Το φευγιό σου αδερφικέ μου φίλε με ταρακούνησε συναισθηματικά και συνάμα πλημμύρισε τη σκέψη μου από ατέλειωτες μνήμες, εικόνες και συναντήσεις στην αλησμόνητη γειτονιά μας, στην Άρτα μας, στα Τζουμέρκα μας και στην Αθήνα.

Οι αγράμματες Μανάδες μας, η Μαριγώ και η Λόπη, ήταν Μανάδες και στις δυό μας οικογένειες. Μαζί μ’ όλες τις άλλες μανάδες της αγαπημένης ιστορικής γειτονιάς μας, ήταν “θείτσες” για όλα τα παιδιά της. Εκεί όπου στα πέτρινα άλογα καβαλάγαμε εμείς τα παιδιά και οι αντιφασίστες αντάρτες πολεμούσαν στα βουνά. Στη “γιάφκα” της Ρίγγενας, εσύ και ο Ράκιας, παραφυλάγατε έξω στο δρόμο όταν μέσα στο σπίτι γινόντουσαν μυστικές συγκεντρώσεις ανταρτών και αντιφασιστών Ιταλών.

Οι πόρτες μας, αντικριστές και απείχαν μόλις τέσσερα μέτρα, ήταν πάντα ξεκλείδωτες και ο καθένας μας έμπαινε όποτε ήθελε στου αλλουνού το σπίτι.

Το τραγούδι ήταν από μικρά παιδιά η μεγάλη μας ποιοτική αδυναμία κι εσύ μαζί με τον αδερφό σου τον Πάνο μάθατε να παίζετε κιθάρα ώστε μαζί με άλλους να τραγουδάμε στις παρέες, στις καντάδες, στις ταβέρνες και στα σπίτια μας.

Θυμάμαι μωρέ Κώστα εκεί κοντά στο 1948 μια μοναδική σκηνή που ζωγράφιζε τις άξιες ομορφιές που κουβαλάγαμε και κουβαλάμε μέσα μας τόσο εμείς τα φτωχόπαιδα όσο και οι αγράμματες Μανάδες μας. Ήταν ένα ανοιξιάτικο απόγιομα που εσύ με την κιθάρα σου και τους συνομήλικους γείτονες -τον αξέχαστο Πάνο Λακιώτη, τον αλησμόνητο Στράτο Σαρλή με το ακορντεόν, τον αγαπημένο Θόδωρο Λακιώτη με τη φυσαρμόνικα και κάποιον νοικάρη του Λακιώτη από τη Φιλιππιάδα με το βιολί- ήρθατε όλοι έξω από το σπίτι σου και τραγουδήσατε με τα μουσικά σας όργανα δυο-τρία τραγούδια για τη Μάνα σου τη Μαριγώ. Εγώ μικρότερος σας βγήκα στην πόρτα του σπιτιού μου και σας άκουγα. Η αγράμματη Μαριγώ, λειτουργώντας μέσα της το αλάθητο ορμέφυτο που δεν έχει ανάγκη από γράμματα, γραφτά και φορεσιές, ένιωσε βαθιά πως τα τραγούδια που της είπατε αδερφέ μου Κώστα, ήταν καλά με τιμητικά λόγια για κείνη και γι’ αυτό έσπευσε ολόχαρη, χαμογελαστή και σας έβγαλε και σας κέρασε νοικοκυρίσιο γλυκό νερατζάκι, απ’ αυτό που έφτιαχναν όλες οι Μανάδες της Άρτας μας. Αυτή η σκηνή μιλάει από μόνη της για τ’ αφκιασίδωτα καλούδια που κουβαλούσαν μέσα τους οι Μανάδες μας.

Θυμάμαι ακόμη όταν το 1958 ήρθαμε με τον Αχιλλέα Παπακώστα για εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο κι εσύ που υπηρετούσες την στρατιωτική σου θητεία στην Αθήνα και είχες νοικιασμένο ένα δωμάτιο για τις εξόδους σου, μας φιλοξένησες δίχως κανένα αντάλλαγμα και επιπλέον μάς έφερνες απ’ τη Μονάδα σου και αναγκαίες κουραμάνες…

Αυτός ήσουνα Κώστα Παπαθεοδώρου.

Θυμάμαι. Θυμάμαι επίσης τη 10ετία του 1960 τον ξενιτεμό σου στη Γερμανία, ένα από τα σκλαβοπάζαρα της Ευρώπης, όπου πήγαιναν νέοι Έλληνες που δεν εύρισκαν δουλειές στην πατρίδα μας. Βιώματα που -δυστυχώς- ίδια ακριβώς έχουν σήμερα οι αμέτρητοι νέοι μας και σ’ άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.

Όμως, σαν από τη φύση σου ασταμάτητος δουλευτής, τα κατάφερες και γύρισες. Έκανες οικογένεια. Με την Πόπη σου κάνατε τέσσερις αγαπημένες θυγατέρες και αδερφάδες, τη Μαρία, τη Χριστίνα, την Άντζελα και την Κάτια, που σε ξεπροβοδίζουν σήμερα, κλαίγοντας με συγγενείς και φίλους για το αγύριστο ταξίδι σου.

Από πολλά χρόνια πριν άρχισαν να φεύγουν δικοί μας άνθρωποι και μάθαμε έτσι να χρησιμοποιούμε τις μνήμες σαν τη μόνη αληθινή αθανασία του ανθρώπου. Η Ντίνα μου πρώτα, και ύστερα ο Μάχος, ο Ράκιας, ο Πάνος, ο Σπύρος, ο Ηλίας, η Χρύσα, η εξαδέρφη μου Κασσιανή Ζαρκαλή-Καραδήμα και τώρα εσύ Κώστα. Μ’ αφήκατε μονάχο χωρίς να μπορώ πια με όποιον από εσάς να ανακαλούμε μαζί αλησμόνητες θύμησες, που ζωγραφίζουν, νοσταλγούν και νοερά ζωντανεύουν τα πολυαγαπημένα μας πρόσωπα που έχουν φύγει.

Όμως, όπως είπα και στον αποχαιρετισμό της Κασσιανής μας, τους αγαπημένους μας νεκρούς δε τους βάζουμε μέσα εκεί στο χώμα με τους φόβους, τις δοξασίες και τα επέκεινα, αλλά τους ακουμπάμε με βαθιά συνειδητότητα ψηλά στα περβόλια, τα λιβάδια και τους μοσχομύριστους κήπους. Τους γεμάτους με πρόσφορα του κρανιόκαστρου. Εκεί, δηλαδή, που διαφεντεύουν οι άσβηστες μνήμες, τα ανείπωτα όνειρα και το πανανθρώπινο το μέγα αμοιβαίο σ΄ αγαπώ, με το οποίο πορευτήκαμε και για το οποίο είμαστε εύλογα περήφανοι.

Ώρα σου καλή αγαπημένε μας Κώστα Παπαθεοδώρου

ΥΓ: Ο “Τ” μεταφέρει τα θερμα΄του συλλυπητήρια στην σύζυγο, τις κόρες, τα εγγόνια, τους φίλους και συγγενείς του Κώστα Παπαθεοδώρου για τον ξαφνικό χαμό του αγαπημένου τους. Να ζήσουν και να τον θυμούνται πάντα με την αγάπη που του χάρισαν έως την τελευταία στιγμή.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ