Καραμπεριά συνάχτηκε στου Φώτου του Τζαβέλα,/ πήραν ρακί, πήραν κρασί, γιόμισαν μια βαρέλα./ Είχαν μεζέ, που πίνανε, αγγούρι και ντομάτα,/ κι απ’ το μεθύσι το πολύ τους πήραν δυο Σαββάτα.
Είχαν φαΐ που τρώγανε, είχαν μια γκιόσα γίδα,/κι όρκο σας κάνω, βρε παιδιά, στα μάτια δεν την είδα./ Τράβα, νησιώτη μ’, τα κουπιά και μην τα φέρνεις γύρα,/ να πάμε στην Ντραμπάτοβα και στην Αγιά Σωτήρα./ Χαλασιά σ’, καραμπεριά, με τα γλέντια σ’ τα πολλά,/ με τα γλέντια σ’ τα πολλά, μέρα νύχτα στα βιολιά.
Τραγούδι προερχόμενο από την Γιαννιώτικη παράδοση, που τραγουδιέται και χορεύεται και σε άλλες περιοχές. Αναφέρεται στη δράση και στην άσωτη ζωή των καραμπέρηδων (άγαμοι επιχειρηματίες της παλιάς Γιαννιώτικης κοινωνίας), που σπαταλού- σαν την περιουσία τους στα γλέντια και στους χορούς.