Κάθε φορά που πλησιάζει η επέτειος της 25ης Μαρτίου μου έρχεται στο νου η ερώτηση ενός μαθητή μου πριν αρκετά χρόνια, οπωσδήποτε πριν την είσοδό μας στα μνημόνια και τα παρεπόμενά τους. Η ερώτηση ήταν απλή, αλλά διαμόρφωνε ένα πλαίσιο προβληματισμού ισχυρό, για το οποίο ακόμα δεν έχω βρει πλήρη απάντηση.
Σε κάποιο από τα μαθήματα της Ιστορίας Γενικής Παιδείας της Γ΄ Λυκείου (η οποία, δυστυχώς, πλέον δεν διδάσκεται σε όλη τη Γ΄ Λυκείου αλλά μόνο ως «κόντρα» μάθημα σε μαθητές που δεν ενδιαφέρονται καν γι’ αυτήν) γίνεται λόγος για την επανάσταση του 1821 (η οποία, όπως είναι γνωστό πια, δεν ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου από την Αγία Λαύρα), την εξέλιξή της, τους τρεις εμφυλίους που έγιναν κατά τη διάρκειά της, τη διαμάχη μεταξύ προεστών και οπλαρχηγών, την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, τα «δάνεια της ανεξαρτησίας» και τη διασπάθισή τους, την ανεξαρτητοποίηση του ελληνικού κράτους με τρόπο που να μη μπορεί να επιβιώσει χωρίς ξένη εξάρτηση, το λεγόμενο «ψήφισμα της υποτέλειας» που προσέφερε την Ελλάδα ως προτεκτοράτο στην Αγγλία (το οποίο οι Άγγλοι αρνήθηκαν λόγω του υψηλού κόστους του), τη δολοφονία του Καποδίστρια, την αποδοχή Γερμανού βασιλιά κοκ.
Αφού, λοιπόν, είχαμε αναφερθεί σε όλη αυτή την πορεία του ελληνικού κράτους μετά την επανάσταση, ο μαθητής ρώτησε: «δάσκαλε, αν ήξεραν πώς θα διαχειριστούμε την ελευθερία που μας προσέφεραν οι αγωνιστές του ’21, νομίζετε ότι θα αγωνίζονταν με το ίδιο πάθος για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό;».
Για να πω την αλήθεια, η ερώτηση με κατέλαβε εξ απήνης και δε μπόρεσα να δώσω σαφή και πλήρη απάντηση ή τουλάχιστον όχι την απάντηση που θα άξιζε μια τόσο καίρια και σοφή ερώτηση. Για να είμαστε, όμως, ακριβείς στην όποια απάντηση, θα πρέπει να ανατρέξουμε πίσω στο παρελθόν. Σύμφωνα µε τους ιστορικούς, η άλωση της Πόλης, που ήταν η απαρχή της τουρκοκρατίας, δεν προήλθε µόνο από τη στρατιωτική ισχύ των Οθωμανών. Προήλθε από την κοινωνική αναρχία και αποσάρθρωση του Βυζαντινού κράτους, την κοινωνική διαφθορά και ανισότητα, την εξαθλίωση του δημόσιου βίου, την ανάρρηση σε αξιώματα φαύλων και ανάξιων ανθρώπων, τη διαφθορά των αξιωματούχων και τη ηττοπάθεια των αρχόντων.
Μήπως παρόμοια φαινόμενα δεν παρατηρούνται και σήμερα; Τότε είχαμε να αντιμετωπίσουμε µια ισχυρή Οθωμανική αυτοκρατορία, ενώ σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι µε διάφορα ισχυρά απρόσωπα οικονομικά κέντρα και τα εγχώρια φερέφωνά τους που προσπαθούν «να κάνουν στάχτη έναν λαό που είναι αιώνια φλόγα», όπως έγραψε ο Κώστας Βάρναλης. Γι’ αυτήν την οδυνηρή κατάσταση ευθύνονται όλοι όσοι νομιμοποίησαν τη διαφθορά, εισήγαγαν έναν αμοραλισμό ξένο προς τα ήθη της ελληνικής κοινωνίας και κατάργησαν παραδοσιακές αξίες που χαρακτήριζαν τον ελληνικό λαό.
Είναι αυτές οι διαπιστώσεις επαρκής λόγος για να πιστέψουμε ότι οι ηρωικοί εκείνοι αγωνιστές που θυσίασαν την περιουσία, τη σωματική τους ακεραιότητα, ακόμα και την ίδια τους τη ζωή για την πατρίδα, δεν θα το επιχειρούσαν αν γνώριζαν τι επρόκειτο να ακολουθήσει; Με- τά από τόσα χρόνια που έχουν περάσει από την ερώτηση εκείνη, θα κατέληγα σήμερα να απαντήσω πως οι διάφοροι Μακρυγιάννηδες, Κολοκοτρώνηδες, Παπαφλέσσηδες, Νικηταράδες, Καραϊσκάκηδες και άλλοι δεν θα είχαν κανέναν ενδοιασμό για το αν θα έπρεπε να αρχί- σουν και να συνεχίσουν το αγώνα τους για απελευθέρωση του ελληνισμού από τον οθωμανικό ζυγό.
Ο Κολοκοτρώνης γράφει στα απομνημονεύματά του: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Εμείς, αν δεν ήμασταν τρελοί, δεν κάναμε την Επανάσταση, διότι θα συλλογιζόμασταν τα πολεμοφόδια, το ιππικό και το πυροβολικό που θα χρεια- ζόμασταν». «Όταν αποφασίσαμε να κάνουμε την Επανάσταση», συνεχίζει, «δεν συλλογιστήκαμε ούτε πόσοι ήμασταν ούτε πως δεν έχουμε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι βαστούσαν τα κάστρα και τις πόλεις… αλλά σαν µία βροχή έπεσε σε όλους µας η επιθυμία της Ελευθερίας µας και όλοι και ο κλήρος και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι συμφωνήσαμε σ’ αυτόν το σκοπό και κάναμε την επανάσταση». Η ανάγκη για ελευθερία και αυτοδιάθεση, νομίζω, θα ήταν πολύ πιο δυνατή από την πιθανή απογοήτευση που μπορεί να απέφερε η γνώση της επικείμενης διαχείρισης της κατακτημένης ελευθερίας από τους απογόνους τους.
Φαίνεται αυτό από τα λόγια όχι μόνο του Κολοκοτρώνη, αλλά και του Μακρυγιάννη. Γράφει ο αγωνιστής που έμαθε γράμματα στα 40 του, για να αφήσει παρακαταθήκη την εμπειρία του στους μεταγενέστερους: «Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα. ένα πράμα μόνον µε παρακίνησε κι εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί και να µην λέγη ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστή µόνος του και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη εγώ. όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» κι όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωµεν γνώση, αν θέλωµεν να φκειάσωμεν χωριόν, να ζήσωµεν όλοι μαζί».
Ο Μακρυγιάννης έβλεπε ότι η πορεία της Ελλάδας άρχιζε να ξεφεύγει και διατύπωνε και την πρόταση για την επίλυση της κατάστασης. «Να μάθωμεν γνώση», λέει, δηλαδή να βάλουμε μυαλό, να διαμορφώσουμε Παιδεία ικα-νή να συγκροτήσει σκεπτόμενους πολίτες που θα συνεργάζονται για το καλό της πατρίδας (γιατί είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ») και θα τη βοηθήσουν να προοδεύσει και να ζήσει ελεύθερα.
Βρισκόμαστε ήδη 203 χρόνια μετά την έναρξη της επανάστασης και στο 192 από την υπογραφή της τελικής πράξης αναγνώρισης του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ακόμα συμπεριφερόμαστε σα «κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας», όπως μας χαρακτήρισε ο διακεκριμένος Έλληνας πανεπιστημιακός Κώστας Κωστής στο ομώνυμο βιβλίο του. Ας ελπίσουμε ότι θα βάλουμε το μυαλό που χρειάζεται και που μας δείχνει ο Μακρυγιάννης, ώστε να αποδειχτούμε αντάξιοι των αγωνιστών προγόνων μας.