Γράφει ο Γιάννης Τσώλης*

Ολα κλειστά αγάπη μου. Δεν υπάρχει παράθυρο ανοιχτό στο σπίτι μας, ούτε φως υπάρχει, όλα σκοτεινά. Τι να το κάνω το φως και τ’ ανοιχτό παράθυρο; Τι να ιδώ; -Εμένα ο κόσμος μου ήσουν εσύ.
Είναι πολύ φτωχός ο κόσμος, δεν τον βλέπω, είναι πιο φτωχός και από εμένα τον ταλαίπωρο. Δεν τον θέλω τον κόσ- μο, ούτε κι αυτός με θέλει. Δεν τον χαίρομαι κι ούτε με χαίρεται. Μόνο με σένα κοντά μου χαιρόμουν κι εσύ χαιρόσουν με μένα. Μια γλυκιά ματιά, ένα χαμόγελο πλατύ, μια αγκαλιά κι ένα φιλί κι ο κόσμος όλος γινόταν δικός μας.
Τώρα κάθε στιγμή αλλά πιο πολύ το βράδυ, οι θύμησες κτυπούν δυνατά κι αδιάκοπα την πόρτα και δεν μ’ αφήνουν ν’ ανασάνω το αύριο. Σκοτεινό πο- λύ κι αυτό· με κομπιάζει στον λαιμό. Όλες τις νύχτες άγρυπνος, έχω καταρρεύσει. Πέρασαν τα χρόνια που έκανες λαμπερές και τις μέρες τους και τις νύχτες τους. Τραγουδούσαν, χόρευαν, ερωτεύονταν, γελούσαν, μας πήγαιναν περίπατο κι εκδρομές. Τι γέλια έκαναν! Τι τραγούδια! Τι χορούς! Ευτυχισμένα χρόνια. Μέρες και νύχτες χαρούμενες. Τώρα θλιβερές! Πονεμένες! Με σπρώχνουν για να διαβούν. Θα με ρίξουν στο χώμα. Δεν τις αντέχω!
Οι αναμνήσεις με κρατούν άγρυπνο. Τις βλέπω γύρω μου και μέσα στον καθρέφτη των ματιών σου. Στους τόπους που βρεθήκαμε και στις σκηνές που ζήσαμε την αιωνιότητα της αγάπης μας και του έρωτά μας. Μα πιο πολύ τις βλέπω στους χώρους του σπιτιού μας, όπου ζήσαμε ό,τι ομορφότερο, γλυκύτατο, υπέροχο κι ανώτερο μπορούν να απολαύσουν δύο ερωτευμένες ψυχές. Τις βλέπω στην κάμαρή μας, στο σαλόνι μας, στην κουζίνα μας. Τις βλέπω και τις νοσταλγώ κι αυτή η νοσταλγία με βαραίνει και με καταβάλλει. Υποφέρω. Πλημμυρίζω από τα δάκρυά μου κι αυτός ο κόμπος στον λαιμό πάντα με πνίγει. Το μόνο που δεν με τρομάζει είναι ο θάνατος. Αφού εσένα σε άρπαξε τόσο βίαια, δεν έχω τίποτε να φοβηθώ. Ήθελα να ζούσαμε μαζί αιώνια τα δυό μας. Τώρα όμως χωρίς εσένα τη νιώθω βαριά πολύ τη ζωή και βαρετή. Αν φύγω κι εγώ ίσως ξανασυντηθούμε. Σου είχα γράψει ένα τραγούδι στις 5-6-1964 ημέρα Παρασκευή και ώρα 9 μ.μ. Τότε που σε είκοσι μέρες θα τέλειωνα το Γυμνάσιο και θα έφευγα. Η τελευταία στροφή του τραγουδιού έλεγε: «Η αγάπη σαν θα ’ρθη/ αγκαλιά θα μας βρη/ συντροφιά με τον πόνο/ τελευταίο φιλί/ και στην άλλη ζωή/ θ’ ανταμώσουμε πια μόνο».
Λες να ξανασυναντηθούμε; Ν’ ανταμώσουμε αγάπη μου. Τότε, αν αυτό συμβεί, θα γονατίσω, θ’ απλώσω τα χέρια μου, θ’ αγκαλιάσω τα πόδια σου και θα τα μυριοφιλήσω. Τους είχα τόσο μεγάλη αδυναμία! Σε συμβούλευα όταν ήσουν φοιτήτρια στα Γιάννενα να τα προσέχεις. Σου το είχα πει πολλές φο- ρές και το είχα γράψει αρκετές φορές στα γράμματά μου. Είχα μεγάλο πάθος με τα πόδια σου. Έφθανα ως την υπερβολή. Τώρα μου λείπεις και μου λείπουν. Ίσως έχουν λιώσει κι όλας, αυτά που λάτρευα, μέσα στο χώμα. Ολόκλη- ρη σε λάτρευα «ψυχή τε και σώματι». Δεν ξέρω γιατί είχα αυτό το υπερβολικό πάθος με τα πόδια σου. Σε έχω χά- σει και χάθηκαν μαζί σου κι αυτά.
Τα χέρια μου τα νιώθω άχρηστα πλέον, όπως και τα χείλη μου. Τίποτε ευχάριστο, ερωτικό δικό σου δεν μου προσφέρουν να γευθεί η ψυχή μου. Νιώθω έρημος και συντετριμμένος. Όλη η δυστυχία μου, φαίνεται στο κατάχλομο πρόσωπό μου. Περιμένω την ώρα να φύγω και να ’ρθω κοντά σου. Όταν πεθάνω θα ήθελα να κόψουν ένα κομμάτι από τ’ ολόγιομο φεγγάρι, από αυτό που καθρεφτιζόμασταν την δωδεκάτη ώρα τότε που ζούσαμε χωριστά, για να φτιάξουν το φέρετρό μου.
Εκατόν είκοσι δεκάχρονες πανσέληνες ζήσαμε καθρεφτισμένοι στον ασημένιο δίσκο του.
Θέλω να σου φέρω δώρο ένα κομμάτι του φεγγαριού μας που μας έβλεπε όταν βλεπόμασταν στο φόντο του. Τι άλλο να σου φέρω; Τίποτε δικό σου δεν βάλαμε στο φέρετρό σου. Είμασταν σε τέτοια ψυχική ταραχή που ο νους μας δεν μπορούσε να λειτουργήσει για να σκεφθεί και ν’ αποφασίσει να βάλουμε κάτι, έστω ένα βιβλίο. Μόνο η Κατερίνα σου έβαλε ένα πακέτο τσιγάρα που οι γιατροί, σου τα είχαν απαγορεύσει κι εγώ σου τα στέρησα για να τηρήσεις την εντολή τους.
Ποιων γιατρών αγάπη μου την εντολή; Δεν ξέρω. Τούτο μόνο ξέρω, γιατροί χειρουργοί σε πεθάνανε επάνω στο χειρουργείο. Δεν θα επιτρέψω σε κανένα απ’ αυτούς τους γιατρούς να με σχίσει και να κόψη ούτ’ ένα κομματάκι από το σώμα μου. Το δικός σου σώμα μου.
Ακούς εκεί, να βάλει ο ασθενής υπογραφή για να μπει στο χειρουργείο. Υπογράφει ο ασθενής τον θάνατό του. Τέτοια υπογραφή ποτέ μου δεν θα βάλω. Σκοτώστε με χωρίς υπογραφή.
Δεν ξέρω πού βρίσκομαι, σαράκι ο πό- νος μου σιγοτρώει την ψυχή, τον νου και το σώμα μου. Πού θα με πάει αυτή η συμφορά δεν ξέρω. Ένα μόνον ξέρω πως δεν την αντέχω άλλο. Την ελπίδα της ζωής την τραυμάτισε θανάσιμα ο χαμός σου.
Δεν υπάρχει σωτηρία. Προσεύχομαι, ψάλλω, μα ο νους μου φτερουγίζει και σε βρίσκει παντού όπου κι όπως ζήσαμε μαζί τόσα χρόνια. Αναμοχλεύει τους χρόνους, τους μήνες τις μέρες και τους τόπους όπου χάρηκα τη ζωή μαζί σου. Όπου με έζησες.Εσύ μου έδινες ζωή και ίσως γι’ αυτό σε υπεραγαπούσα για- τί ήσουν η ίδια μου η ζωή.
Πόσο θα ’θελα να ήσουν τώρα κοντά μου να με έβλεπες και να με άκουγες, «εγώ σ’ αγαπώ πολύ-πολύ», θα μου έλεγες, «μη βασανίζεσαι άδικα». Μήπως κάναμε μεγάλο λάθος πού αγαπηθήκαμε πολύ. Πού ερωτευθήκαμε παράφορα; Ανεξέλεγκτα. Πού ήμασταν δέσ- μιοι και της αγάπης μας αλλά περισσότερο του τρελού, παράφορου έρωτά μας;
Και μέσα σε όλον αυτόν τον ψυχικό πόνο της στέρησής σου έρχονται και κάτι αμαρτήματά μου και μου ραβδίζουν ανηλεώς την ψυχή μου. Προσπαθώ να καταφύγω στην παρηγορητι- κή Νεκρώσιμη ευχή που εκφωνεί ο ιερέας: «Μνήσθητι Κύριε ως αγαθός… ουδείς γαρ αναμάρτητος ειμή Συ ο δυνάμενος και…».
Βρίσκομαι σε ψυχοσωματική κατάσταση απελπιστική. Έχει θολώσει ο νους μου. Δε βλέπω αυτή τη διαυγή ροή του ποταμού που κυλά εμπρός μου. Στέκομαι στις όχθες και κοιτάζω πίσω. Εκεί ήταν τα όμορφα. Δεν θέλω να βλέπω τη σκιά του κουφαριού μου να την παρασέρνει το ρέμα. Μου αρέσει το παρελθόν. Ήταν τόσο όμορφο! Η θύμησή του όμως και η νοσταλγία του μου προκαλούν θλίψη γιατί δεν έχω εσένα να κάνω το παρελθόν πα- ρόν. Τούτο το παρόν με συνθλίβει. Το παρελθόν με λυπεί. Το μέλλον; -Αυτό δεν υπάρχει. Δεν είναι δικό μου. Είναι του Θεού μου που τον παρακαλώ να με φωτίσει να γράψω για σένα αγάπη μου, για να μείνει αιώνια άσβεστη η λαμπάδα της μνήμης σου.
Αιωνία σου η μνήμη/ αγαπούλα μου/ γλυκιά μου γυναικούλα/ Λενιώκα μου/ Αιωνία σου η μνήμη/ Με πολλή-πολλή αγάπη/ και πόνο ψυχής/ ο Γιάνκος σου
27 Ιουνίου 2023, ημέρα
Τρίτη ώρα 15.30
* Ο Γιάννης Τσώλης είναι συγγραφέας και ποιητής

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ