Ο Κώστας Γιαννέλος, φιλόλογος και συγγραφέας για τα 1000 φύλλα της εφημερίδας μας
Αν και – για εύλογη αιτία – κάπως ετεροχρονισμένα προλαβαίνω ελπίζω πριν κλείσει την αυλαία του το γενέθλιο γιορτάσι του «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ» να του πω προσφέροντάς του αυτή εδώ την ταπεινή μου, ας πούμε, «ανεμώνα» τα ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, αλλά και το ευχαριστώ μου. Του το οφείλω.
Το οφείλω στους εξαίρετους ανθρώπους του που τον γέννησαν, τον καταξίωσαν και τον ανέδειξαν ως μια εφημερίδα απόλυτα συγκρίσιμη με τις πιο, κατά κοινήν ομολογίαν, έγκυρες εφημερίδες του Αθηναϊκού τύπου. Προπαντός όμως την καθιέρωσαν στη συνείδησή μας ως μια εφημερίδα βαθύτατα δημοκρατική, όχι με τα δικά μας «ρούχα» που ντύνουμε τον όρο , αλλά μ’ εκείνα που τον ντύνει ο ίδιος ο ορισμός της δημοκρατίας. Αυτός βέβαια ο χαρακτηρισμός δεν πηγαίνει στο χαρτί. Πηγαίνει κατευθείαν στους ανθρώπους της, αυτούς που για να μας δώσουν τα χίλια φύλλα της ανάλωσαν χιλιάδες ημέρες και νύχτες και αναλώθηκαν οι ίδιοι πετυχαίνοντας όχι μόνο την έγκυρη και αντικειμενική ενημέρωση αλλά και να καταστήσουν την εφημερίδα τους πνευματικό και πολιτιστικό «χορηγό» της Άρτας.
Γιατί της δίνει τόσα πολλά: Ενημερώνει, μορφώνει, ψυχαγωγεί, καθοδηγεί, κριτικάρει διακριτικά, ελέγχει όταν και όπως πρέπει, δίνει βήμα σε καταξιωμένους στο χώρο της επιστήμης, της λογοτεχνίας, της τέχνης και της πολιτικής, αναδεικνύει τοπικά προβλήματα, προτείνει λύσεις, και με εύστοχες παρεμβάσεις παράγει πολιτισμό. Σέβεται τους αναγνώστες της γι’ αυτό και τη σεβόμαστε. Πολυτιμότερα όμως κι απ’ αυτά είναι όσα ΔΕΝ κάνει αυτή η εφημερίδα: Δεν προσβάλλει, δεν υβρίζει, δεν χυδαιολογεί, δεν προβοκάρει, δεν μεροληπτεί, δεν παραποιεί, δεν δηλητηριάζει συνειδήσεις, δεν προπαγανδίζει, δεν εκβιάζει, δεν συκοφαντεί. Δεν ευτελίζει ούτε η ίδια ευτελίζεται. Η εφημερίδα αυτή «ουδέποτε εκπίπτει».
Μα ακόμη πιο πάνω κι απ’ αυτά είναι πως, για τους κάποιας ηλικίας αναγνώστες της – όπως ο γράφων- γίνεται η πιο καλή παρέα τους. Δεν τη βαριέσαι ποτέ.
Θυμάμαι κάποτε με τράβηξε ο πηχυαίος τίτλος πρωτοσέλιδου Αθηναϊκής εφημερίδας και είπα ας την αγοράσω. Πόσο λέτε κράτησε η ανάγνωση; Ένα λεπτό… Όσο δηλαδή ήταν αρκετό για να την ξεφυλλίσω. Την περιδιάβασα, δεν τη διάβασα, διότι ήταν «κενή» περιεχομένου. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο να γίνει με την εφημερίδα μας. Αυτή τη διαβάζεις με τις ώρες και ενίοτε την ξαναδιαβάζεις.
Κι επειδή στη μικρή μας πόλη λίγο πολύ όλοι είμαστε γνωστοί, όταν τη διαβάζω, τους ανθρώπους της τους έχω μπροστά μου. Πίσω από τις γραμμές βλέπω τις μορφές τους, τις γκριμάτσες τους, ακούω τη φωνή τους, κουβεντιάζω μαζί τους, συμφωνούμε στα περισσότερα, πού και πού διαφωνούμε αλλά έχει και αυτό τη χάρη του. Αλήθεια, πόσους καφέδες μ’ έχει κεράσει… αυτή η εφημερίδα κάνοντάς με παρέα και πόσο μου κοστίζει αυτή η παρέα της; Ούτε έναν καφέ την εβδομάδα… Το φαντάζεσαι; Γι’ αυτό και για να μη νιώθω αγνώμων, της λέω ένα μεγάλο ευχαριστώ και να συνεχίσει, όχι να μου κλέβει το χρόνο μου (στους νεότερους τον κλέβει και μάλιστα επωφελώς και ευχάριστα) αλλά να μου τον γεμίζει.
Ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» μόλις ενηλικιώθηκε. Ημερολογιακά όμως μόνο, γιατί από γεννησιμιού του ήταν ώριμος και μεστός. Γι’ αυτόν δεν υπήρξε περίοδος παιδικής ανωριμότητας. Έφηβος ναι, ως προς το σφρίγος και τον δυναμισμό του, κι απ’ αυτή την άποψη του εύχομαι να μείνει αιώνιος έφηβος και να συνεχίσει να κάνει αυτό που ξέρει να το κάνει καλά: Ν’ ανοίγει δρόμους στην ενημέρωση και στον πολιτισμό. Στο διηνεκές. ΑΥΤΟΣ Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΠΟΥ ΔΕ ΘΑΘΕΛΑ ΝΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΘΕΙ ΠΟΤΕ.