Σε συνέχεια του προηγηθέντος (Μέρους Α’), του με τον πιο πάνω τίτλο άρθρου μας, καταχωρείται πιο κάτω το (Μέρος Β’). Σημειωτέον ότι το εν λόγω άρθρο δημοσιεύτηκε σε ενιαίο κείμενο στην καθημερινή ηλεκτρονική εφημερίδα των Αθηνών Esos.gr(21-10-2025), η οποία φιλοξενεί θέματα αποκλειστικά εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος. Στο επόμενο φύλλο του φιλόξενου «Τ» θα καταχωρηθεί το τρίτο και τελευταίο μέρος του.
Μέρος Β’
7. Συνεπώς στο μέτρο που με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, περί άσκησης εμπορίας από εκπαιδευτικό, η οποία ερείδεται αποκλειστικά στην περιγραφή του κατεχόμενο ΚΑΔ εμπορικού ή μη, δεν μπορεί επί του ασφαλούς να είναι σύννομη και επομένως να παράγει έννομα αποτελέσματα. Υπό αυτή την έννοια η τυχόν πειθαρχική δίωξή του(σ.σ. μέχρι και απόλυσή κλπ) είναι άκυρη.
8. «… Από τον συνδυασμό όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι ένα φυσικό πρόσωπο που ασκεί (δραστηριότητα) αυτοπροσώπως και όχι στα πλαίσια οργανωμένης επιχείρησης που αναλαμβάνει επιχειρηματικό κίνδυνο, όπως το επάγγελμα του Λογιστή (Υπηρεσίες Τήρησης Λογιστικών Βιβλίων με προσωπική εργασία, ή του ασφαλιστικού συμβούλου κλπ) δεν μπορεί να θεωρηθεί εμπορία…» (ιδ. απόσπασμα από την αριθμ. πρωτ.: Κ2 – 7319/20.12.2013 έγγραφη απάντηση του τμήματος εμπορίου του Υ.ΠΑ.Ν σε τεθέν σχετικό ερώτημα).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Σ-1. Είναι, επομένως απαραίτητο σε κάθε περίπτωση να εξετάζεται αν πληρούνται και σε ποιο βαθµό τα κριτήρια περί πρόσδωσης σε κάποιον της εµπορικής ιδιότητας, καθώς δεν αρκεί η διενέργεια εµπορικών πράξεων, ούτε τι περιγράφει ο κατεχόμενος ΚΑΔ, προκειμένου ένα Υπηρεσιακό Συμβούλιο Εκπαίδευσης να οδηγηθεί σε σύννομη γνωμοδότηση
Περαιτέρω πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι η άσκηση ενός επαγγέλµατος που κατ’ αρχήν φέρει τα εξωτερικά γνωρίσµατα µίας ή περισσότερων εµπορικών πράξεων, δεν επιφέρει κατά αµάχητο τεκµήριο την κτήση της εµπορικής ιδιότητας από τον επιτηδευματία. Και αντιστρόφως, ο τρόπος οργάνωσης της επιχειρηµατικής δραστηριότητας και ο βαθµός ανάληψης επιχειρηµατικού κινδύνου, δύναται, παρά τη µη εµπορικότητα των πράξεων, να προσδώσουν σε κάποιο πρόσωπο την εµπορική ιδιότητα(*).
(*)Έτσι ελεύθερος επαγγελµατίας, για παράδειγμα ο πολιτικός µηχανικός ή ο αρχιτέκτονας, ενώ με τους αντίστοιχους ΚΑΔ της ΑΑΔΕ φέρονται ως μη ασκούντες εμπορία, εν τούτοις εάν διενεργούν οργανωµένα, µέσω απασχόλησης προσωπικού και µηχανηµάτων και οικοδοµικές εργασίες μεταπίπτουν σε εμπόρους (είναι έµποροι). Το ίδιο ισχύει και για τον ιατρό ή τον δικηγόρο, οι οποίοι, ενώ με τους αντίστοιχους κατεχόμενους ΚΑΔ είναι μη έμποροι, όταν επαγγελματικά λειτουργούν οργανωµένα(σ.σ. ως ιδιοκτήτης κλινικής ο πρώτος και ως μέλος δικηγορικής εταιρείας ο δεύτερος). Και τούτο καθόσον θέτουν σε υποδεέστερη µοίρα την παροχή επιστηµονικών γνώσεων και σε προτεραιότητα την παροχή άλλων υπηρεσιών(σ.σ. παροχή φαρμάκων, υλικά κατασκευής έργων κλπ).
Εξ’ άλλου στη φορολογική νομοθεσία (ΚΦΑΣ, ΦΠΑ, ΕΦΚΑ κλπ), οι επαγγελματίες που έχουν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, θεωρούνται «επιτηδευματίες» ή «επαγγελματίες» – που λειτουργικά εξισώνονται με εμπόρους για σκοπούς: φορολόγησης, ενταξιμότητας, σε προγράμματα, συμβάσεων Δημοσίου, ασφαλιστικών εισφορών κ.ά.
Σ-2. Υπενθυμίζεται ότι προκειμένου να καταδειχθεί ότι o προς πρόσληψη εκπαιδευτικός δεν έχει το κώλυμα «άσκηση εμπορίας», απαιτείται «σύμφωνη» και «αιτιολογημένη» θετική γνώμη περί τούτου από το αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο εκπαίδευσης. Όμως σύμφωνα με το άρθρο 31, παρ 2 Ν.3528/ 2007, η «γνώμοδότηση» αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, αφενός διότι ρητά προβλέπεται από το νόμο και μάλιστα ως «σύμφωνη» και αφετέρου διότι κατ’ επιταγή του πρέπει να είναι «αιτιολογημένη». Έτσι, η πλημμέλεια της «αιτιολογίας», συνιστά μη τήρηση ουσιώδους τύπου και συνεπάγεται ακυρότητα. Εξάλλου, η «σύμφωνη γνώμη» είναι δεσμευτική για το όργανο που αποφασίζει. Με άλλα λόγια η επίμαχη γνωμοδότηση εκδίδεται κατόπιν πλήρους, εμπεριστατωμένης και απολύτως αιτιολογημένης γνωμοδότησης του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου εκπαίδευσης.
Σ-3. Επομένως τα κατά τόπους υπηρεσιακά συμβούλια «ΠΥΣΠΕ – ΠΥΣΔΕ» οφείλουν να γνωμοδοτούν, όχι αποκλειστικά με βάση την επαγγελματική ιδιότητα που περιγράφει ο κατεχόμενος ΚΑΔ, του ελεγχόμενου εκπαιδευτικού, αλλά και των αποτελεσμάτων της περαιτέρω έρευνας αναφορικά με τις συνθήκες της παράλληλης με τα σχολικά καθήκοντα εργασιακής απασχόλησής του.
Σ-4. Τούτων δοθέντων αντιλαμβάνεται κανείς ότι είναι απαραίτητη η παρέμβαση της Πολιτείας, για την πρόληψη αμφιλεγόμενων αποφάσεων, εν πολλοίς αδίκων, εις βάρος εκπαιδευτικών που πρόκειται να διοριστούν ως αναπληρωτές – μόνιμοι ή να αιτηθούν άδεια ασκήσεως ιδιωτικού έργου με αμοιβή.
Σ-5. Ειδικότερα είναι ζητούμενο όπως προτού τα αρμόδια ανά την επικράτεια περιφερειακά υπηρεσιακά συμβούλια αχθούν σε νομικά τεκμηριωμένες γνωμοδοτήσεις περί του αν ελεγχόμενοι εκπαιδευτικοί ασκούν εμπορία – και όχι μόνο, η σύνθεση των ΠΥΣΠΕ – ΠΥΣΔΕ περιλαμβάνει υποχρεωτικά τον εκάστοτε νομικό σύμβουλο της οικείας Ευρύτερης Περιφερειακής Διεύθυνσης Εκπαίδευσης. Και τούτο καθόσον η πολύτιμη νομική γνώση και η ανάλογη εμπειρία του θα συμπληρώνουν, εκλογικεύοντας τις εκ των πραγμάτων περιορισμένες σχετικές γνώσεις και εμπειρίες των μελών τους.
Σ-6. Προκειμένου η λύση του «προβλήματος» να είναι οριστική, ασφαλώς και θα πρέπει, το συντομότερο, να προκύψει μέσα από μια κοινή υπουργική απόφαση συναρμοδίων υπουργείων(σ.σ. Εσωτερικών, ΥΠΑΝ, Οικονομικών κλπ), το περιεχόμενο της οποίας, θα θέτει εκ νέου τα ελάχιστα διακριτά κριτήρια του άρθρου 1 του Εμπορικού νόμου, ως και των άρθρων 2 και 3 του Β. Διατάγματος της 2/14-5-1835 «Περί αρμοδιότητος των Εμποροδικείων» μαζί και των μεταγενέστερων σχετικών νόμων που τα ακολούθησαν),προκειμένου ο επιτηδευματίας να χαρακτηρίζεται έμπορος ή ελεύθερος επαγγελματίας. Υπό αυτή την έννοια, στην εν λόγω ΚΥΑ θα πρέπει να δηλωθεί ρητά ότι: «Η περιγραφή του κατεχόμενου ΚΑΔ δεν αποτελεί αμάχητο τεκμήριο εμπορικότητας του επιτηδευματία».
Σ-7. Τέλος, το ΥΠΑΝ (Υπουργείο Ανάπτυξης) στο πλαίσιο του κατά διαστήματα επανακαθορισμού των ΚΑΔ θα μπορούσε, με βάση τις προμνησθείσες διατάξεις του εμπορικού νόμου και την πλούσια σχετική νομολογία, να διευρύνει τον κύκλο των ελεύθερων επαγγελματιών, εντάσσοντας επιτηδευματίες που με τις διατάξεις του εμπορικού νόμου δεν είναι έμποροι είτε είναι μικρέμποροι(**). Όπως για παράδειγμα οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, οι οποίοι, σήμερα, ενώ κατά τον Εμπορικού Νόμου είναι μη έμποροι παρά ταύτα το ΥΠΑΝ χορηγώντας τους τον ίδιο με τους ασφαλιστικούς πράκτορες ΚΑΔ (662210001), η φορολογική αρχή τούς εξομοιώνει με τους τελευταίους και ακρίτως τούς θεωρεί εμπόρους, με ό,τι κακό για τους ελεγχόμενους για εμπορία εκπαιδευτικούς αυτό συνεπάγεται.
(**) Δηλαδή των προβαινόντων κατά σύνηθες επάγγελμα σε εμπορικές πράξεις, χωρίς όμως η επαγγελματική τους δραστηριότητα να εξελίσσεται στο πλαίσιο οργανωμένης επιχείρησης κλπ (ιδ πιο πάνω μείζονα σκέψη 8)
*Ο Αντώνης Κολιάτσος είναι
μαθηματικός – δημοσιογράφος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ