Σαν κάποια κακή μοίρα να ορίζει τις τύχες της φυλής μας διαχρονικά. Ανάπενήντα- εξήντα χρόνια η πατρίδα έδιωχνε τα παιδιά της για ξένους τόπους.
Ήταν η δεκαετία τού εξήντα που εκδηλώθηκε στη χώρα μας το δεύτερο κύμα μετανάστευσης προς τις βιομηχανικές χώρες του βορρά, και κατά προτίμηση στη Δυτική Γερμανία.
Ο κόσμος τότε γεννούσε πολλά παιδιά και η ζωή ήταν σκληρή, πολύ σκληρή. Η πέτρα και το άνυδρο έδαφος ήταν αδύνατο να θρέψουν χιλιάδες στόματα. Δειλά στην αρχή και αργότερα κατά κύματα, ξεκίνησε μια καινούργια μεταναστευτική ροή. Μια ομαδική ψύχωση κατέλαβε τον παραγωγικό κόσμο. Τα ζωντανά χωριά μας άδειασαν δραματικά από ανδρικό πληθυσμό που έφευγε για το «διάφορο». Άφηναν τις γυναίκες πίσω οι παντρεμένοι για να κάνουν τις αντρίκιες δουλειές και να μεγαλώσουν τα παιδιά.
Πάνω στο τρένο της μεγάλης φυγής, όλες τους οι αποσκευές ήταν μια βέρα στο αριστερό ή το δεξί χέρι, ως το πιο πολύτιμο κόσμημα, και μια βαλίτσα γεμάτη με όνειρα. Άρχιζε ένα ταξίδι ελπίδας με προορισμό τη «γη της επαγγελίας»! Άνθρωποι που δρασκέλισαν τα όρια της δικής τους συμβατότητας, προερχόμενοι από ακραία φτώχια, πόνο, στέρηση και αδικία. Είχαν παντελή άγνοια της ξένης γλώσσας, και το πνευματικό τους επίπεδο ήταν πολύ χαμηλό. Τα κράτη ενθάρρυναν τις πολιτικές αυτές για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Την πατρίδα μας την έζωνε η φτώχια, η ανεργία, αλλά και η αστυφιλία. Απεναντίας, η Δυτική Γερμανία είχε ήδη μπει σε ισχυρή οικονομική άνθηση και ευρωστία. Κατά συνέπεια, ο νόμιμος μετανάστης, ως φτηνή εργατική δύναμη, ήταν ευλογία για την οικονομία τους.
Με την άφιξη εύρισκαν δουλειά αμέσως σε δημόσιο φορέα απασχόλησης, χωρίς ωστόσο, δυνατότητα επιλογής. Ειδίκευση δεν διέθεταν καμία. Όλοι τους αποκτούσαν το ίδιο επώνυμο: gastarbeiter. Η φάμπρικα γινόταν σπίτι τους. Εργατικοί, φιλήσυχοι, νομοταγείς, αλλά φοβισμένοι και απροστάτευτοι άνθρωποι ενός κατώτερου Θεού. Τους τα έφερε η ζωή έτσι, ώστε να αφήσουν τον ιδρώτα τους στη χώρα που πριν λίγα χρόνια θέριεψε τον ναζισμό. Άραγε, να συλλογίζονταν καθόλου τα ποτάμια αίματος που κάποιοι συμπολίτες τους άφησαν στην πατρίδα την περίοδο της κατοχής και της αντίστασης; Να είχαν ακούσει ποτέ για το Κομμένο, τα Καλάβρυτα, το Δίστομο, τους Λιγκιάδες;
Δοκιμάστηκαν οι αντοχές τους, οι δυνάμεις τους, η αξιοπρέπειά τους και άνοιξαν βαθιές πληγές μέσα στα εργοστάσια. Η εκμετάλλευση και ο ρατσισμός κυρίαρχα στοιχεία. Ξένοι πεντάξενοι πάνω από μια μηχανή χωρίς προσωπικά λόγια, πεσμένοι στα απρόσιτα βάθη της απομόνωσης. Παγωμένοι οι χειμώνες, βαρύς ο ουρανός, καταθλιπτικοί οι ορίζοντες, άνοστο το φαγητό τους. Κι όταν ερχόταν η ώρα για τη λήξη της βάρδιας, ρυμουλκούσαν το κουρασμένο σώμα για το «τσαρδάκι» του ομαδικού ύπνου. Μαζί με την ξεκούραση, τους συντρόφευε η θλίψη και η μοναξιά. Κοινωνικός αποκλεισμός μπορεί να μην υπήρχε, αλλά και πού να πήγαιναν; Σε ποιον να εξομολογηθούν και σε ποιον να διηγηθούν τον μέσα κόσμο τους; Τα παράπονά τους τα κατέθεταν στα γράμματα σε απλή μορφή ή συστημένα. Γράμματα διαμαρτυρίας, αγανάκτησης, ανημποριάς, αλλά και ευχαρίστησης, ελπίδας και ερωτισμού.
Πόσες και πόσες φορές έκρυβαν τις λέξεις και τις έντυναν με ψέματα μέσα σ’ αυτά! Μήπως και τα ελληνικά τους ήταν επαρκή για να εκφράσουν τα συναισθήματα τους; Ήταν αμαρτία να γράψουν στη γυναίκα τους τη λέξη «σ’ αγαπώ», γιατί το γράμμα, όταν έφτανε στο χωριό, μπορεί και να το άνοιγαν οι περίεργοι για να δουν τι γράφει. Έτσι, λοιπόν, έκρυβαν τις ανάγκες τους και τις επιθυμίες τους. Ψυχές σε κλονισμό. Για τηλεφωνικές κλήσεις, ούτε λόγος. Οι συνδιαλέξεις ήταν σπανιότατες και τα στερεότυπα τηλεγραφήματα αραιά και κατά κανόνα της λύπης. «Ο πατέρας πέθανε. Στοπ».
Εργάστηκαν πολλά χρόνια οι πατριώτες μας στη Δυτική Γερμανία. Έμαθαν κουτσά στραβά λίγες λέξεις από την ξένη γλώσσα και «εκπολιτίστηκαν». Η δική μου εκτίμηση είναι ότι ήταν ταξίδι ανακάλυψης, δημιουργίας και μια μεγάλη εμπειρία ζωής, που είχε βεβαίως το τίμημά της.
Πολλοί γέμισαν τις τσέπες τους με μάρκα που τα έφεραν στις οικογένειές τους και άλλοι κατάφεραν και τα άφησαν στη χώρα που τους φιλοξένησε. Μετρημένοι στα δάκτυλα είναι αυτοί που έμειναν για πάντα μετανάστες από την περιοχή μας. Η σημερινή γενιά μεταναστών φοβούμαι ότι θα αντιστρέψει τον κανόνα. Ρώτησα τον υπέργηρο μπάρμπα Κώστα, που έμεινε σαράντα χρόνια οικονομικός μετανάστης και απολαμβάνει σήμερα στη γενέτειρα μια ήσυχη ζωή. «Αν σου χάριζαν άλλη μια ζωή, θα ακολουθούσες και πάλι τον ίδιο δρόμο;». «Και τι να έκανα; Εδώ πέρα τα χρόνια εκείνα ήταν φτωχικά και κακομοίρικα». Στο κλείσιμο της κουβέντας που είχα μαζί του για τις ανάγκες του άρθρου, με κοίταξε ίσα στα μάτια, ξεσήκωσε όλες τις στρώσεις της μνήμης του και είπε θυμόσοφα: «Όποιος δεν προίκισε κοπέλα εκείνον τον καιρό σε απαιτητικό γαμπρό ή δεν δούλεψε εργάτης στη Γερμανία, δεν έζησε τίποτα. Μην κοιτάς εμένα που είμαι στα καλά μου. Πουθενά αλλού δεν θα βρεις τη ζεστασιά που σου δίνει ο τόπος σου»!