η Νάντια Τσιώλα, δικαιωματικά «πολιτογραφήθηκε πολίτης στην πόλη της Ποιήσεως» και της αξίζει κάθε έπαινος γι’ αυτό.