Η απόφαση της κυβέρνησης να επιτρέψει τη διά ζώσης διδασκαλία για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, υπό τις συνθήκες που ελήφθη και με τον τρόπο που πρόκειται να εφαρμοστεί δημιουργεί εύλογο προβληματισμό σε όποιον ενδιαφέρεται για την πορεία της εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Παρόλο, μάλιστα, που τα αυστηρά μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας και απαγόρευσης των εμπορικών δραστηριοτήτων που εφαρμόστηκαν εκ νέου μετά τις γιορτές, είχαν ως διακηρυγμένη αφορμή την επιστροφή των μαθητών στις αίθουσες, αυτό δε φαίνεται να προκύπτει ως σαφής πρόθεση των υπευθύνων, από τους οποίους, ειρήσθω εν παρόδω, ακούγονται κατά καιρούς αντικρουόμενες απόψεις.
Για παράδειγμα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δηλώνει ότι στόχος είναι να επιστρέψουν όλοι οι μαθητές όλων των βαθμίδων στα σχολεία, μέλη της επιτροπής λοιμωξιολόγων (άρα οι κατ’ εξοχήν ειδικοί) υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να επιτραπεί καθόλου η διά ζώσης διδασκαλία και τελικά επιστρέφουν στις αίθουσες τα παιδιά του δημοτικού και του νηπιαγωγείου, ενώ συνεχίζεται η τηλεκπαίδευση για τους μαθητές του γυμνασίου και του λυκείου.
Δεν είναι παράξενο αυτό που συμβαίνει, δεδομένου ότι, από το 1977 και μετά, σχεδόν καμία κυβέρνηση δεν είχε ολοκληρωμένο σχέδιο για το πώς θέλει να διαμορφώσει την εκπαιδευτική διαδικασία.
Κι αν αυτό ήταν περίπου λογικό στις δεκαετίες του 70 και του 80, όταν το σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων ήταν σχετικά καινούριο και η χώρα μπορούσε να απορροφήσει τους πτυχιούχους που παρήγαγαν τα πανεπιστήμιά της, δεν είναι καθόλου λογικό στις δεκαετίες του 2010 και 2020, τώρα δηλαδή που οι συνθήκες έχουν αλλάξει και οι ανάγκες τόσο της χώρας, όσο και των μαθητών, έχουν διαφοροποιηθεί.
Τα παιδιά μας καλούνται να περάσουν την εκπαιδευτική διαδικασία σε χώρους που (σε πολλές περιπτώσεις) έχουν χτιστεί στα μέσα του περασμένου αιώνα, με υλικοτεχνική υποδομή που θυμίζει τα μαθητικά χρόνια τα δικά μου, στις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Παιδιά που έχουν συνηθίσει να ζουν σε σπίτια με ικανοποιητικές συνθήκες θέρμανσης το Χειμώνα και κλιματισμού το Καλοκαίρι, καλούνται να περάσουν 6-7 ώρες καθημερινά σε κτήρια που θερμαίνονται ανεπαρκώς και που δεν κλιματίζονται καθόλου.
Ειδικά, μάλιστα, με τις τελευταίες οδηγίες για την προστασία από τον κορωνοϊό, τα παιδιά του δημοτικού και του νηπιαγωγείου θα βρίσκονται σε αίθουσες όπου τα παράθυρα θα είναι διάπλατα ανοιχτά σε τακτά διαστήματα για εξαερισμό της αίθουσας! Την ίδια ευαισθησία δεν την επιδεικνύει η πολιτεία και στα καταστήματα των τραπεζών, όπου οι πελάτες αναγκάζονται να ξεπαγιάζουν σε ουρές έξω από τα καταστήματα για να αποφευχθεί ο συνωστισμός ο οποίος καθόλου δε φαίνεται να ενοχλεί στις σχολικές αίθουσες!
Θα αντιτάξει κανείς ότι οι μικρότερες ηλικίες έχουν μεγαλύτερη ανάγκη το δάσκαλο και πως η διδασκαλία κυρίως στις μικρότερες τάξεις του δημοτικού και στο νηπιαγωγείο δεν αφορά μόνο την «ύλη», δηλαδή το γνωστικό αντικείμενο κάθε μαθήματος, αλλά πρωτίστως τη διαμόρφωση κατάλληλης συμπεριφοράς και την προώθηση της κοινωνικοποίησης των παιδιών, κάτι που δε μπορεί να επιτευχθεί από την εξ αποστάσεως ηλεκτρονική μορφή διδασκαλίας. Δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει με την άποψη αυτή, το αντίθετο μάλιστα, αλλά θα πρέπει να τονίσουμε ότι το ίδιο συμβαίνει και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση η οποία κακώς έχει ταυτιστεί μόνο με την προετοιμασία για τις πανελλαδικές εξετάσεις και την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια.
Αν η Πολιτεία ήθελε, θα μπορούσε να έχει διαμορφώσει ήδη από το καλοκαίρι τις συνθήκες εκείνες που θα επέτρεπαν τη δια ζώσης διδασκαλία σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης περιορίζοντας όσο το δυνατόν περισσότερο τον κίνδυνο διασποράς του ιού (10-12 μαθητές ανά τμήμα, πρόσληψη προσωπικού, δωρεάν τακτικά τεστ για όλους τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές, εξασφάλιση εμβολίων για την εκπαιδευτική κοινότητα κ.λπ). Τα γρήγορα τεστ στους δασκάλους σε ορισμένους δήμους δεν αποτελούν από μόνα τους λύση, αν δεν συνοδεύονται από πρόβλεψη για συνέχισή τους όσο καιρό θα λειτουργούν οι σχολικές μονάδες με ανεμβολίαστο τον γενικό πληθυσμό.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε μια κατάσταση «μεσοβέζικη», με μια βαθμίδα να λειτουργεί διά ζώσης και μια να μη λειτουργεί, υπό συνθήκες στις οποίες κανονικά δεν θα έπρεπε να βρίσκεται κανένα κτήριο δημόσιας υπηρεσίας σε ευρωπαϊκή χώρα.
Το πιο άσχημο στην υπόθεση είναι ότι χάθηκε ίσως μια καλή ευκαιρία, με αφορμή την πανδημία και τα προβλήματα που αυτή επιφέρει, να διαμορφωθούν οι συνθήκες μιας ουσιαστικής αλλαγής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων, αναμόρφωση του ωρολογίου προγράμματος των γυμνασίων και λυκείων και άνοιγμα ενός ουσιαστικού διαλόγου για το μέλλον και τις προοπτικές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Αντίθετα από τα όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη, εμείς παραμένουμε προσηλωμένοι στην «ύλη», στα διαγωνίσματα (άλλη ιστορία αυτή με τις παλινωδίες σε σχέση με τα ηλεκτρονικά τεστ) και στην απομνημόνευση, ενώ στέλνουμε τα παιδιά μας να αποφασίσουν για το μέλλον τους χωρίς ουσιαστικό επαγγελματικό προσανατολισμό σε μια εξεταστική διαδικασία που δεν αναγνωρίζει καν τη συνολική προσπάθεια τόσων ετών, αλλά ανταμείβει την απόδοση σε μια και μόνη εξέταση. Πώς να πάει μπροστά, επομένως, ο ταλαίπωρος τούτος τόπος;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ