Κάποτε στην ταβέρνα. Μα πώς έγιναν όλα «κάποτε»; Σε αναστολή διαρκείας η ζωή μας, σαν σε εφιαλτικό όνειρο. Ένα αόρατος ασπόνδυλος ιός πόσο μας πλήγωσε!

Λίγος και πολύτιμος ο χρόνος που μας αναλογεί σε τούτο τον κόσμο και δεν είναι να μας τον κλέβουν. Πόσο μας λείπουν οι μουσικές, οι χοροί, οι παρέες, η επικοινωνία, το γέλιο, το σκίρτημα, τα μεθυσμένα λόγια! Το μαγαζί έμεινε με τους τοίχους γεμάτους αναμνήσεις και τον ταβερνιάρη μοναδικό θαμώνα. Στέφανε, κάνε μια κράτηση για το μέλλον…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ