Με κουβεντούλα και γλυκιά αναμονή, οι ακροβολισμένοι συντοπίτες πίσω από τα τραπέζια μικρού αυτοδιαχειριζόμενου καφενείου περιμένουν τη φασολάδα που σιγοβράζει στη σόμπα, να σερβιριστεί αχνιστή και πάνγευστη από τα αεικίνητα χέρια της κυρίας Γεωργίας.
Καμιά ηθογραφία δεν μπορεί να αποτυπώσει πιστά την ατμόσφαιρα. Πρόσωπα γελαστά κάνουν πέρα την κάπνα της απομόνωσης από την πολύχρονη πανδημία.
Το αντάμωμα μέσα σε Ελληνικό πνεύμα γίνεται μυσταγωγική τελετή. Η φασολάδα, θα έλεγα, έρχεται ως πλούτος που σαν καρφί κρατά στέρεα την κοινωνική μας υπόσταση και υψώνει το οικοδόμημα της ανθρώπινης αξίας. Οι πολιτικές τοξικότητες των καιρών σκοντάφτουν και καίγονται στη σιγανή φωτιά. Τα πάθη κάνουν στην άκρη τέτοια μέρα και συναισθήματα αγάπης παίρνουν τη θέση τους. Μπολιάζονται οι χωριανοί με την ωραιότητα της ταπεινής ανθρώπινης φύσης.
Ένας χαρταετός κάνει την εμφάνισή του στην πλατεία για ήρεμα ταξίδια πάνω από τη λίμνη. Το σχοινί κρατά γερά μια νεαρή μαμά, που μόλις ήρθε από την πό-λη με όλη την οικογένεια. Ένα μικρό ραδιάκι ακούγεται να παίζει διακριτικά σε κάποια άκρη.
Συμβολικός σταθμός του χρόνου η Καθαρή Δευτέρα. Οι κάτοικοι, όπως σε όλη τη χώρα, έτσι κι εδώ έπαψαν να υπηρετούν θρησκευτικές συστάσεις. Περισσότερο λειτουργεί ως εσωτερική ανάγκη για λύτρωση η νηστεία. Δυστυχώς, την εγκράτεια αυτή την περιορίσαμε στη μέρα της Καθαρής Δευτέρας και άντε και της Μεγάλης Παρασκευής. Με όσπ- ρια, ελίτσες και χορταράκια δεν μπορεί να κυλήσει η ζωή τού Νεοέλληνα. Θέλει να τηρήσει το έθιμο της νηστείας, αλλά όλο και κάτι θα τύχει και θα… χαλάσει.
Όπως έχω ξαναγράψει, γίναμε γενιά σαρκοφάγων και καταναλωτές χαπιών χοληστερίνης. Το στόμα μας μεγάλωσε πολύ και η Θεότητα της αφθονίας, μάλλον, ήρθε για να μείνει.
Άθελά τους οι πιο ηλικιωμένοι μπαίνουν στη βάσανο της νοερής πρόχειρης απογραφής. Οι διαπιστώσεις τραγικές. Στο μέτρημα λείπουν πολλοί συγχωριανοί τους σε σχέση με την προ πανδημίας εποχή. Αποχωρούν διακριτικά οι τελευταίοι φύλακες των ορεινών χωριών μας.
Όλων αυτών που η ζωή τους σημαδεύτηκε από στέρηση, ξενιτιά, απαντοχή και προσμονή. Ρεύμα φυγής νέων προς τα αστικά κέντρα δεν υπάρχει πια, γιατί απλά η άδικη μοίρα ολοκλήρωσε προ πολλού τη δουλειά της.
«Μπάρμπα Γιώργο, σου αρέσει η πιταστή;». «Δεν λέω, καλή είναι, αλλά αυτή μας μάρανε; Σε άλλους καιρούς μάς έλειπε και το λιγοστό ψωμί. Τώρα τα έχουμε όλα. Στεναχωριέμαι που θα φύ- γω με το παράπονο γιατί βλέπω τις παραδόσεις μας να σβήνουν. Οι αυθεντικοί μασκαράδες και τα αποκρέματα δεν υπάρχουν πια. Τα δικά μας δημοτικά τραγούδια της αποκριάς και της Καθαρής Δευτέρας δεν ακούγονται πουθενά. Όλα αυτά τα μάζεψε με το ζόρι ο εξωτερικός αέρας και τα σκόρπισε. Εγώ, αγαπητέ μου, εδώ που με βλέπεις, πέρασα τα ενενήντα και θα νηστεύω όλη τη σαρακοστή».
Αυθεντικός κοινωνός της ιστορίας και της φυλής ο ηλικιωμένος πατριώτης μας. Το τσιπουράκι που προηγήθηκε της φασολάδας και το κρασάκι που ακολούθησε, πυροδότησαν την ανάγκη μέσα σε κλίμα ευφορίας για μερικά τραγούδια του έρωτα, της αγάπης και της ξενιτιάς από τους καλλίφωνους της συντροφιάς.
Όλοι το χάρηκαν, ευχαρίστησαν το Σύλλογο για την ωραία πρωτοβουλία και με μια βροντερή φωνή συμφώνησαν του χρόνου να είναι πάλι εκεί.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ