Γράφει η Βίκυ Καινούργιου
Η Μικρή Πατρίδα είναι τυχερή. Αυτή που απλώνεται σε μια γήινη αγκαλιά, είτε με τη «γραμμένη ομορφιά», είτε από την κυνηγημένη Ηγουμένισσα, είτε από τον πυρόλιθο των σπλάχνων της…
Η Γραμμενίτσα είναι τυχερή γιατί κάθε μέρα που την φωτίζει ο ήλιος και κάθε νύχτα που τη νοτίζει ο βοριάς της Γκιλμπερίνας, χτυπά δυνατά γι΄αυτήν μια καρδιά και δυο μάτια παρατηρούν τη ζήση της. Βλέπουν το θρόισμα των ασημένιων φύλλων στους ελαιώνες της, το πετάρισμα του φωτός στο καθαροπελέκι της εκκλησιάς του Άϊ Δημήτρη, το ψιθύρισμα των καντηλιών στο Κοιμητήριο, τα οργωμένα χώματα και τα χρυσά εσπεριδοειδή της.
Τα ίδια μάτια, όμως, βλέπουν και τους ανθρώπους της, στο χτες, στο σήμερα, στο πάντα. Μετρούν τους κόμπους του ιδρώτα που ποτίζουν τη γη της, που σπέρνουν και θερίζουν τους καρπούς της, που διδάσκουν στο μαυροπίνακα των σχολείων της. Βλέπουν εκείνους που λάξευαν την πέτρα και έχτισαν τα σπίτια της. Όσους πήραν από την ίδρυση της κοινότητας τις δύσκολες αποφάσεις με γνώμονα την πρόοδο κι όσους εξακολουθούν να το κάνουν με την ίδια έγνοια. Κι επειδή δεν βλέπουν μόνο με τους οφθαλμούς, δεν ξεχνούν όσους έφυγαν, κι άλλους που ήρθαν κι ανάσαναν σ΄αυτή την χούφτα γης. Γιατί ο τόπος είναι οι ανάσες των ανθρώπων του.
Η Μικρή Πατρίδα του Βασίλη Τάτση είναι τυχερή γιατί τον έχει. Έχει αυτόν που στάθηκε στις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου να ιχνηλατήσει στα απομεινάρια της από την Παλαιολιθική εποχή και να σκονιστεί στα Γενικά Αρχεία του Κράτους χωρίς ν’ αποστάσει… Ακούραστος πάντα να μας πάρει όλους εμάς από το χέρι για μια βόλτα μοναδική. Μια βόλτα πέρασμα απ’ όλους τους σταθμούς της ιστορίας των ανθρώπων της. Να νιώσουμε το σφίξιμο του Οθωμανικού ζυγού από το «γεώμορο» και την επανάσταση του «Γεροστάθη», που του στοίχησε τη ζωή όταν αρνήθηκε να πουλήσει το χωριό του στον Αλή. Και μετά να δούμε το αλέτρι παρατημένο να σκουριάζει όταν δεν πρόλαβε να χαράξει το δρόμο για την επιστροφή της Περσεφόνης, εκείνο το Φθινόπωρο του ’40. Να ακούσουμε το ασίγαστο μοιρολόι του αδελφοκτόνου μαρασμού μέσα από τα βιώματα των συγχωριανών του.
Συνεχίζει να σε κρατά σφιχτά απ’ το χέρι κι ας μην θέλεις πια να φύγεις… Κάπου σκαλώνεις και μάλλον είναι ρίζα…
Σου γνωρίζει τον κόπο, τον μόχθο της επιστροφής στην δημιουργία. Γιατί έχουν κόπο, πολύ κόπο τα καπνά, τα οπωροκηπευτικά. Αυτά που τα ροζιασμένα χέρια και τα μαυρισμένα μάτια από τον πολύ θάνατο, φύτεψαν για να αναστήσουν την κοινότητα. Όμορφος έρχεται ο περίπατος πάνω από τις κεραμοσκεπές που αναδύουν αυθεντικές μυρωδιές και γύρω στις ασβεστωμένες αυλές. Από κει περνάς για να μεθύσεις από τριανταφυλλιές και βασιλικό, πριν σε πάει στο πανηγύρι, στο γαϊτανάκι, στο γάμο, στον Επιτάφιο, στην Ανάσταση… Σε όλα χτες, σε όλα σήμερα.
Οι συγκρίσεις μοιραίες. Κι όχι από ανάγκη εξιδανίκευσης του παρελθόντος. Γιατί δεν σου κρύβει την αλήθεια. Αυτή η βόλτα αν μη τι άλλο είναι χωρίς «σκούρα γυαλιά». Όσο σε καίει ο ήλιος και σε ξεκουφαίνει ο τζίτζικας, άλλο τόσο σε στραβώνει το ανεμοβρόχι και σε χτυπά καταπρόσωπο το χαλάζι των σκληρών στιγμών, των λάθος αποφάσεων, των άσχημων λόγων, συμπεριφορών, έργων ή αντιλήψεων.
Όμως …δεν θέλεις να ξαναφορέσεις τα παπούτσια σου. Θέλεις ξυπόλητη να τρέξεις στο σοκάκι κυνηγώντας τις πεταλούδες το Μεγαλοβδόμαδο και ήδη ακούς τη φωνή της δικιά σου Μάνας, που σε ψάχνει καθώς χτυπά η καμπάνα για την αποκαθήλωση…
Ο Βασίλης σού γνώριζε τη δική του Μικρή Πατρίδα, κι εσύ κάπου εκεί βρήκες τη δική σου. Αυτή που έχεις μέσα σου και που νόμιζες πως είχες πια ξεχάσει. Με τη δική του Μικρή Πατρίδα σού θύμισε την ασημαντότητα και την ταυτόχρονη σημαντικότητα της ύπαρξής σου. Το σύντομο όσο και αιώνιο ταξίδι. Τα λόγια που φέρουν λόγια και άλλων πολλών. Τα έργα, που συνεχίζουν άλλων έργα. Όπως χωρίς αρχή και τέλος είναι ο κύκλος της ζωής στο γαϊτανάκι της Γραμμενίτσας.
Όχι, Βασίλη, δεν τα φορώ ξανά τα παπούτσια μου! Όπως είναι βέβαιο ότι δεν θα τα φορέσουν κι άλλοι όταν γνωρίσουν την Μικρή Πατρίδα σου. Όταν θυμηθούν με οδηγό τα λόγια, τις εικόνες, τις μουσικές, τα πρόσωπα του δικού σου χωριού, εκείνα που κουβαλούν όλοι εντός τους.
Μοιράζομαι τους φόβους, τις ανησυχίες, την αγωνία σου για την αλλοτρίωση που παραμονεύει να κατορθώσει ένα ακόμη πλήγμα αντίστοιχο της αστυφιλίας, του νεοπλουτισμού, της ψευδεπίγραφης ευτυχίας του κακώς εννοούμενου μοντερνισμού και υλισμού. Όμως η ελπίδα αναγεννιέται μ’ αυτό το έργο. Τόσο γιατί όπως περιγράφεις η Γραμμενίτσα φέρει στους κόλπους της …νέες φλόγες παντού (Αυτοδιοίκηση, Πολιτισμό, Αθλητισμό, Εκπαίδευση) όσο και γιατί έχει εσένα να την αγαπάς.
Κι εγώ νιώθω τυχερή εξίσου που γνώρισα καλύτερα τους ανθρώπους της Μικρής σου Πατρίδας. Που χρωμάτισα ξανά τις εικόνες της δικής μου εντός μου. Που έκλαψα με στίχους και ποιήματα μοναδικά. Που μπορώ να σε έχω φίλο.
ΥΓ: Η Μικρή Πατρίδα (Γραμμενίτσα) του Βασίλη Τάτση είναι μια ανοιχτή καρδιά από μελάνι που πάλλεται και είναι αδύνατο να μην συγκινήσει όποιον κρατήσει το βιβλίο στα χέρια του και να μην δακρύσουν τα μάτια που θα τη διαβάσουν…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ