Του Χρήστου Ντάλα*
Αφορμή γι’ αυτό το σημείωμα αποτέλεσε μια καταχώρηση στην εφημερίδα «Ροδαυγή» του φερώνυμου Πολιτιστικού Συλλόγου Άρτας «Η Αγία Παρασκευή» με τίτλο «Το μονοπάτι “Αυλάκι της Λεύκας”-πεζοπορική διαδρομή αναψυχής για γνωριμία του νέου μονοπατιού. Κολύμπι και αργιλοθεραπεία στον Άραχθο. Καλωσόρισμα των περιπατητών μετά μουσικής από τον Σύλλογο «Οι Φίλοι του Άμμου» στο εκκλησάκι του συνοικισμού Αγίου Βησσαρίωνα.

Σε χάρτη της ίδιας καταχώρησης φαίνονται και τα σημεία της διαδρομής. Αφετηρία Άγιος Νικόλαος, Πέτρα του Κασσάρα (1,64 χλμ), Βούλιαγμα (2,1 χλμ), 1η γέφυρα γέφυρα Λεύκας (3,1 χλμ), παραπόταμος Χάβος (4,1 χλμ), 2η γέφυρα θέση Πουρνιάς (4,7 χλμ), θέση Πηγαδάκια (5,1 χλμ), Στεφάνι Σιώζου (5,4 χλμ), δέση Λεωνίδα (5,8 χλμ), μύλος Σιώζου (6,4 χλμ), Κανάλες ή Σωλήνες (8 χλμ), ρέμα Καστανιάς (8,4 χλμ), θέση Κιβούρια (9,0 χλμ), τέλος διαδρομής Άγιος Βησσαρίων (9,6 χλμ). Διάρκεια διαδρομής 4,5 ώρες.
Θέλω να δώσω συγχαρητήρια στους διοργανωτές για την εξαιρετική ιδέα και πρωτοβουλία να κάνουν προσβάσιμο το παλαιό εγκαταλελειμμένο αυλάκι και να το μετατρέψουν σε πεζοπορική διαδρομή. Πρόκειται για διαδρομή μέσα από την μοναδική και άγνωστη χλωρίδα του μέσου Αράχθου, δίπλα σ’ ένα από τα ωραιότερα ποτάμια με θέα την απέναντι όχθη και τα Τζουμέρκα.
Αυλάκι Λεύκας
Το αυλάκι της Λεύκας είναι από τα μικρά αρδευτικά που έγιναν περί το 1960 για την άρδευση των μικρών πεδινών εκτάσεων εκατέρωθεν του Αράχθου.
Από τα ενδιαφέροντα του έργου είναι ότι μολονότι σ’ ολόκληρο το μήκος του κινείται στην δεξιά όχθη του Αράχθου, στις παλαιές κοινότητες Σκούπας και Ροδαυγής, έγινε κυρίως από τους κατοίκους της απέναντι κοινότητας Διστράτου και ειδικότερα τον συνοικισμό Τραπεζάκι.
Οι Τραπεζακιώτες, δεν μπορούσαν να κάνουν αυλάκι στην αριστερή όχθη που βρίσκονται, εξαιτίας του απαγορευτικού εδάφους. Μετέφεραν, λοιπόν, το νερό του Αράχθου από την απέναντι όχθη που το έδαφος ήταν πιο εύκολο και στη θέση Αριά με σωλήνες πάνω από το ποτάμι το περνούσαν στον κάμπο τους. Έτσι, προέκυψε το αυλάκι της Λεύκας.
Έχει τη δική του ιστορία
Το αυλάκι, λοιπόν, έχει τη δική του ιστορία. Έγραψα ένα σημείωμα πριν 33 χρόνια «Το αυλάκι της Λεύκας (ο Υδραυλαξ)», το οποίο δημοσιεύτηκε σε ένα βραχύβιο περιοδικό του Συλλόγου του Διστράτου.
Το επαναδημοσιεύω σαν μια προσωπική μαρτυρία που νομίζω πως έχει ενδιαφέρον -περισσότερο γι’ αυτούς που πήραν την πρωτοβουλία ώστε το εγκαταλειμμένο από χρόνια αυλάκι να το αναβιώσουν σαν ένα έργο αναψυχής και πολιτισμού.
“Δεν ξέρω τι μου’ ρθε να γράψω για το αυλάκι της Λεύκας. Ασφαλώς δεν είναι μόνο μια εφηβική μου ανάμνηση. Είναι κάτι παραπάνω. Είναι μια ανάμνηση από έναν άλλο κόσμο που χάθηκε οριστικά. Από μια άλλη κοινωνία που οργανώθηκε με γενεές γενεών, με τους δικούς της νόμους και που η ζωή της σταμάτησε γύρω στα 1960. Μολονότι δεν πέρασαν ακόμα 30 χρόνια, άλλαξαν τόσα πράγματα από τότε, που μου φαίνεται ότι πέρασαν αιώνες.
Ο «υδραύλαξ»…
Με το αυλάκι της Λεύκας -ο «υδραύλαξ», όπως γραφόταν στα επίσημα χαρτιά- θα ποτιζόταν κάποιες ψηλότερες ζώνες από τους κάμπους του Τραπεζακίου και του Άμμου.
Οι χαμηλότερες, ήδη ποτιζόταν από το αυλάκι του Σιώζιου, από την ίδια θέση δηλαδή που έπαιρνε ο μύλος του Σιώζιου. Εδώ ανοίγω μια παρένθεση για να πω πως για το αυλάκι του Σιώζιου, που έγινε την περίοδο της κατοχής, υπάρχει ολόκληρη εποποιία. Γι’ αυτήν, όμως, πρέπει να γράψει κάποιος άλλος παλιότερος από μένα.
Το αυλάκι άρχιζε από τη Λεύκα, μια τοποθεσία απέναντι από το Κρυονέρι, και, έπειτα από μια πορεία περίπου 9 χιλιομέτρων, έφθανε στην Αριά, όπου διακλαδιζόταν. Ένας κλάδος περνούσε με σωλήνες απέναντι στο Τραπεζάκι και ο άλλος συνέχιζε και έφτανε στον Άμμο.
Τελικά, όμως, μόνο ο κάμπος του Τραπεζακίου εξυπηρετήθηκε. Ο Άμμος ποτίστηκε ένα έως δυο χρόνια και έπειτα εγκαταλείφθηκε. Τούτο, γιατί μετά την διακλάδωση και μέχρι τον Άμμο, το αυλάκι περνούσε συνέχεια από το στεφάνι του Τσιούγκα, το οποίο δεν είχε σταθερό έδαφος, με αποτέλεσμα να χαλά κάθε χρόνο. Έτσι, και επειδή τα χωράφια του Άμμου ήταν λίγα και τα έξοδα για την συντήρηση του αυλακιού πολλά, εγκαταλείφθηκε σαν ασύμφορο. Στην αρχή, βέβαια, ξεκίνησε με φιλοδοξίες να φθάσει μέχρι την Κυπρίστρα, ακόμα και μέχρι τα Ποτιστικά. Για το τελευταίο πρωτοστάτης και ένθερμος υποστηρικτής ήταν κάποιος γερο-Μπελιάσας από τα Ποτιστικά.
Δουλειά με τα χέρια
Μηχανήματα τότε δεν υπήρχαν. Η δουλειά γινόταν αποκλειστικά με τα χέρια, δηλαδή το σκαμπάνι και το φτυάρι. Μόνο στα πολύ βραχώδη χρησιμοποιούσαν εκρηκτικά.
Το μεροκάματο 24 δραχμές για τους άντρες και 21 για τις γυναίκες. Βέβαια, τότε τα λεφτά είχαν άλλη αξία. Ο μισθός του δασκάλου, για παράδειγμα, ήταν 1.200 δραχμές το μήνα. Υπολογίζω πως το 24άρι με σημερινά λεφτά ήταν περίπου 800 δραχμές. Κι όμως μ’ αυτό το μεροκάματο φτιάχτηκαν προίκες, μπήκαν και λεφτά στην Τράπεζα.
Για να φθάσουμε στο έργο -ιδίως όταν δουλεύαμε κοντά στη Λεύκα- χρειαζόταν πεζοπορία περίπου 1,5 ώρα. Ξεκινούσαμε μπονώρα-μπονώρα, ακολουθούσαμε τον δημόσιο δρόμο προς τη Φτέρη, και στου Ζαχαρή περνούσαμε απέναντι, από το ποτάμι.
Όταν δουλεύαμε παρακάτω ακολουθούσαμε την πορεία Αριά -Σιώζιου -Μπρονιάς. Σχεδόν πάντα κουβαλούσαμε και τα εργαλεία μαζί μας από το φόβο μήπως και τα κλέψουν. Η πραγματική δουλειά ήταν οκτάωρο. Οι περισσότεροι δούλευαν κανονικά το μεροκάματο. Εμείς, οι νεολαία, όλο και λουφάζαμε λιγάκι. Πολύ κατούρημα, λίγη δουλειά. Γι’ αυτό και κάποτε μπήκε θέμα να μας διώξουν.
Η σφυρίχτρα του επιστάτη
Επικεφαλής ήταν ο επιστάτης που τον διόριζε η κοινότητα ή η Νομαρχία. Απαραίτητα εργαλεία του επιστάτη ήταν η σφυρίχτρα και το ρολόι. Τότε ελάχιστοι είχαν ρολόγια.
Ένα φεγγάρι που ήταν ο μακαρίτης ο παππούς μου επιστάτης, κουβαλούσε μαζί του ένα ξυπνητήρι που είχαμε σπίτι. Χρειαζόταν ειδικό τρουβά να το κουβαλά επειδή ήταν τεράστιο και βαρύ και έκανε και μεγάλο θόρυβο. Έπειτα επιστάτης έγινε ο Νικο-Λάμπρης (Κοντός) πιο οργανωμένος. Είχε ρολόι τσέπης. Βαρύς και αυστηρά υπηρεσιακός ο Νίκος.
Μεσημεριανό στο σακούλι
Στο σακούλι κουβαλούσαμε το μεσημεριανό φαγητό. Εκτός από την μπομπότα, σύνηθες «προσφάι» ήταν η πρέντζα μέσα στον κλειδό, τυλιγμένη με κουτσουμπόφυλλα.
Όλα μαζί δεμένα μέσα σ’ ένα καρό μαντήλι. Το ξυνόγλο επίσης-μπύρα το έλεγε ο μπάρμπα Αριστείδης Κοντός- ήταν πάντα στα φαγητά. Το κουβαλούσαμε συνεχώς στο χέρι μέσα σ’ ένα μικρό κατσαρόλι για να μη χύνεται. Εκεί μέσα τρίβαμε την μπομπότα και κάναμε την περίφημη «τρίψα».
Οι εργάτες και… μηχανικοί
Τεχνική καθοδήγηση για το έργο ουσιαστικά δεν υπήρχε. Που και που εμφανιζόταν κάποιος τεχνικός από τη Νομαρχία.
Υποτίθεται πως πέρασε κάποιος μηχανικός και έβαλε κάποια σημεία από τη χάραξη. Στην πραγματικότητα, όμως, οι ίδιοι οι εργάτες ήταν και μηχανικοί και εργοδηγοί. Η χάραξη γινότανε με το αλφάδι. Ένα αλφάδι κρεμασμένο στη μέση τεντωμένου σχοινιού πάνω σε δυο ίσα κοντάρια. Έτσι, παίρνονταν η «αλφαδιά» και κανονιζόταν η κλίση. Τελικά, όμως, την χάραξη έκανε το ίδιο το νερό. Προχωρούσαμε έχοντας σαν ασφαλή οδηγό το νερό. Κουβαλούσαμε χώμα με τσουβάλια για τη στεγάνωση του αυλακιού και για το ανέβασμα του πυθμένα σε σημεία που τα νερά λίμναζαν.
Θυμάμαι πως το γερό σκαμπάνι ήταν ο μπάρμπα Μίχο Κοντός. Φοβερός, επίσης, ήταν και κάποιας Νάσιο Κασάρας. Κάποτε σμίξανε εκεί στα Κασαραίικα και το έδαφος έβγαζε φωτιές! Δεινοπαθούσαμε αυτοί με τα φτυάρια για να τους προλάβουμε. Στα διαλείμματα γινόταν συζητήσεις από τους πιο επιτήδειους πάνω στο τεχνικό μέρος του αυλακιού. Όταν ο μπάρμπα Μίχος έβλεπε πως περνούσε η ώρα και η συζήτηση τραβούσε και χανόταν χρόνος, έλεγε: «Εμάς που δεν μας κόβει ας πάμε να κουβαλήσουμε χώμα».
Πρωτοστάτης και ο Διογένης
Πρωτοστάτης ήταν επίσης και ο Διογένης Κοντός. Θυμάμαι είχα γράψει ένα ποίημα τότε για το αυλάκι της Λεύκας. Είχα και τέτοιο ψώνιο στα τρυφερά μου χρόνια. Το ποίημα ήταν μακρύ σαν τα αυλάκι και το έχω ξεχάσει.
Θυμάμαι μόνο δυο στροφές: Για τ’ αυλάκι το μακρύ/ έγινε ο Διογένης/ θηρίο μεγάλο και αφύ/ ζητώντας θύμα να του φέρεις. / Ρητορεύει κάθε μέρα/ δίνει λόγους φοβερούς/ παπαρδέλλες του αέρα/ με πολλούς-πολλούς σκοπούς. Ας με συγχωρήσει ο Διογένης, μπορεί με το ποίημα να τον αδίκησα. Η αλήθεια πάντως είναι πως τραβούσε μπροστά και τα έδινε όλα για το αυλάκι.
Και συγκεντρώσεις…
Γινόντουσαν και συγκεντρώσεις όπου συζητούσαν όλα τα μεγάλα θέματα σχετικά με τα αυλάκι.
Τόποι συγκέντρωσης ήταν το αλώνι του Αριστείδη Κοντού, στη Φτερούλα, και ο μικρός λοφίσκος του Τέλη Βόβλα, στον Ψωρίλα. Καμιά φορά γινόντουσαν και ψηφοφορίες. Σε μια απ’ αυτές κάποιος έγραφε στο ψηφοδέλτιο κάτι πλακατζίδικα. Υποψιάστηκαν τον Λάμπρο Κοφίνα. Κάπως έτσι έγινε το αυλάκι της Λεύκας. Πότισε για περίπου δεκαπέντε χρόνια τον κάμπο του Τραπεζακίου. Εδώ και 10 χρόνια που το χωριό άρχισε να ερημώνει, εγκαταλείφθηκε και αυτό.
Σήμερα, σε πολλά μέρη, γέμισε χώματα, φύτρωσαν δέντρα, δεν διακρίνεται καν πως ήταν αυλάκι. Ανεβαίνοντας από το σπίτι μου προς τη στροφή του Τσιάχαλου αγναντεύω απέναντι και κάπου -κάπου διακρίνω τη γραμμή του. Τότε νοερά το περπατάω από τους σωλήνες μέχρι τον Μπρονιά και από το Χάβο ως τη δέση της Λεύκας. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, θάθελα όμως και πραγματικά να το περπατήσω μια φορά ακόμα”.
Σημείωση: Το άρθρο είχε γραφεί στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1986.
*Ο Χρήστος Ντάλας είναι πολιτικός μηχανικός

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ