Αντιδραστικές προσαρμογές μέσω του νέου εκλογικού νόμου
Σε διαδικασία διαβούλευσης βρίσκεται ο νέος εκλογικός νόμος της κυβέρνησης για τις εκλογές στην Τοπική Διοίκηση που θα ισχύσει για το 2023.

Οι ρυθμίσεις του είναι ενταγμένες στην κοινή στρατηγική επιλογή των αστικών κομμάτων να ευθυγραμμίζουν τη λειτουργία και τη χρηματοδότηση της Τοπικής Διοίκησης με αφετηρία τις ανάγκες και προτεραιότητες των επιχειρηματικών ομίλων, μακριά και ενάντια στις λαϊκές ανάγκες και αγωνίες που διαιωνίζονται και παραμένουν ακάλυπτες.
Τα ζητήματα «κυβερνησιμότητας» στην Τοπική Διοίκηση, που επικαλείται η κυβέρνηση και άλλες δυνάμεις, είναι στην πραγματικότητα το πρόσχημα, προκειμένου να επαναφέρει ένα προκλητικό εκλογικό σύστημα, που καθιστά την πρώτη δύναμη παντοδύναμη – με ένα ποσοστό 43%. Και είναι χαρακτηριστικό ότι με τέτοιο ποσοστό θα μπορεί να εκλέγεται δήμαρχος και περιφερειάρχης, τη στιγμή που για το εργατικό σωματείο είναι απαγορευτικό να κηρύξει απεργία με ένα τέτοιο ποσοστό.
Η πρόταση νόμου της κυβέρνησης κινείται στους εξής άξονες:
— Εκλογή δημάρχου – περιφερειάρχη με ποσοστό 43%+1. Δεύτερος γύρος υπάρχει, αν και εφόσον δεν πιαστεί το συγκεκριμένο ποσοστό.
— Τα 3/5 των συμβούλων παίρνει ο επιτυχών συνδυασμός και κατανέμονται οι υπόλοιπες έδρες στην αντιπολίτευση.
— Για να μπει ένας συνδυασμός στην κατανομή των εδρών πρέπει να πιάσει το όριο του 3%.
— Μειώνει τις έδρες σε Δημοτικά και Περιφερειακά Συμβούλια. Η μείωση αυτή θα αποκλείσει δυνάμεις, ακόμη και αν υπερβούν το όριο του 3%, ειδικά για τους μικρούς και μεσαίους πληθυσμιακά δήμους.
— Επαναφέρει το ενιαίο ψηφοδέλτιο δήμων και κοινοτήτων. Καταργεί, δηλαδή, την ξεχωριστή κάλπη για κοινότητες – διαμερίσματα στους μεγάλους δήμους. Σε αυτήν την κατεύθυνση έρχεται να αποκλείσει τους συνδυασμούς που δεν θα καταφέρουν να «κατεβάσουν» ψηφοδέλτια στο 80% των κοινοτήτων.
Η κινητικότητα για τις δημοτικές κοινότητες
Ήδη έχει εμφανιστεί μια μεγάλη κινητικότητα αντίδρασης στο επίπεδο των δημοτικών κοινοτήτων, ζητώντας να μην καταργηθεί «η αυτονομία τους» από τα ψηφοδέλτια των δήμων, να μη μειωθεί ο αριθμός των συμβούλων, να μην καταργηθούν οι κοινότητες στην έδρα των δήμων κ.λπ. Αιτήματα που απορρίπτει η κυβέρνηση μαζί με την ηγεσία της ΚΕΔΕ.
Σε τέτοιες κινήσεις, άσχετα από τα πρόσωπα που τις εκκινούν, ανιχνεύουμε μια αδιαμόρφωτη εναντίωση στις αντιλαϊκές πολιτικές που χρόνια τώρα διοχετεύονται και υλοποιούνται μέσω των δήμων. Που ναι μεν έχουν αφήσει το αντιλαϊκό τους αποτύπωμα στα χωριά και υπηρετούνται από τη συντριπτική πλειοψηφία των αιρετών – δημάρχους, περιφερειάρχες – αλλά που ακόμα στη συνείδηση πλατύτερων λαϊκών εργατικών στρωμάτων δύσκολα ταυτίζονται με το ότι είναι στελέχη των αστικών κομμάτων, που ενιαία και συντεταγμένα ασκούν την αντιλαϊκή πολιτική και στο επίπεδο της Τοπικής Διοίκησης. Η εγγύτητα δε των κοινοτήτων με έναν λαϊκό κόσμο και η αυτοτέλειά τους από το ψηφοδέλτιο του υποψηφίου δημάρχου – με αναφορά στα αστικά κόμματα – αφήνει περιθώριο να εμπλέκονται πιο ζωντανά με λαϊκές αντιδράσεις που ήδη εμφανίζονται για σειρά από επιχειρηματικά σχέδια που λαμβάνουν χώρα σε διάφορες περιοχές της χώρας π.χ. ΑΠΕ – ανεμογεννήτριες, εναντίωση στην επιχειρηματική δράση της δημόσιας γης, του περιβάλλοντος, ορεινοί όγκοι, παραλίες κ.λπ., τους επιχειρηματικούς σχεδιασμούς γύρω από τη διαχείριση των απορριμμάτων, πλευρά που φαίνεται ότι τους δυσκολεύει και παίρνουν τα μέτρα τους.
Το εκλογικό σύστημα της ΝΔ με το αυταρχικό και αντιλαϊκό του πλαίσιο που το χαρακτηρίζει έρχεται να κλείσει κάθε πιθανή ρωγμή αμφισβήτησης αυτής της πολιτικής, δημιουργώντας προς τα κάτω ένα αυστηρά συγκεντρωτικό αστικό δίπολο, που εκφράζεται και στο θέμα με τις κοινότητες που τις αξιοποιεί στο εκλογικό σύστημα ως αποχή των αστικών κομμάτων.
Αυξάνει κατά πολύ το ύψος των παραβόλων για τους υποψήφιους δημάρχους (100%) και για υποψήφιους περιφερειάρχες (150%) και κατά 60% για δημοτικούς, κοινοτικούς, περιφερειακούς συμβούλους.
Το νέο εκλογικό σύστημα της κυβέρνησης της ΝΔ έρχεται να προσθέσει σειρά από άθλιους περιορισμούς και αποκλεισμούς και να ενισχύσει το αστικό δίπολο και σε επίπεδο Τοπικής Διοίκησης. Τον ίδιο στόχο, με διαφορετικό τρόπο, εξυπηρετούσε και το εκλογικό σύστημα που είχε φέρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που διατηρούσε τον εκβιαστικό χαρακτήρα του β’ γύρου και προωθούσε την ενσωμάτωση στην αστική στρατηγική, γύρω από το πρόσωπο του δημάρχου / περιφερειάρχη.
Αντιδραστικό πλαίσιο
Η κυβέρνηση της ΝΔ παίρνει τώρα σειρά στην εναλλαγή των εκλογικών συστημάτων, όπως μας έχουν συνηθίσει τα κυβερνητικά κόμματα και που καμιά σχέση δεν έχουν με την πιστή αποτύπωση της λαϊκής ψήφου.
Αυτό που υπερασπίζεται η κυβέρνηση, με το εκλογικό σύστημα που σήμερα καταθέτει, καθώς και οι νέες αντιδραστικές προσαρμογές που προετοιμάζεται να φέρει στην Τοπική Διοίκηση, είναι η επιδίωξη το κράτος και οι τοπικοί θεσμοί του να εξυπηρετήσουν πιο αποτελεσματικά και ενιαία τις γρήγορες μεταβολές των αναγκών και προτεραιοτήτων των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Όλες οι αστικές κυβερνήσεις έχουν διαμορφώσει ένα ασφυκτικό, αντιδραστικό θεσμικό πλαίσιο, όλα τα προηγούμενα χρόνια στην Τοπική Διοίκηση, μετατρέποντας δήμους και Περιφέρειες σε μοχλό επέλασης της αντιλαϊκής επίθεσης, με αιχμή την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, τη διεύρυνση της ανταπόδοσης, την εμπορευματοποίηση και συρρίκνωση βασικών κοινωνικών δομών, τη φοροεπιδρομή κ.λπ.
Το ΚΚΕ, με αρχή την ισοτιμία της ψήφου, όσο αυτό είναι εφικτό στις συνθήκες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, υπερασπίζεται σταθερά και χωρίς «ναι μεν, αλλά», το σύστημα της απλής ανόθευτης αναλογικής και στην εκλογή των τοπικών οργάνων. Αυτό το κάνει χωρίς καμιά αυταπάτη για τον ρόλο της Τοπικής Διοίκησης ως περιφερειακού κρατικού θεσμού, που ευθυγραμμίζεται με την αντιλαϊκή πολιτική του κεντρικού κράτους.
Από αυτήν την άποψη, εναντιώνεται καθαρά στο όριο του 3%, όσον αφορά την εκπροσώπηση των πολιτικών δυνάμεων, αλλά και στον εκβιαστικό β’ γύρο, που εκτός του στόχου της ενσωμάτωσης έρχεται να ενισχύει τον προσωποκεντρικό χαρακτήρα στη λειτουργία αυτών των θεσμών, αναπαράγοντας και με αυτόν τον τρόπο φαινόμενα σήψης, παραγοντισμού, που γενικεύονται και σε αυτό το επίπεδο.
Συσκότιση του πραγματικού χαρακτήρα της Τοπικής Διοίκησης
Το νομοσχέδιο φέρνει στην επικαιρότητα την ανάγκη να αρθεί επιτέλους ένα αντιδραστικό θεσμικό πλαίσιο που απαγορεύει σήμερα στα κόμματα να προβάλλουν ευθέως υποψηφιότητες στα όργανα όλων των βαθμίδων της Τοπικής Διοίκησης. Ένα βαθιά υποκριτικό, δομημένο σκηνικό, που τροφοδοτεί την ψευδεπίγραφη εικόνα των δήθεν αυτοδιοικητικών και «υπερκομματικών υποψηφιοτήτων». Ένα «περιβάλλον» που παραπλανά και τελικά εκμηδενίζει την ευθύνη και τη λογοδοσία των πολιτικών κομμάτων ως προς τις υποψηφιότητες και τα πεπραγμένα των αιρετών, που έτσι και αλλιώς υποστηρίζουν.
Αξίζει να σημειώσουμε πάντως ότι στις διατυπώσεις του νομοσχεδίου, όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι τώρα, όντως, έχει αφαιρεθεί η πρόβλεψη του «Καλλικράτη» για «απαγόρευση χρήσης ονόματος ή εμβλήματος πολιτικής οργάνωσης». Και σε αυτήν τη φάση, εκδηλώνονται κάποιες αντιδράσεις από κάποιους λεγόμενους «αυτοδιοικητικούς», οι οποίοι με λάβαρο τον θεσμό της δήθεν Αυτοδιοίκησης, αποκρύπτουν τον χαρακτήρα της Τοπικής Διοίκησης ως κρατικού θεσμού που υλοποιεί συντεταγμένα τις αντιλαϊκές πολιτικές του κεντρικού κράτους και των κυβερνήσεων. Και που ειδικά στις σημερινές συνθήκες, μέσα από τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις που έχουν περάσει όλα αυτά τα χρόνια, είναι οι ίδιοι που τις υπερασπίζονται φανατικά και συντεταγμένα, αποκρύπτοντας ότι όλα τα αστικά κόμματα συναντώνται σε αυτό το αντιλαϊκό μέτωπο που υλοποιείται μέσω της Τοπικής Διοίκησης.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ