Βασιλο-Μπίλαρε, θρυλοπιστέ. Ό,τι θα διαβάστε είναι γραμμένο σε βιβλία, Τύπο, παντού. Τί όντα μας κυβέρναγαν και τί μας κυβερνάν μέχρι τώρα. 8.:43 πμ της 21ης Ιουλίου 2021. Ξέχασα. Τέτοια μέρα παντρευόμουν, Μπίλαρε, το 1974. Βάρεσαν σειρήνες – επιστράτευση. Στα όπλα αδέρφια. Πάει ο γάμος (Άγιος Νικόλαος Άρτας), πάει ο γαμπρός. «Συγγενείς και φίλοι σάς αφήνω γεια». Καλή αντάμωσ’ μάνα στ’ Σκορδά το χάν’. Όποιος λαγαρήσ’ πθενά οπλισμός…
Α ρε Βλησάρ’ Μασίνα. ΡΕΟ στην κατηφόρα άνευ φρένων. Πίσω τα φαντάρια να φωνάζουν. Εγώ. Ρίξτο αριστερά πούναι χώμα. Δεξιά ήταν γκρεμός. Κατεβαίναμαν από την λίμνη «Ζαραβίνα». Φυλάμαν τα σύνορα. Τρομάρα σας, απ’ τον Χότζα! Τρομάρα σας. «Ο εχθρός είναι πίσω…». Διοικητής Ρομποτής. Σήκωνε το χοντρό δάχτυλο. Οχτρός ο Εμβέρ! Τρομάρα του. Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την μισή Κύπρο και τα γιδερά καραβανάδες και πραξικοπηματίες, έδειχναν τον Εμβέρ…
Είχα όπλο άνευ ξιφολόγχης. Ένα άρβυλο! Άλλοι δεν είχαν… όπλο. Δεν είχαν άρβυλα. Οι πιο πολλοί (90%) ήμασταν γνωστοί από την προηγούμενη χρονιά (1973) που μας είχαν πάρει για άσκηση στην όμορφη Πεδινή Ιωαννίνων. Τα κιβώτια – πολεμικό υλικό – είχαν πέτρες…
«Δεν έχω φρένα, γαμώ το…», αντέτεινε ο σοφέρ, ανθυπασπιστής τότε, φίλτατος Βελησσάρης Μασίνας. «Θα σκοτωθούμε…», κύριε ανθυπασπιστά. Ήμασταν το τελευταίο REO της πομπής…
Ήταν χαράματα της 15ης Αυγούστου 1974. Ο Γ. Βλάχος από την Λευκάδα ήταν κάτωχρος. Ήμασταν μαζί ως κληρωτοί. Φέρες, Ορμένιο, Δίλοβο, Ρίζια στην κορυφογραμμή του Νοτίου Έβρου (1971-1972). Η αφεντιά μου έτρεμε… Ναι, ναι… Πατάκες. Ξημέρωμα 15ης Αυγούστου 1974. «Ελεούσα». Απόγευμα. Βούλιστα Παναϊά όλο το πυροβολικό της 8ης. Νύχτωνε… φαγητό στον δρόμο. Κάπου – κάπου περνούσε και κάνα ΙΧ. Ερημιά. «Πού πάμε κύριε διοικητά;». «Δεν ξέρω παιδιά…».
«Με τον ασύρματο με ενημερώνουν…». Ο ήλιος μας τύφλωνε. Πού είμαστε; Ελαιώνες. Πού είμαστε; Πρέβεζα… «Θωμά Σακκά (φυσικός λοχαγός εξ εφέδρων), πεσ’ στην Λόλα να ειδοποιήσει και την μάνα μου». Για πότε κατέβηκε όλη η Ήπειρος ούτε που πήραμε χαμπάρι! Πήχτρα. Συγγενείς. Να και η μάνα μου… με ταξί, με την μνηστή μου. Κατευθείαν στον Ρομποτή (διοικητής). Αγριεμένη. «Πού τα πάτε τα παιδιά ρε… φασίστες». Σηκώνει το δεξί χερούκλα). Σούζα ο Ρομποτής.
Μπαίνει και τρώει φούσκο ο Σόλων Π. Μπανιάς (ταγματάρχης εξ εφέδρων, πρώτος εξάδελφος του πατέρα μου). Αλεξάντρα. Θεριό η μάνα μ’ η Αλεξάντρα. Θα πετύχαινε ξώφαλτσα αλλά κανένας δεν κουνήθηκε. Νύχτα, ησυχία. Ξαπλωμένη όλοι στην παραλία. Απέναντι η Πρέβεζα. 12η, 3η μεσάνυχτα. Φεγγαράδα. Το μεγαλόπρεπο «Κάντια» μας περίμενε με ανοιχτές… πόρτες. Τετραώροφο. Λουξ. Έκανε το παρθενικό του ταξί. Πού;
Το ραβδί σηκωνόταν στον αέρα και έπεφτε στα κεφάλια μας. 3η πρωινή. «Όρθιοι ρε… Όρθιοι ρε…». Μπαμ το ραβδί. Μετά έμαθα ποιος ήταν. Ο «Κολιό» Ντερτιλής. Ο φονιάς του Πολυτεχνείου! Μαζί μας ήταν και άλλα κτήνη. Παπαποστόλου, Πηλιχός. Νάταν και ο Γερακίνης και άλλοι βασανιστές, φασιστοειδή… Να και δύο Αρτινόπουλα. Γεώργιος Κολιούλης. Παιδί τ’ Αϊ Γεωργιού, σύζυγός του η Ελευθερία Γούλα (συμμαθήτριά μου).
– Γιώργο πού πάμε; Ήταν συνταγματάρχης, μετά έγινε στρατηγάρα. Κούνησε το κεφάλι…
– Μάλλον κάτω. Να και ο συμμαθητής μου και δίπλα στο θρανίο. Γεώργιος Μπαφατάκης (Μεγαλόχαρη), ίλαρχος τεθωρακισμένων.
– Κώστα… Γιώργο… Πάμε Κύπρο; Ναι.
«Κάντια». Πλύσιμο, κατάστρωμα, χαρτιά… «Κλείστε τα κουρτινάκια. Όλοι μέσα…». Κάτι μαύριζε στα… Κύθηρα. Ήταν ο σοβιετικός στόλος. Οχτρός! Καταμεσής της Μεσογείου. «Γυρίστε πίσω». 5η πρωινή. Μουρνιές Χανίων. Γενέτειρα του Λευτεράκη Κρεββατά. Θάμνοι, χόρτα, φίδια… Μπάλα, μπάλα και ΤΑΦ. Τρεις φορές κάθε μέρα. «Κώστα μου που είσαι;» Καλά. Παίζω μπάλα. «Πώς είσαι παιδί μου;». «Γειά σου μάνα. Να προσέχεις την Μαρία (αδελφή μου ανάπηρη). Απολύθηκα τον Οκτώβριο 1974. Έχω και άλλα πολλά.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ