Γι’ αυτούς που νιώθουν την ανάγκη να εκφράζουν τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους δημόσια, ίσως να μην υπάρχει χειρότερη περίοδος από τη σημερινή. Και τούτο διότι οι λέξεις έχουν χάσει εντελώς το περιεχόμενό τους και τη δύναμή τους. Έτσι που, πώς να εκφράσεις τη θλίψη σου που όλες αυτές τις μέρες ένα νέο παιδί, ένας αστυνομικός, χαροπαλεύει. Έτσι που ποια λέξη μπορεί να σκίσει το παραπέτασμα της τυφλής βίας, του παράλογου μίσους και των πολύχρονων προκαταλήψεων, για να καταλάβουμε πως αυτός ο νέος αστυνομικός – κι ο κάθε άνθρωπος που κινδυνεύει – είναι το παιδί σου, το παιδί μου, ο μαθητής μου, ο συγγενής σου, το γειτονόπουλο, ο συνάνθρωπός μας.
Θλίβομαι ειλικρινά. Θλίβομαι για το παλικάρι που έτρεχε μέρα νύχτα στους δρόμους τής πρωτεύουσας, χωρίς να ξέρει αν θα ξαναγυρίσει στο σπίτι του, αντιμέτωπος όχι μόνο με το οργανωμένο έγκλημα που θέριεψε και θεριεύει, αλλά και με τη στοχοποίηση και την εχθρότητα ενός μέρους την κοινωνίας μας, η οποία ακόμη κι αν κάνει καλά τη δουλειά του ο αστυνομικός μονίμως τον βρίζει, κι αυτό νομίζω πως πονάει περισσότερο κι από τις φωτοβολίδες και τις φωτιές. Θλίβομαι για το δρά- μα της οικογένειάς του. Θλίβομαι για την αδιαφορία ή την επιλεκτική αδιαφορία της κοινωνίας μας. Είναι γνωστό από την αρχαία Ελλάδα πως σε κάθε τραγωδία υπάρχουν οι πρωταγωνιστές, αλλά υπάρχουν και οι ηθικοί αυτουργοί που υποκινούν τις πράξεις των πρωταγωνιστών, υπάρχει και ο χορός, η κοινή γνώμη, την οποία δικαιολογημένα ο Κωστής Παπαγιώργης την παρομοιάζει με έναν βαρύθυμο, αφελή και νωθρό γίγαντα που τον τρέμουν οι θεσμοί, αλλά ξεπερνούν το φόβο τους επινοώντας άπειρα μέσα διαβουκόλησης.
Εξ αιτίας αυτής της διαβουκόλησης, η κοινή γνώμη άλλα θύματα τα ανακηρύσσει ήρωες, γιατί δήθεν υπηρετούν το «πολιτικοηθικό αφήγημά της», και κάποια άλλα θύματα τα κατατάσσει στους απλούς αριθμούς. Γιατί είναι εχθροί. Είναι το σύστημα. Αν τους βρίσεις, εί- σαι «προοδευτικός». Αν τολμήσεις να γράψεις μια γραμμή συμπαράστασης για τον αστυνομικό που κινδυνεύει, τότε είσαι φασίστας, κάποιοι φίλοι σού κόβουν την καλημέρα, δέχεσαι επιθέσεις και μένεις με τη ρετσινιά.
Ζούμε σε μια εποχή που είναι λουσμένη στα φώτα, ωστόσο κυκλοφορεί πολύ σκοτάδι γύ-ρω και μέσα μας. Μια εποχή αντιφατική, στην οποία ο εκδημοκρατισμός της γνώσης δεν μπόρεσε να ξεριζώσει τις προκαταλήψεις. Ζού- με σε κοινωνίες που απεμπόλησαν τις ανθρωπιστικές τους αξίες.
Γι’ αυτό με ενοχλούν οι συγγνώμες μετά το έγκλημα. Είναι ψεύτικες και δειλές. Και κουτοπόνηρες. Και συμφεροντολογικές. Αυτές οι συγγνώμες είναι σαν τις μαύρες κουκούλες.
Με ενοχλεί και η στάση της Πολιτείας, γιατί ενώ γνωρίζει περισσότερο από τον καθένα ότι αυτή η βία δεν είναι μόνο οπαδική, τη χαρακτηρίζει έτσι, γιατί δεν μπορεί ή δεν θέλει να αντιμετωπίσει τις γενεσιουργές της αιτίες, οι οποίες βρίσκονται βαθιά στα σπλάχνα της κοινωνίας μας, όπου οι αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις απορρύθμισαν εντελώς το εκπαιδευτικό μας σύστημα και το σχολείο έπαψε να διαμορφώνει προσωπικότητες, κι έμειναν αυτές οι γενιές – θύματα κι αυτές μιας ελλιπούς ή διαστρεβλωμένης κοινωνικοποίησης – μόνες και ανυπεράσπιστες απέναντι στον αρνητισμό, στην ισοπέδωση, στον μηδενισμό, στην τηλεοπτική και διαδικτυακή βία, να μη σέβονται τίποτα, ούτε την περιουσία των άλλων, ούτε την προσωπικότητα, ούτε το μεγαλύτερο αγαθό της ζωής, ξεσπώντας μ’ ένα πρωτόγνωρο και πρωτόγονο μίσος σε οτιδήποτε βρεθεί μπροστά τους, σε κάδους, σε βιτρίνες, σε μνημεία, σε αγάλματα, και φυσικά στους «μπ…», γιατί έτσι τους διαπαιδαγώγησαν κάποιοι.
«Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία», έχει γράψει ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος. Θέλει δηλαδή παιδεία, μόρφωση, σοφία. Θλίβομαι, γιατί στην πατρίδα μου η αρετή φαίνεται να χάνεται. Θλίβομαι και φοβάμαι, γιατί η ελευθερία κατάντησε ελευθεριότητα, ανομία και ατιμωρησία.
Στο βιβλίο μου «Το Φως στα Μάτια των Άλλων» έχω αφιερώσει ένα κεφάλαιο με τίτλο «Κάτω από Βαριά Στολή», για τους Έλληνες αστυνομικούς, γιατί αγανάκτησα με το γνωστό σύνθημα με το οποίο για δεκαετίες οι προοδευ- τικές (;) δυνάμεις στόλιζαν τις προσωπικότητες των αστυνομικών, και γιατί η δημοκρατική ασ- τυνόμευση, η αστυνόμευση δηλαδή που υπηρετεί την ευνομία και την προστασία του πολίτη, είναι βασικός θεσμός αυτής της Δημο- κρατίας, στην οποία πιστεύω εγώ.
Το κεφάλαιο αυτό κλείνει με την εξής παράγραφο: «Και βέβαια σ’ αυτές τις γραμμές δεν υπάρχει η παραμικρή πρόθεση εξιδανίκευσης των αστυνομικών ή αποσιώπησης φαινομένων κατάχρησης εξουσίας ή διαφθοράς, φαινόμενα άλλωστε που δεν αφορούν μόνο την ΕΛΑΣ, αλλά διαπερνούν οριζόντια και κάθετα την Πολιτεία μας, και τα οποία θα ‘πρεπε να αποτελέσουν θέματα ενός διαρκούς, σοβαρού και θαρραλέου πολιτικού διαλόγου. Επειδή, όμως, δεν μπορούμε να συνθέσουμε τα κομματάκια της πραγματικότητας, τέτοια που την καταντήσαμε, σε ένα ενιαίο πραγματικά προοδευτικό αφήγημα, ψάχνουμε για αποδιοπομπαίους τράγους. Και βέβαια δεν δυσκολευόμαστε να το βρούμε, μιας και η στοχοποίηση της Αστυνομίας είναι ένα έτοιμο φαγητό που ζεσταίνεται γρήγορα στο φούρνο των μικροπολιτικών μικροκυμάτων. Όμως, από κει και πέρα αρχίζουν τα δύσκολα, μιας και η γιγαντιαίας κλίμακα σύγχρονη κοινωνική μηχανική ανέτρεψε άρδην τα δεδομένα της ζωής και η ανοιχτή κοινωνία, το να ζεις με ασφάλεια και αξιοπρέπεια αλλά και να θέτεις το «διά ταύτα» πάνω από τις νερωμένες θεωρίες, τις ιδεοληψίες και τα απωθημένα, παραμένουν αβέβαια ηθικοπολιτικά επιτεύγματα σε κάθε δημοκρατία, πολύ περισσότερο στη δική μας».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ