Ιούλιος 2017. Χίος. Ο Φάρος στο Κάβο Γέρακα. Είναι ελπίδα ο φάρος για τον ναυτικό, ένα φως μες στο σκοτάδι, τον βλέπει και ημερεύει. Ημερεύει, γίνεται μέρα, εξημερώνεται από τα άγρια σκοτάδια του. Δεκαοκτώμισι δευτερόλεπτα σκοτάδι και ενάμισι δευτερόλεπτο φως, αυτό ήταν το χαρακτηριστικό του φάρου. Όταν είχε κακοκαιρία χτυπούσαν τους φάρους ανελέητα οι αέρηδες και οι θάλασσες και οι κεραυνοί και οι καταιγίδες. Στέκει έρμος ο φάρος στα στοιχειά της φύσης.
Αψηφώντας την πατρική κατάρα, ο δημοφιλής μετεωρολόγος Μάριος Τσόχος ή Καιρός, γιος φαροφύλακα, επιστρέφει μετά από τριάντα δύο χρόνια στη γενέτειρά του, κινημένος από ερωτική ελπίδα αλλά και για να μάθει όσα έπρεπε να ξέρει για τον εαυτό του.
Θα πάει στον φάρο, εκεί που πέρασε τα παιδικά του χρόνια και θα συναντήσει την γερασμένη γαϊδούρα Κοκώνα, λίγο πριν πεθάνει, όπως ακριβώς ο Οδυσσέας συνάντησε στην Ιθάκη τον γερασμένο Άργο. Ένα παράξενο θέαμα ανθρώπου να ολοφύρεται αγκαλιά με μια γαϊδούρα…
Επίσης ο Μάριος θα συναντήσει και θα τον φιλοξενήσει για μια μέρα στον φάρο, ο νέος φαροφύλακας Ιπποκράτης Κοκκινογένης ή Τιμάριθμος.
Ο Μάριος έρχεται αντιμέτωπος μ’ ένα άγνωστο μιαρό παρελθόν και με την τοπική κοινωνία που τον θεωρεί στιγματισμένο για τις ατασθαλίες του πατέρα του. Οι ντόπιες γλώσσες είναι σκληρές κι απλάκωτες. Στις κοινωνίες τις μικρές όλα παίρνουν διαστάσεις υπερβολής και τερατολογίας.
Ο φάρος με τις αναλαμπές του μες στο σκοτάδι κάθε ενάμισι δευτερόλεπτο θα διαλύσει στον Μάριο Τσόχο τα μαύρα σκοτάδια της μνήμης του. Θα αφουγκραστεί καθαρότερα τον εαυτό του και το φανάρι του φάρου. Θα νιώσει πόσο γλυκιά είναι η ελπίδα που σκορπίζει το ενάμισι δευτερόλεπτο φως ανάμεσα σε μακρά διαστήματα σκότους. Θα του ξορκίσει τα σκοτάδια του και όλες τις εικόνες τις σκληρές που έφτιαχνε ο νους του απ’ όσα είχε ζήσει εκεί, αλλά κυρίως από όσα είχε ακούσει. Του διέλυε τα σκοτάδια του κάθε τόσο το φως του φάρου, που τον κατέκλυζε ως μέσα του… Οι αναλαμπές του φάρου, στα έγκατα του οποίου περνά μια κρίσιμη νύχτα ο Μάριος, φωτίζουν διακεκομμένα την έως τώρα ύπαρξή του και τον αναγεννούν.
Μαύρη σκοτεινιά, ακίνητη, βουβή. Μια άτονη σιωπή. Μια σιωπή λυπημένη. Ένα γκρίζο αποκαρδιωτικό, αμετακίνητο γκρίζο. Πόσο σκοτάδι έσβησαν πόσες αναλαμπές. Βάζει ο φάρος φωτιά στα άγχη, στους φόβους, στις αγωνίες. Θα κοιτάξει μέσα του ο Μάριος: Μήπως η αναμονή είναι πάντα η αναμονή του θανάτου; Ποιος τολμάει να διαταράξει την ηρεμία του θανάτου; Ο πόνος χρειάζεται σιωπή, φρόνηση και σεβασμό στα συναισθήματα των άλλων. Η σκέψη κατακρημνίζεται γλυκά μέσα στην πένθιμη φορεσιά της. Και με το φως του λύκου επανέρχονται οι αναμνήσεις… Από τον φάρο η μοναξιά του Μάριου αποτραβιέται απαλά προς τη θάλασσα με τις ρημαγμένες βάρκες, με τα ξεφτισμένα φώτα και τα καράβια στο βάθος. Το πρωί στο φάρο υπάρχει μια αχτίδα φωτός, σε κάποιο μέρος υπάρχει η ζωή, που σκοπεύει να την αδράξει ο μετεωρολόγος…
Ποιος είναι: O Γιάννης Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 στη Xίο και σπούδασε μαθηματικά. Το 1997 ίδρυσε το Kέντρο Xιακών Mελετών «Πελινναίο». Έχει εκδώσει ιστορικές αφηγήσεις, μυθιστορήματα και νουβέλες.