«Μωρέ ξυνόγαλο τόκανες το τσάι» τον πείραξα τον Θέμη που είχε πιάσει τούτες τις γιορτινές ημέρες μια γωνία στο βάθος του καφενείου και ανακάτευε μανιωδώς το μαύρο του το τσάι με το μικρό του κουταλάκι χωρίς να φέρνει στο στόμα του ούτε μια γουλιά.
Μου έγνεψε να κάτσω δίπλα του ερευνώντας με μια συνωμοτική ματιά τον περίγυρο της μικρής μας κοινωνίας και χάθηκε στ’ αγνάντεμα της κούπας. Ψυχανεμίστηκα και γω κάπως γρήγορα την κατάσταση (δεν πήγα στο σχολείο) και ορκίστηκα να τον παρακολουθώ χωρίς να βγάλω μιλιά. Την επόμενη στιγμή και με αργές κινήσεις σήκωνε μερικά εκατοστά το φακελάκι του τσαγιού πάνω από την κούπα κι άφηνε να κυλήσει κάτι σαν ίχνος από το δάκρυ του, λες και ήθελε να ανταγωνιστεί τις μαύρες σταγόνες του τσαγιού που πάφλαζαν σχεδόν αθόρυβα πάνω στον πυθμένα της… αμηχανίας.
Με λοξοκοίταξε και ο Ράκιας που στεκόταν όρθιος από πάνω μας για κάμποση ώρα και δεν τον αντιληφθήκαμε ούτε εγώ, πόσο μάλλον ο Θέμης. Ζήτησε αμίλητος την άδειά μας να καθίσει, ερευνώντας με το βλέμμα του την αντίδρασή μας και αφού βεβαιώθηκε από το αδιάφορο ανασήκωμα των πλατών του Θέμη, έφερε κοντά την καρέκλα που κράταγε στο ένα του χέρι, περιμένοντας το καταφατικό νόημα για να λάβει μέρος στο μέτρημα των… επιλογών μας.
«Τί συμβαίνει…» τον ρώτησα ύστερα από λίγο, σχεδόν ψιθυριστά. «Έπαθες κάτι; Είστε όλοι καλά;». «Έπαθα εγώ! Εσείς δεν πάθατε; Δεν ακούτε τί γίνεται με τους νέους μας; Δεν καταλάβατε ότι περάσαμε (βλακωδώς άθελά μας) μέσα τους τη βία και…». Άφησε να πέσει στην κούπα το φακελάκι του και μας κοίταξε καρτερικά στα μάτια λες και περίμενε το αποτέλεσμα της οριστικοποίησης της σκέψης του συνδυαστικά για να μας… συγκλονίσει.
«Εν τοιαύτη περιπτώσει εμπίπτει τινί λογισμός…» ξεκίνησε να λέει ο Ράκιας «…το ζήτημα!». «Εν τοιαύτη περιπτώσει…» τον διέ- κοψε ο Θέμης φωναχτά αυτή τη φορά. «Οι ιδέες δάσκαλε…» απευθύνθηκε στον Ράκια «με…δανεικά ιδανικά δεν στέριωσαν ποτέ». Λοξοκοίταξε εμένα πονηρά (υπονοώντας νοητά το παρελθόν του Ράκια) έκανε έτσι και έδωσε μια στο κούτελο και «… στάσου να θυμηθώ πως το λέει ο Βάρναλης στην απολογία του (η απολογία του Σωκράτη). Τις ιδέες πρώτα τις πιστεύεις και ύστερα τις βλέπεις. Τις βάζεις μόνος με την ψυχή σου και τις στεριώνεις σκάβοντας ασταμάτητα με τον κασμά της λογικής. Σε αντίθεση με τους τσαρλατάνους της πολιτικής και τους… κατάλαβες Ράκια. Και άσε τα εν τοιαύτη…».
Δεν είπα τίποτα, μουγκάθηκα και περίμενα να δω την αντίδραση των… (συνειδητά ανεύθυνων) υπεύθυνων κι αρκέστηκα για λίγο στον απόηχο της σιωπής. Σηκώθηκε ορθός σαν πολιτικός που αναφωνεί εκστασιασμένος από το μπαλκόνι των υποσχέσεων, έκανε και μια δεξιά και μια ζερβά, με γρήγορες κινήσεις τη ζωστήρα του, την στέριωσε μια θηλιά παραμέσα (προς αποφυγή παντός ατυχήματος) και ξανάρχισε.
«Έτσι μούρχεται να λακίσω, να κόψω πέρα… να πάρω τα λόγγια! Να μιλάω με όσους μπορώ να συνεννοηθώ αμίλητος. Να κουβεντιάζω με τα πουλιά, με τα δέντρα, τα σύννεφα, τα ποτάμια, τα ζουλάπια, τα… και ύσ- τερα εξημερωμένος πάλι από την αρχή να ξεβρακωθώ στη μέση της πλατείας, να… ξεβρακωθούμε όλοι και έτσι ξεβράκωτοι να σεργιανάμε στους δρόμους διάφανοι απ’ όλες τις μπάντες, για να μπορούν να μας διαβάζουν τα παιδιά.
Να διαβάζουν τις… αλήθειες μας, τις μοχθηρίες μας, τις πονηριές μας, το μαγαρισμένο νόημα της δικαιοσύνης και του λόγου των άλογων ανθρώπων και των συμφερόντων. Να διαλύσουμε τις αμφιβολίες τους όπως η λιακάδα το συννεφάκι της βουνοκορφής. Να τα μάθουμε, να μάθουμε και μεις μαζί τους να τρώμε όσο χρειάζεται και όχι να πετάμε περισσότερο απ’ ό,τι τρώμε. Να γίνουμε ξίκι όλοι οι… χαραμοφάηδες του ντουνιά και οι τσαρλατάνοι όλοι. Να αλλάξουμε τους επ’ ουρανίαν δι’ αιθέρα τεκνωθέντες νόμους. Να καταργήσουμε την καταχθόνια φοβέρα «μη’ και «πίσω».
Να ξεκουμπιστούμε όλου του κόσμου τα ρέτζελα και όλα των ανοιχτών πληγών σαράκια. Να εμπεδώσουμε στα παιδιά μας να μην καταφρονούν την ύλη, να καλλιεργούν το πνεύμα προς όφελος των αδικημένων και των πολλών, των πολύ πολλών, που χρειάζονται… κουβέντα. Να σταματήσουμε να κάνουμε κριτική εμείς οι τάχα λεύτεροι που με την πρώτη ευκαιρία σκλαβώνουμε τα πουλιά στα κλουβιά της εγωπάθειας. Τη ροή των ποταμών στην εκμετάλλευση. Τα αισθήματά μας στα κελιά της εξουσίας. Και των χωραφιών μας τα λουλούδια στον σαλονιών τα βάζα, εκτεθειμένα στα μάτια της αρέσκειας, των μεγαλοδωρητών της αποχαύνωσης. Να μουτζουρώσουμε την εικόνα της μιζέριας με χρώματα από χάραμα… ελπίδας. Να επανακτήσουμε ό,τι χάσαμε κι ό,τι χάνουμε γκρεμίζοντας ό,τι με κόπο χτίσαμε».
Έκανε μια μικρή διακοπή τόση όσο χρειάστηκε να σαλιώσει το στριφτό του, να το ανάψει και συνεχίζει ξεροβήχοντας. «…Να δανειστώ και από το άρθρο του Κώστα Παπαθεοδώρου στον “ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ” “Να σκοτώσουμε την συνήθεια της απώλειας”. Κι όταν το καταφέρουμε και δεν ξεγελαστούμε να τα πάρουμε από το χέρι τα παιδιά και να τους δείξουμε το δρόμο, αγνα- ντεύοντας την ανατολή όπως ο…». Έβαλε τα κιτρινισμένα του δάχτυλα στη μέσα τσέπη του και μας έδειξε την φωτογραφία που βλέπετε και σεις.
«Εν τοιαύτη περιπτώσει…» θάλεγε για άλλη μια φορά ο Ράκιας αν του το… επέτρεπε.