Μια γρήγορη ματιά στις επιδόσεις των υποψηφίων για τα Πανεπιστήμια στο μάθημα της έκθεσης, αλλά και η καθημερινή σχεδόν έκθεσή μου στα ανεκδιήγητα ελληνικά των αθλητικών σχολιαστών που μεταδίδουν τους αγώνες του Πανευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου (ενδεικτικά αναφέρω την κατάργηση του οριστικού άρθρου, πχ «Αζάρ πάσα Λουκάκου Σάντσες», την εκτεταμένη χρήση αγγλικών όρων στη θέση υπαρκτών ελληνικών, πχ «το παιχνίδι τους έγινε πιο αγκρέσιβ», αντί να πουν πιο επιθετικό), οδήγησε στο ερώτημα αν και κατά πόσον τελικά η υπερβολική έκθεση στα ΜΜΕ ευθύνεται για τη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής με όλα τα θετικά και τα αρνητικά της, σε σημείο που τα παιδιά μας να μη μπορούν να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά στο γραπτό λόγο με ελληνικά που δεν περιλαμβάνουν τηλεοπτικούς σολοικισμούς (ενδεικτικά παραθέτω απόσπασμα από γραπτό πανελλαδικών εξετάσεων εδώ και λίγα χρόνια: «θές να αγοράσεις μια σανίδα sk8 και ζητάς λεφτά από τη μάδερ σου και δε σου δίνει και μετά ζητάς από το φάδερ σου και σου δίνει»)!
Σύμφωνα με τον Αναπληρωτή Καθηγητή στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, Περικλή Πολίτη, ο αθλητικός σχολιαστής, με το ειδικό λεξιλόγιο (κυρίως της αγγλικής), τη λεξιλογική στερεοτυπία, τη ρητορική υπερβολή, κλπ, αποτελεί ένα παράδειγμα δημοσιογραφικής επίδρασης στη γλώσσα. Ο καθηγητής υποστηρίζει ότι ως επίπτωση της «μωσαϊκής κουλτούρας» των ΜΜΕ στη γλώσσα μας, η πρότυπη ποικιλία κατατέμνεται σε μη πρότυπες – προβάλλονται κοινωνιόλεκτοι (πχ η ‘γλώσσα των νέων’) -ενώ ενισχύεται ο ρόλος, δημοσιογραφικών και μη, λειτουργικών ποικιλιών (πχ το επικοινωνιακό ήθος του συνεντευκτή, η «λογόρροια» των παρουσιαστών μουσικών εκπομπών ή μεσημβρινών μαγκαζίνο).
Καταλήγει, μάλιστα στο συμπέρασμα ότι ταυτισμένη με την επίσημη, γραπτή και προφορική, γλώσσα του κράτους ήδη από την εποχή της παλαιο-τηλεόρασης, η σύγχρονη τηλεόραση, δημόσια αλλά και ιδιωτική, ακολουθεί την προφορά, τη γραμματική και το λεξιλόγιο της πρότυπης ποικιλίας σε μεγάλο μέρος του ενημερωτικού της προγράμματος, ιδιαίτερα όταν ο λόγος (γραπτός αναγιγνωσκόμενος ή προφορικός εκφερόμενος) είναι προσχεδιασμένος, αλλά και στις περισσότερες εκπομπές ψυχαγωγικού περιεχομένου, όπου συνυπάρχουν η προφορικότητα και το συνομιλιακό ύφος με την πρότυπη γλώσσα. Μπορούμε, λοιπόν, να μιλάμε σε ενικό αριθμό για τη νέα ελληνική της τηλεόρασης.
Ο διδάσκων γλωσσολογία στο Τμήμα ΕΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, Σπύρος Μοσχονάς αναφέρεται σε διεθνείς έρευνες σχετικά με την επίδραση της τηλεόρασης στη γλώσσα: «Υπάρχουν ωστόσο νεότερες έρευνες -του Anthony Naro και της Maria Scherre για τα πορτογαλικά της Βραζιλίας, της Ana Maria Calvalho για τα πορτογαλικά της Ουρουγουάης, του Rudolph Muhr για τα γερμανικά της Αυστρίας, της Jane Stuart-Smith για τα αγγλικά της Γλασκώβης («Glaswegian»)- που δείχνουν μακροπρόθεσμη επίδραση των ΜΜΕ και μάλιστα «προς τα πάνω», προς κάποια πρότυπη γλώσσα, γλώσσα κύρους, μητροπολιτική, με ισχυρή γραφόλεκτο, μεγάλη γραμματειακή παράδοση, αλλά και ισχυρά μίντια (κατά περίπτωση: τα πορτογαλικά της Πορτογαλίας, τα γερμανικά της Γερμανίας, τα «αγγλικά του BBC»)».
Για την ελληνική πραγματικότητα μας δίνει μια εικόνα η κυρία Βασιλική Παππά, σύμβουλος σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού, η οποία τονίζει ότι «αξίζει να αναφερθεί και η έρευνα για τη σχέση τηλεόρασης και γλωσσικής ανάπτυξης των παιδιών προσχολικής ηλικίας, καθώς και η συνάφεια της γλωσσικής τους ανάπτυξης με το μορφωτικό επίπεδο των μητέρων τους, που πραγματοποίησε η Ε. Κουτσουβάνου, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Αυτό που προέκυψε από την έρευνα ήταν ο συσχετισμός μεταξύ του μορφωτικού επιπέδου της μητέρας και της επίδρασης που αυτή ασκεί στην επιλογή των τηλεοπτικών προγραμμάτων που παρακολουθούν τα παιδιά. Τα οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια μιας εκπομπής έχουν μια και μόνο κατεύθυνση.
Στις ερωτήσεις που ενδεχομένως προβάλλονται, το παιδί δεν έχει την ευκαιρία να εκφραστεί, να ασκήσει τις λεκτικές του δυνατότητες και να πλουτίσει τις λεκτικές του σκέψεις. Κατά τον τρόπο αυτό ο γλωσσικός του πλούτος περιορίζεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα μπορούσε να αποκληθεί γλωσσική πενία. Η πενία της λεκτικής παρουσίασης οδηγεί στη διανοητική έκπτωση και αυτή με τη σειρά της στον ανεπαρκή εμπλουτισμό των κέντρων του λόγου».
Σύμφωνα με τη συγγραφέα Ρηνιώ Παπατσαρούχα Μίσσιου, «το παρελθόν, πριν είκοσι, εικοσιπέντε χρόνια, ακόμη, το γλωσσικό όργανο του έλληνα διαμορφωνόταν από ποικιλία παραγόντων από το σχολείο, τα διαβάσματα, τη γλώσσα της δουλειάς, το ιδίωμα της περιοχής. Οι άνθρωποι συζητούσαν και η προσπάθεια να εκφραστούν ήταν μια άσκηση λογική και γλωσσική.
Σήμερα, με την εξαφάνιση της μικρής κοινότητας εξαφανίζεται και ο προσωπικός λόγος. Ακόμη και στο καφενείο -όπου σώζεται αυτό το νεοελληνικό υποκατάστατο της Αγοράς των αρχαίων- ακόμη κι εκεί δε συζητούν πια, ακούν και βλέπουν Τιβί. Ο προσωπικός λόγος υποχωρεί, εξαφανίζεται και αρχίζουν όλοι να μιλούν σαν τον «ηλεκτρονικό καθοδηγητή τους».
Όλα αυτά θα πρέπει να μας βάλουν σε σκέψεις. Κι αυτό διότι που θα καταλήξουμε ως λαός και ως πολιτισμός αν αλλοτριωθεί η γλώσσα μας; «Πολιτισμοί χωρίς γλώσσα δεν πλάθονται, αλλά και γλώσσα χωρίς ισχυρό πολιτισμό δε μπορεί να σταθεί», έλεγε ο σοφός του καιρού μας, Ευάγγελος Παπανούτσος. Ας αναλογιστούμε πού θέλουμε να καταλήξουμε ως λαός, κι ας κάνουμε προσπάθειες να ενισχύσουμε τη γλώσσα μας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ