Φαίνεται εκεί στον ουρανό ζηλέψανε οργάνωση δεν θάχουν και σκέφτηκαν εσένα τον προικισμένο από γεννησιμιού κι απέστειλαν κρυφά το κάλεσμα χωρίς να ερωτηθεί κανένας από μας τους ζωντανούς, τους συγγενείς, τους φίλους ένα μεσημεριανό ανοιξιάτικο χτικιό γεμάτο, αρρωστημένο να πας εκεί που καταλήγουμε όλοι χωρίς τον κύκλο σου να κλείσεις.
Σαν σφαίρα σφύριξε το νέο του χαμού σου στα ραδοβίζια απ’ άκρη εις άκρη και φτερουγώντας στον ηπειρώτικο αέρα ξεψύχησε ειρωνικά στ’ αυτιά μας που σε ξεγέλασαν να μας αφήσεις, ξαφνικά κι αναίτια.

Κι ήσουν άνδρας ζηλευτός, χαρούμενος παιδιάστικα κι ανυστερόβουλα ανοιχτός εκδηλωτικός και ανοιχτόκαρδος ψυχοπονιάρης και ευαίσθητος στων ευπαθών την προσφορά μπροστάρης ακούραστος μαχητής της ζωής πρώτος έτρεχες παντού για να προλάβεις λες και το περίμενες, λες και το φοβόσουν μήπως σε προδώσει η καρδιά σου όπως τον δύστυχο πατέρα σου που σου είχε λείψει από παιδί, Δευτέρα του Πάσχα αυτός στο χορό επάνω ήταν δεν ήταν σαραντάρης Δευτέρα του Θωμά εσύ στα λουλούδια μέσα ήσουν δεν ήσουν βδομηντάρης ποτέ δεν εύρισκες καιρό να ξαποστάσεις κι αν καμιά φορά στο θύμιζα μ’ απόπαιρνες με γέλια λες κι ετοίμαζες μια ζωή αλλού να απολαύσεις όσα εδώ πέρα έχτισες.

Ηλία φίλε ο ξαφνικός χαμός σου ήταν πετριά στην ακύμαντη λίμνη του μυαλού από την απέραντη σιωπή του κορωνοϊού πόνος βαρύς, ακράτητος κι αβάσταχτος στις κουρασμένες από τα δύσκολα καρδιές μας άφησες κενό δυσαναπλήρωτο σε όλους που σ’ αγάπησαν στην Ελένη στα παιδιά στα λατρευτά σου εγγόνια στην αγορά, στις εκκλησιές, στους φίλους τους γνωστούς κι αγνώστους όλους αυτούς που το ακούραστο μυαλό σου συγκρατούσε όλοι θέλανε να σε δουν να φεύγεις αλλά φεύγεις σχεδόν μόνος, πάντα μόνος όπως παλιά που ήσουνα παιδί την απαγορευμένη τούτη ώρα έτσι που μας έφτασαν να «μη σμίγουμε οι ζωντανοί» είσαι και θα παραμείνεις για καιρό ανάμεσά μας μόνο που στο επόμενο προσκλητήριο φίλων θα είσαι ηχηρά απών γι αυτό δίνουμε το ορισμένο από τη μοίρα ραντεβού για καλή αντάμωση…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ