Νύχτα πέρασε το αντλιοστάσιο ο μπάρμπα Νίκος από τη Νέα Βίγλα κι έπιασε τη δημοσιά με οδηγό του δύο τρία ξέπνοα φωτάκια της κοιμισμένης πόλης.
Είχε κανονίσει την προηγούμενη ημέρα με τον Στέλιο τον μάστορα να ρίξουν λίγο τσιμεντάκι μπροστά στο σπιτικό του που τους παραχώρησε ο ΟΗΕ εδώ και λίγους μήνες (αρχές του 1957) γιατί όπως έλεγε «… μας έφαγε η λάσπη» κι έπρεπε να φέρει αμμοχάλικο από τον Άραχθο.
Τον είχε φάει όμως και η ίδια η ζωή τον μπάρμπα Νίκο και γέρασε από τα πενήντα του, κουβαλώντας τα βάσανα, τους καημούς του και την τύχη του από το 1914 που οι Νεότουρκοι στη Μικρά Ασία τους βασάνισαν, τους ταπείνωσαν, τους εκδίωξαν και τους ξεσπίτωσαν, σέρνοντάς τους στην ατέλειωτη δυστυχία. Κουβαλούσε και την πολύχρονη αβεβαιό- τητα στην ΕΣΣΔ που άνοιξε την αγκαλιά της και τους περιμάζεψε εκείνους τους δύσκολους καιρούς. Κουβαλούσε και το τώρα. Που βαραίνει πάρα πολύ την καινούργια προσπάθεια του ανθρώπου. Μεθυσμένος λίγο πιο πάνω από την μυρωδιά της πορτοκαλιάς, προσκύναγε στη χάρη της όλες τις ανθισμένες ομορφιές του κόσμου, γονατιστός πίσω από τα παλανζέτα του αραμπά, βρίζοντας που και που τα βόδια, μη τυχόν και ξεστρατίσουν την ώρα που σάλιωνε το στριφτό του και πάλευε να στεγνώσει την διαβολεμένη του την τσακμακόπετρα που… δεν τούκανε το χατίρι.
Σύννεφο ξαφνιασμένο από το μουγκανητό των βοδιών οι τσικνιάδες της διπλανής τάφρου σκέπαζαν τον ουρανό του και τα πρόβατα που μπονόρα λόγω ζέστης βόσκαγαν στον όχτο, σηματοδότες φυσικοί του δείχνανε τον δρόμο. Κατέβηκε μέσα στο ποτάμι, κάπου εκεί που είναι τώρα το κτίριο της αρχαιολογίας, έστησε το σκεβρωμένο κορμί του στα πλαϊνά του αραμπά κι όσο ο Δήμος φόρτωνε έπιασαν την κουβέντα. Θόλωσε ο ήλιος με το που ξεπρόβαλλε και κοντοστάθηκε σαστισμένος την ώρα πούλεγε για τον πατέρα του ο Δήμος κι ο μπάρμπα Νίκος, για την Μίνα που την βίασαν μπροστά του οι Νεότουρκοι.
Το πρωινό της 12ης Μαΐου 1958 «…ήτο ζεστό από εκείνη την πρώιμη ζέστη που κάμνει τα μάτια να λάμπουν, δυσκολεύει την αναπνοήν και χαρίζει μιαν χαυνωτική μέθην» την οποία ο εργολάβος απολάμβανε μια μέρα μετά τις εκλογές αξιοποιώντας τις γνωριμίες του σε βάρος όσων κρύωναν και πάλευαν τουρτουρίζοντας να επιζήσουν. Έζεβε από μακριά ακόμα κι όταν παράγγελνε καφέ κάνοντας τον καφετζή της γέφυρας να… (σκοτεινιάζει), πόσω μάλλον τώρα που ανέλαβε εργολαβικά την προώθηση των εσπεριδοειδών της Άρτας στην ΕΣΣΔ μέσω του εργοστασίου του Φραγκίστα, εκεί που σήμερα στεγάζεται ο Νιτσιάκος.
Κόντευε, όμως, και να σκάσει και δεν μπορούσε να χωνέψει το πώς η ΕΔΑ πήρε 24% και κάτι ούτε την εξαγγελία της κυβέρνησης μπορούσε να χωνέψει, δηλαδή ότι οι φάκελοι των κοινωνικών φρονημάτων θα επανεξεταστούν και θα προστατευτούν οι νομιμόφρονες κομμουνιστές. Παράγγειλε μετά τον καφέ του κι ένα φρούμελ (λικέρ με ανάμεικτα φρούτα και μέλι) που το μόνο που κατάφερνε να γλυκάνει (λέμε τώρα) ήταν οι εγωιστικές του προσδοκίες. Κι έτσι τετράγωνος, λογικός και γλυκαμένος κατέβηκε στο ποτάμι κι όλο γλύκα είπε στον Δήμο που εκείνη τη στιγμή φόρτωνε την καροτσούλα του κυρ Νίκου από την φρεζούλα την άγκρια (μάρκα οχήματος) που είχε αγοράσει τελευταία με πολύ κόπο, μικρή προκαταβολή και γραμμάτια.
«…Ρε παιδί μου, τώρα είσαι άνδρας, γύρισες από φαντάρος… ναι μας ακούει κι ο μπάρμπα Νίκος. Τι ο πατέρας σου;». Αλαφιάστηκε και σταμάτησε να φορτώνει ο Δήμος, σαλτάρισε με μια ανάποδη στη σωρό της καρότσας, απίθωσε το φτιαρόξυλο στα γόνατά του κι άρχισαν οι κάθιδρες παλάμες του να το σφίγγουν δυνατά τόσο που (όσο ο εργολάβος προσπαθούσε κουνώντας τα χέρια του να επιβάλλει την χτικιασμένη του άποψη συνθέτοντας φυσικά υπέρ του την θέση αγνοώντας εντελώς την τυχόν αντίθεση κι αντίδραση), έτρεξε ο ιδρώτας ανάμεσα στα σκέλια του λες και κατουρήθηκε. «…Σας εγκατέλειψε μικρό παιδί εσένα και νεότατη τη μάνα σου. Γιατί; Του πέρασε από το νου πώς θα ζήσετε; Και καλά, ας πούμε, με τους Γερμανούς, μετά;». (Παράλειψε εσκεμμένα, βεβαίως, να αναφέρει τον Παπανδρέου λίγο μετά την απελευθέρωση για λαοκρατία, αποσιώπησε και τις δηλώσεις των Άγγλων πως ο «… μόνος εχθρός που απέμεινε πλέον και θα πρέπει να εξοντώσουμε από δω και πέρα είναι ο κομμουνισμός) «…Τώρα ποιος ξέρει πού! Άντε να μην πω! (για ένα καλσόν) και συ περιμένεις…».
Ήξερε ο Δήμος που. Κι η μάνα του τόξερε, του τόπε όμως λίγο πριν πεθάνει για να μην του σκοτώσει την ελπίδα, όπως οι ναπάλμ κάψανε στον Σμόλικα τον πατέρα του. Πρόλαβε ο μπάρμπα Νίκος και τον άρπαξε λίγο πριν γίνει το κακό. Τον έβαλε να κάτσει δίπλα του και τον πήρε μακριά από εκεί. Απόκτησε ενδεχόμενα ένα γιο, συλλογίζονταν ο μπάρμπα Νίκος στο δρόμο της επιστροφής. Εξάλλου, είχε μείνει μόνος και θα μπορούσε ο Δήμος να γίνει το αποκούμπι του. Πέθανε η μάνα του στη Σοβιετική Ένωση λίγο μετά την Οκτωβριανή επανάσταση και ο πατέρας του τρεις μήνες μετά την εγκατάστασή τους στην πατρίδα. Να παντρευτεί δεν σκέφτηκε ποτέ διότι πίστευε εκείνο τον καιρό πως η δυστυχία μόνιμα θα συντρόφευε τη ζωή του. Αργότερα που κατάλαβε πόσο πολύτιμη είναι η πείρα που σοδιάζουμε σε τόσο δύσκολους καιρούς κι απόμενε μισοτρατίς, έσκυψε στις παλάμες του και ξαλάφρωσε μέσα στα δάκρυά του αφήνοντας λεύτερους τους λυγμούς του να ανταμώσουνε την ελπίδα.
Βίωσε την σχέση πατέρα γιου από την θέση του γιου και τάφερε η μοίρα τώρα να συλλογιέται αν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει σε ό,τι ίσως του χρώσταγε η ζωή και τον πρόσταζε το καθήκον (έτσι ένιωθε) να παίξει τον ρόλο του πατέρα που ήρθε από το πουθενά και έπρεπε (δύσκολα πράγματα) νάναι στοργικός, υπομονετικός, προστατευτικός, διαλογικός μα και φίλος πάνω απ’ όλα και όχι δια- βατάρης στην καρδιά του Δήμου.
Ντάλα μεσημέρι την ώρα που ο πλίχουρας στη γελαδόστρατα έπνιγε τους ανθρώπους κι ανταμώνονταν τα ζωντανά με τα λίγα οχήματα που κουβάλαγαν την εργατιά από τα μπαμπάκια, εκείνη την ώρα προσπαθούσε η Αρετούλα που δούλευε μεροκάματο στα μπα- μπακοχώρια να ξεχωρίσει ανάμεσα στις βλαστήμιες, τα μουγκανητά και τα γιουχαΐσματα, το κεφάλι του Δήμου (αιωρούμενη βυζαντινή αγιογραφία στα μάτια της) που πούλαγε παγωτό χωνάκι (με ένα τρίκυκλο ποδήλατο ειδικά κατασκευασμένό γι’ αυτή τη δουλειά) έναντι 50 λεπτών ή μισής οκάς μπαμπάκι.
Τον χειμώνα του 1961, λίγο μετά τις εκλογές και τότε που η χώρα «… εβάδιζεν επιτέλους εις τον σωστόν δρόμον και η οικονομία έπαιρ- νε την ανιούσαν…», ο μπάρμπα Νίκος με τον Δήμο, ακολουθώντας το άνυσμά της μετέτρεπαν την κίνηση του ποδηλάτου τους σε μηχανοκίνητη με κινητήρα δικύκλου και μάλιστα Γερμανικού κατασκευασμένου από Έλληνες μετανάστες.
Είχαν εκείνο τον χειμώνα να διεκπεραιώσουν κι άλλη μια υπόθεση κι αποφάσισαν ύστερα από πολλές αναβολές και πολλή διστακτικότητα (φοβόταν την άρνηση) να ζητήσουν την Αρετή σε γάμο. Χαμογέλασε η Αρετή σαν άνοιξε την πόρτα κι αντίκρισε τον Δήμο. Τους έβαλε μαζί με τον πατέρα της να κάτσουν στο σαλονάκι τους κι όσο εκείνοι τα κουβέντιαζαν, η Αρετούλα άρχισε μαζί με το γλυκό του κουταλιού να σερβίρει και το πρώτο χαμογελαστό υποσχετικό της ευτυχίας: «Πράγμα το οποίον και εμείς ως χωρίον απεδέχθημεν διότι η Αρετή δεν είχεν προίκα κι ο γάμος άνευ προικός ως πράξις ήτο αδιανόητος μιας και τα χωράφια του πατρός της περιήλθον εις την κατοχήν της αγροτικής τραπέζης λόγω κακής διαχείρισης, και το προξενειό εκείνο διεφαίνετο ότι θα είχε ευτυχήν κατάληξιν».
Ευτυχία που έτσι κι αλλιώς θάρχονταν διότι η πορεία της εξαρτιόνταν από ανθρώπους που τους έμαθε η ζωή να κουβεντιάζουν, να αγαπάνε, να αγαπιούνται, να υποχωρούν, να μαθαίνουν, να σηκώνονται ξανά και ξανά ύσ-τερα από ένα πέσιμο να πετάγονται μέχρι τ’ αστέρια όποτε χρειάζονταν και να προσγειώνονται ομαλά στον στίβο της ανισότητας, αλώβητοι και ανέγγιχτοι από (… και πάσαν μαλακίαν).
Στης εκκλησιάς την πόρτα του χωριού μου βρέθηκαν την άνοιξη του 1962 ο Δήμος, καμιά δεκαριά νοματαίοι από τη Νέα Βίγλα κι ο μπάρμπα Νίκος ως πατέρας τώρα πια κι αρχάγγελος προστάτης. Είχε επισπευσθεί ο γά- μος και μια και (κόπηκε ο λόγος) δεν υπήρχε ανησυχία, όμως κάτι παλιοζαλάδες της Αρετούλας και «το… μεγάλωμα της κοιλιάς που δεν επιτρέπετο στην διάρκεια του μυστηρίου να είναι εμφανής», τους έφερε ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων. Τώρα εδώ που τα λέμε τον έτρωγε και λίγο τον μπάρμπα Νίκο (μη τυχόν κι αλλάξουν τη νύφη, υπήρχε προηγούμενο) και βημάτιζε λίγο αλαφιασμένος μέχρι να παρουσιαστεί η νύφη. Ψιλοχαμογέλασε και τάβαλε με τον εαυτό του σαν την αντίκρισε (θεά η Αρετή) διότι επέτρεψε στο διάολο ακόμα και στης εκκλησιάς την πόρτα να τον βάλει να σκεφτεί εκείνο το περίφημο «σταματήστε τα βιολίαν λάθος…».
Τον έσπρωξαν όμως και τα μέσα του, να αφήσει λεύτερο το δάκρυ σαν αντίκρισε ανάμεσα από τους αγγέλους στεφανωμένα τα παιδιά του μέσα στον κύκλο της αλληλοϋπόσχεσης και του αμοιβαίου σεβασμού «…και το όνομα αυτού Νικόδημος». Άρχισε να ψιλοτρέμει ο μπάρμπα Νίκος κι αναζήτησε στασίδι λεύτερο να κάτσει γιατί πίστεψε για λίγο πως δεν θα αντέξει τόση ευτυχία. Πλημμυρισμένος από αγάπη πνίγηκε στο κύμα της ανταπόδοσης και λιποθύμησε. Προθυμοποιήθηκε κάποιος να φέρει νερό, κατέβηκε πέντε έξι σκαλάκια που χωρίζουν το πηγάδι από το ναό της Παναγίας Ροδιάς, γέμισε το μπραγάτσι κι επανέφερε τον γέροντα σ’ αυτό που ζούσε. Δεν ξαφνιάστηκε καθόλου ο Νικόδημος με όλα τούτα και με το που τον έβαλε ο παπάς στην κολυμβήθρα άρχισε να πλατσουρίζει, να χαίρετε και σαν τον έπιασε από τις μασχάλες τον σήκωσε στον αέρα και τον ξαναβούτηξε κι εκείνος ξεκαρδίστηκε στα γέλια κι ας ήτανε ξεβράκωτος κι ας μη γνώριζε τότε πως εκείνος είναι ο νικητής.
Αργότερα στο γλέντι που παρατέθηκε προς τιμήν του πολλοί προσπάθησαν να εισάγουν στην κουβέντα την ορθολογικότητα ως εργαλείο, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους και πίνοντας στη υγεία του. Μέχρι τον Απρίλιο του 1967 κράτησαν οι νίκες του και τα τσουγκρίσματα των ορθολογιστών. Μέχρι τη μέρα δηλαδή που ο Παπαδόπουλος με το χέρι σηκω- μένο σε ναζιστικό χαιρετισμό στο διάγγελμά του έλεγε: «…Οι Έλληνες δεν είναι δυνατόν να πιστεύουν εις τον κομμουνισμόν».
Την επομένη ο γέροντας ετέθη υπό παρακολούθησιν ο δε Δήμος συνελήφθη διότι ετύγχανε να είναι υιός του πατρός του. Το καλο- καίρι της ίδιας χρονιάς ένα πρωινό «…το παιδίον!» ψέλλισε ο μπάρμπα Νίκος, αναστέναξε βαθιά και έφυγε.
ΥΓ: Για να γράψω αυτή την ιστορία έκλεψα από την «Ελληνική Δημιουργία», έκδοση του 1954, τιμή τεύχους 7.000 δραχμές, τον στοχασμό και την πραγματικότητα.
ΤΕΛΟΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ