Ακούω για το κάστρο, ακούω για το Ξενία εδώ και πολλά χρόνια, συνάξεις φορέων… τι πρωτοβουλίες από ‘δω… τι παρεμβάσεις πολιτών από ΄κει, τι οι δημαρχαίοι, τι οι βουλευτάδες, τι οι διάφοροι των Συλλόγων.
Κακό, φασαρία, σχέδια επί σχεδίων, λόγια και πάλι λόγια βαθυστόχαστα, αλλά μένουμε μόνο στα λόγια-λόγια. Κλειδαμπαρωμένο το κάστρο. Ευτυχώς, κάστρο και Ξενία στέκουν ακόμα αγέρωχα. Αποφάσισα να δω τι γίνεται. Πήγα πρωί, κλειστό, πήγα μεσημέρι, η πόρτα στον τοίχο, ε, ας πάω και βράδυ. Πήγα αργά μεσάνυχτα, σκοτάδι, ερημιά, πρόσβαση καμιά.
Πλην όμως κινητικότητα και ψίθυροι, μου φάνηκαν απόκοσμες ασυναρτησίες. Έστησα κατόπιν αυτί για να αποκωδικοποιήσω τι είναι αυτά που ακούω. Αγγλικά όχι, μπα… Μήπως Αλβανικά; Γιοκ, καθότι… γλωσσομαθής τίποτα δεν καταλάβαινα! Με ενθουσίασε, ωστόσο, η έστω ψιθυριστή φασαρία. Δεν βαριέσαι, είπα, κάτι γίνεται εδώ μέσα. Ίσως στον βρόντο ανησυχούν οι παρατρεχάμενοι του γίγνεσθαι της πόλεως. Αλλά σφόδρα περίεργος, κάτι με έτρωγε μέσα μου.
Αποκαμωμένος στο σπίτι μου κοιμήθηκα βαριά. Ως συνήθως, οι έμμονες ιδέες της ημέρας επαναλαμβάνονται στα όνειρά μας, ώ του θαύματος. Μέσα στο κάστρο βρέθηκα, σ’ άλλη διάσταση ένοιωθα. Φορούσα- λέει -μια κελεμπία από το κεφάλι μέχρι τα νύχια. Δεν περπάτησα, πέταγα ανάλαφρα. Μπα; Τι διάολο γίνεται; Εγώ δεν μπορώ να πάρω τα ποδάρια μου, καθότι και χοντρός και έχω και τα χρονάκια μου, μούδιασα ελαφρώς. Ένα ευχάριστο όμως μούδιασμα. Αναρωτήθηκα, ο γιατρός μου διέγνωσε φαντασιοπληξία. Βρε μπας και έγινα φάντασμα, αναρωτήθηκα. Δεν μου είπε τίποτα για φαντάσματα.
Εξερευνώντας τους χώρους είδα κίνηση και ψιθύρους. Σκιές στα ίδια ντυμένες. Κατάλευκες κελεμπίες που πετούσαν ελαφρώς. Ήταν του κάστρου τα φαντάσματα. Με περικύκλωσαν, με κοίταζαν ερευνητικά, ένοιωθα όμως να έχουν μια φιλική διάθεση απέναντί μου. Άκουσα δυο τρεις να ψιθυρίζουν μήπως είμαι κυνηγός φαντασμάτων. Ανησύχησα.
Ευτυχώς πετάχτηκε ένα γηραιό φάντασμα, προφανώς ο αρχηγός τους και τους καθησύχασε. Τους είπε ότι είμαι δόκιμο φάντασμα. Μάλλον είχαν συναξωμάζωξη, την συνηθισμένη μεταμεσονύχτια των φαντασμάτων.
Τον λόγο είχε το γηραιό φάντασμα. Καταπώς φαίνεται ήταν ο αρχηγός. Ξεκίνησε ψιθυριστά: «Τι θέλουν αυτοί έξω από την πόρτα μας; Τι φασαρία και κακό; Τί φωνάζουν και διαμαρτύρονται; Από πού και ως πού θέλουν να παραβιάσουν τις πόρτες και τα παράθυρα μας; Τι ζητάνε τέλος πάντων; Στο κάτω-κάτω αυτοί οι λίγοι δεν το εγκατέλειψαν το κάστρο; Αυτοί δεν το βεβήλωσαν, δεν το ερήμωσαν, τώρα τι θέλουν; Εμείς επενδύσαμε σ’ αυτό το κάστρο.
Αυτός εδώ ο χώρος μάς ανήκει. Δεν κατάλαβαν ότι αυτό εδώ το κάστρο είναι η πολιτεία μας, η πολιτεία των φαντασμάτων. Και γιατί άραγε να τους ανήκει; Που ήταν τόσα χρόνια όλοι τους; Εμείς έχουμε τίτλους στα χέρια μας, γραφτούς και άγραφους. Τι στο κάλο θέλουν τώρα; Μπα, άρχισαν να διεκδικούν και να αγωνίζονται για πολιτισμούς, για μνημεία, για ιστορία; Περίεργα όντα οι άνθρωποι. Παρόρμηση της στιγμής θα’ ναι. Αύριο μεθαύριο θα τα ξεχάσουν όλα. Σήμερα είναι πολλοί, μετά από λίγο θα μείνουν ελάχιστοι. Γι’ αυτό ας μην ανησυχούμε, αγαπητά μου φαντάσματα. Τα κεκτημένα μας κάνεις δεν θα τα πειράξει».
Ξύπνησα αλαφιασμένος. Βρε πως καταντήσαμε, μας πήρανε χαμπάρι τα φαντάσματα!