Hταν το μακρινό 1984, όταν ο δαιμόνιος και αντισυμβατικός «Τροβάς» έστησε κάτω από το ρολόι της πόλης μας ένα προνομιακό στέκι με καλή αισθητική και πολλή φαντασία. Το βάπτισε «Τσάρλυ».
Έγινε το αγαπημένο της εποχής, κάτι σαν ίωση. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά και φιλοξενούσε την ολομέλεια των αισθήσεων. Είχε ένα ανεκτικό στριμωξίδι, γιατί έπρεπε να χωρέσουν όλοι. Ένας χώρος μικρός, γλυκός σαν πειρασμός, ζωντανός, παυσίπονος. Ένα κουκλίστικο μπαράκι με πολύ συναίσθημα, μέσα στο οποίο ο χρόνος κυλούσε αργά. Ο κερδισμένος χρόνος μιας άλλης ηλικίας. Δε χρειάζονταν συστάσεις και διαφημιστικά. Όλα γινόντουσαν από στόμα σε στόμα.
Γνώρισε μεγάλες δόξες, είχε το δικό του φανατικό κοινό και «έγραψε» για μια δεκαετία με την ίδια διεύθυνση. Οι βραδιές του έμειναν αξέχαστες, όπως και τα εξαίρετα κοκτέιλ. Η μουσική του χαμηλή, προσεγμένη και χωρίς γλωσσικούς περιορισμούς. Ποτέ δε φυλάκιζε κόσμο στο αλκοόλ. Ένα ήπιο γλυκό μεθύσι καμιά φορά κρινόταν απαραίτητο για την… ενηλικίωση. Άσε που με το φτιάξιμο μιλούσες «αλλιώς», γιατί το ποτό είναι πάντα η υγροποιημένη φυγή προς την ευτυχία. Και το ουίσκι στην πρώιμη νιότη δε σκοτώνει τα κύτταρα, τα αναζωογονεί! Περνούσες καλά κι ένιωθες σαν να πετούσες σε ουρανούς. Όλα τα προβλήματα παραμέριζαν.
Μια ειρηνική συνύπαρξη Κυριών, Δεσποινίδων και Κυρίων, χωρίς πορτιέρηδες και ελέγχους κάτω από τον ίσκιο του ρολογιού. Σε παρέλαση και τα βλαστάρια που γύρευαν μια διέξοδο να εκφραστούν και να καταθέσουν τον ερωτισμό τους. Πολλά τα κρυφά φιλιά και πολλά τα φανερά χάδια. Ερωτικά μηνύματα κρεμασμένα στον πάγκο έψαχναν αποδέκτες. Καυτά βλέμματα σε διασταύρωση και χείμαρροι μονόλογων και εξομολογήσεων. Τα κεράσματα πήγαιναν κι έρχονταν. Ξετυλίγονταν εκεί μέσα μοιραίες ιστορίες και πλάθονταν οι απαραίτητοι μύθοι. Έδινε αξία στις ανθρώπινες σχέσεις, μίκρυνε την απόσταση μεταξύ των δυο φύλων και μεγάλωνε τη χαρά τους. Οι τοίχοι έπρεπε να αντέχουν την εσωτερική ανάγκη του ανθρώπινου κορμιού και να προστατεύουν και τις εσωτερικές καταδύσεις σε χαμηλά ποτήρια…
Πέλαγος πολλές φορές οι συνάξεις. Σαν να συνωμοτούσαν κάποιες ημερομηνίες και έμπαινε μαζεμένος όλος ο καλός κόσμος. Το πανάρχαιο ανδρικό άθλημα των… ευσεβών πόθων σε διατεταγμένη υπηρεσία! Μιλάμε για τους… αισθηματίες που στο τέλος κατάφερναν να φλερτάρουν τον εαυτό τους μέσα στην παραζάλη της βότκας…
Και μετά τα μεσάνυχτα, «έσκαγαν μύτη» τα μουσικά ξεφαντώματα. Όλα τα καλλίγραμμα «παιδιά» στην πίστα, όπως και οι ιέρειες του χορού. Πάνω στα μεράκια, περνούσαν όλοι καλά και ερχόντουσαν και πολύ κοντά χωρίς μάσκες… Το πάτωμα ποτιζόταν με καινούργιες αλήθειες, με τα ίδια ψέματα, με αλκοόλ, με όνειρα που έμειναν όνειρα. Ο μόνος ορίζοντας, κάποια μάτια αγαπημένα και κάποιες ξανθές χρυσαφένιες ηλιαχτίδες… Αυτό έφτανε.
Τι άλλο ξεχνάμε; Α! Την πυκνή ομίχλη του καπνού από τα τσιγάρα. Ένας Άραχθος δεν έφτανε να σε ξεπλύνει… Ωστόσο, έφευγες «γεμάτος» και ευχαριστημένος. Εσύ και η παρέα σου.
Σαν ρετρό κινηματογραφική ταινία περνούν οι στιγμές αυτές της ζωής μας, που μένουν αναλλοίωτες και δε θα χαθούν ποτέ. Έμεινε στις καρδιές μας ο «Τσάρλυ». Φωτογράφισε όλα τα σημάδια του χρόνου, τις αγωνίες και τα σκιρτήματα ενός «τότε». Αρνούμαστε να τα διαγράψουμε από τον σκληρό δίσκο της αχνής μνήμης μας, έστω κι αν πέρασαν τα χρόνια κι όλα αυτά μας προσπέρασαν. Το ημίφως που πάντα θα πλέκει τις δικές του ραφές με το νήμα του διάχυτου ή του συγκαλυμμένου ερωτισμού.
Ένα μνημείο πολιτισμού -όπως μας άρεσε να το ονομάζουμε- έκανε τον συμβατικό του κύκλο. Ο μπάρμαν κουράστηκε κι άλλα πρότυπα μαζικής διασκέδασης το έκαναν στην άκρη. Το μπαράκι αυτό εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα με τη στήριξη κάποιων άλλων παιδιών.
ΥΓ: Ένα κέρασμα από της νιότης το χρόνο αυτό το κείμενο μαζί με τις ευχαριστίες μας.