Γράφει ο Θεοχάρης Πανταζής

Αγαπημένε μου Δάσκαλε, δεν ήρθα εγώ όταν έπρεπε να σε δω και να σφίξω το χέρι που με οδήγησε πριν από 65 χρόνια στον Ναό της γνώσης.
Να σε αγκαλιάσω όπως μ’ αγκάλιασες εσύ μια κρύα μέρα του χειμώνα που είχα πυρετό και με πήγες στο σπίτι μας περπατώντας για πάνω από 40 λεπτά σε κακοτράχαλο δρόμο. Να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Να σου εκφράσω την ευγνωμοσύνη για την αγάπη που έδωσες σε μένα και στα αδέρφια μου, που σε λατρεύαμε, στους γονείς μου, που σε θαύμαζαν και στην μικρή κοινωνία του χωριού που γνώρισε το μεγαλείο της ψυχής σου! Αυτή η μεγάλη σου Ψυχή ήρθε φτερουγίζοντας και με βρήκε! Μ’ έπιασε πάλι απ’ το χέρι και μ’ έφερε νοερά στον τόπο που αγάπησες. Συνάντησα την Έφη σου! Μιλήσαμε! Ήταν σαν να μίλησα μαζί σου! Ένιωσα να γαληνεύει η ψυχή μου και την ευχαριστώ! Ήσουν ο πρώτος μου Δάσκαλος!
Αν και νεαρός τότε δάσκαλος, ενέπνεες τον σεβασμό σε μικρούς και μεγάλους, γιατί στο πέρασμά σου από τον τόπο μας, έβλεπε να ανατέλλει μια νέα εποχή στην εκπαίδευση των παιδιών. Ο φόβος και η τιμωρία, το ξύλο, κυρίαρχα τότε αντιεκπαιδευτικά εργαλεία μάθησης, έφυγαν από το σχολείο μας. Τη θέση τους πήραν η πειθώ, το καλό παράδειγμα, η αγάπη και ο σεβασμός στο παιδί! Και αυτό δεν άργησε να καρποφορήσει. Φάνηκε στη λαμπρή πορεία των παιδιών που πέρασαν απ’ τα χέρια σου, τα χέρια που ήταν μια ανοιχτή αγκαλιά για όλους και που ποτέ δεν κράτησαν βέργα! Εσύ, που εκτός απ’ το να μας μάθεις τα πάντα γύρω από τη ζωή, μας δίδαξες πρώτα τι είναι η ζωή!
Δεν τα λέει αυτά το 7χρονο παιδί, που πήρες απ’ το χέρι και το οδήγησες στην αίθουσα, γιατί δεν μπορούσε να κρίνει αν ήσουν σωστός Δάσκαλος. Εκείνο που έβλεπε τότε ήταν δυο γελαστά μάτια, που μόνο με αγάπη με κοιτούσαν, δυο χείλη σε τέλεια αρμονία μ’ αυτό που έλεγαν τα μάτια και δυο χέρια έτοιμα να μ’ αγκαλιάσουν ακόμα και στο λάθος.
Τα λέει ο έφηβος, που άκουγε τους μεγαλύτερους στο καφενείο του χωριού μετά την εκκλησία να λένε «έτσι έλεγε ο Ντασκαγιάννης ότι είναι το σωστό και το δίκαιο». Να μετράνε τους δασκάλους, καθηγητές, άριστους επαγγελματίες κι επιστήμονες που έβγαλες. Να μιλάνε με θαυμασμό για το κουράγιο σου, αφού μετά τη δύση του ήλιου που τελείωνες το μάθημα με τα 50 και πλέον παιδιά, το βραδάκι με τη λάμπα μάθαινες ανάγνωση και γραφή τις αναλφάβητες γυναίκες. Να μην ξεχνάνε πως συχνά ξενύχταγες σε σπίτια, που είχαν ανήμπορους.
Τα λέει ο μετέπειτα δάσκαλος, εγώ, που σε είχα φάρο στη μικρή μου εκπαιδευτική πορεία, γιατί έκανες πράξη το «Των νέων τας ψυχάς δει δια μουσικής και γυμνασίας ρυθμίζειν επί το βέλτιον».
Τα λέει ο γονέας, ο παππούς που μέσα του πολλές φορές είπε «Πού είσαι Ντασκαγιάννη, να πιάσεις απ’ το χέρι τη σύγχρονη παιδαγωγική και να τη φέρεις, όπως κι εμένα, στο σχολείο, γιατί δεν έρχεται!» Πόσο μπροστά ήσουν για την εποχή σου! Δεν ευτύχησα να σ’ έχω μετά τη Δευτέρα τάξη. Πρόλαβες όμως και διαμόρφωσες τον σκληρό μου δίσκο πάνω στον οποίο θα γράφονταν η συνέχεια.Ένα μεγάλο ευχαριστώ!
Εσύ έφυγες πριν πέντε χρόνια Μεγάλε Δάσκαλε. Άφησες όμως πίσω σου, παρακαταθήκη στην κοινωνία, το έργο και το ήθος σου. Στην δε οικογένειά σου, τους φίλους και τους μαθητές σου το προνόμιο να νιώθουν περήφανοι! Αιωνία σου η Μνήμη!
*Ο Θεοχάρης Πανταζής είναι συνταξιούχος, εργάστηκε ως δάσκαλος στα 1974-1976 και από 1977-2011 ως διοικητικό στέλεχος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ