Χωράφια, έργα των ανθρώπων και της παντοδύναμης φύσης. Ένας καλοκαιρινός έρωτας από χώμα και νερό. Η ίδια η ζωή, η πατρίδα, ο αέρας. Κάτι ευλογημένοι τόποι με ματωμένους αγώνες μέσα σε ένα παρθένο κι ολοκάθαρο κόσμο. Η σπονδυλική στήλη της αγροτικής οικογένειας από την αφθονία του νερού.
Ακάματοι, εργατικοί, αδάμαστοι κι ανυπότακτοι οι πρόγονοί μας, χωρίς μηχανικά μέσα έσκαψαν και όργωσαν τη γη του δάσους για να επιβιώσουν. Ένα θαυματουργό γένος που μόνο συγκινεί. Μπορεί τα έργα αυτά να είναι αλήθειες που χάθηκαν οριστικά στους σύγχρονους καιρούς, ωστόσο η λήθη είναι μεγάλη ασέβεια στη μνήμη και τον πολιτισμό μας.
Η μηχανή του χρόνου σε στέλνει πίσω στα χρόνια και τους αιώνες. Σέρνεις τα βήματα μέσα από ξεχασμένα και αόρατα μονοπάτια. Σε παλιές στράτες που ήταν για ζώα και ανθρώπους. Πατάς πάνω στα ίχνη των προγόνων. Περπατάς μέσα από καταφύγια δροσιάς, οι πνεύμονες γεμίζουν οξυγόνο, σου μιλούν τα ψηλά δένδρα και πιάνεις φιλία μαζί τους. Η ηρεμία του τοπίου είναι μεθυστική.
Κι εκεί που νομίζεις ότι θα βρεθείς αποκλεισμένος στο αδιαπέραστο δάσος, ξαφνικά αντικρίζεις τα «ποτιστικά» μέσα στην πιο απόμερη ρεματιά κάνοντας υπερβολική χρήση και της φαντασίας. Το συναπάντημα με τον μπαζωμένο μεγάλο νερόλακκο οδηγεί τη σκέψη στους νεκρούς μακρινούς παππούδες. Τα μάτια δίνουν μάχες να ανακαλύψουν ίχνη ανθρώπινης ζωής, παρότι η παρουσία της κάποτε έγινε ανεκτή εδώ πέρα. Τίποτα δεν θυμίζει κάτι από χωράφια. Όλα τα έχει κατακλύσει η άγρια βλάστηση. Μόνο τα πετούμενα έμειναν να δοξολογούν το Θεό.
Βρίσκεσαι κάτω από θεόρατα και βαθύχρωμα δένδρα (δρυς) που κουβαλούν πάνω τους κάτι το κατανυκτικό. Ο φωτοφράχτης του ματιού ανοιγοκλείνει και κάθε φορά το φως αλλάζει χρώματα. Χίλιες σκέψεις σε κατακλύζουν. Αδύνατον μέσα σε αυτή την πανδαισία να μην κυκλοφορούσαν ακόλαστες νεράιδες και φεγγαροπρόσωπες κοπέλες τραγουδώντας τετράστιχα. Κάτω από την εξωπραγματική σιωπή γέρνεις προς την Τζουμερκιώτικη πλευρά της ιστορίας, κάνοντας μυστικά σινιάλα σε όλους όσοι πέρασαν από δω και «έφυγαν».
Αχάραγα, με τα ροζιασμένα χέρια, το γαϊδουράκι, τον τροβά με το κολατσιό, το τσιγάρο από ροκόφυλλα οι άνδρες στο στόμα, οι μαυροφορεμένες γυναίκες με το ισόβιο πένθος, άφηναν πίσω τα διάσελα και κατηφόριζαν για τα ποτιστικά, την καθημερινή συνήθεια. Προχωρούσαν και ένιωθαν να πλαταίνει ο ουρανός τους από τον καλό τόπο που κληρονόμησαν και να μεγαλώνει η προσδοκία για καλύτερη παραγωγή. Και σαν έφταναν στα τρεχούμενα νερά της ρεματιάς που δεν στράγγιζαν ποτέ, έπρεπε νοερά να καταθέσουν τα παράπονα, τους αναστεναγμούς και τις αγωνίες τους. Λασπωμένες οι πεζούλες από το πότισμα, λασπωμένη και η ζωή τους.
Με την εμπειρία και τη σοφία τού χρόνου ξεκινούσαν τις εργασίες με σειρά. Πρώτα να μαζέψουν τα ώριμα φρούτα από τα καρποκλάρια. Μία έκρηξη από συκιές, αχλαδιές, μηλιές και άλλα. Μετά να συγυρίσουν το μποστάνι. Ντομάτες ντόπιες και όλα τα ζαρζαβατικά. Και λίγα σταφύλια από το αμπέλι και καμιά ρόκα για ψήσιμο μέχρις ότου γεμίσει η καλάθα. Στη συνέχεια θα ξεκινούσε το πότισμα με τις χωμάτινες δέσεις. Χαμένοι μέσα στις δίμετρες καλαμποκιές που έκαναν το γλυκό ψωμί, με τη μπότα και το τσαπί άνοιγαν τα νεολιθικά αυλάκια για να πάει το νερό παντού. Ο σκληρός και γεροδεμένος άνδρας όλο και θα έσκαβε και θα ξελάκωνε λίγο λόγγο ακόμη για να τον κάνει γόνιμο και καρπερό.
Λιπάσματα, γεωπόνοι, ραουντάπ και φυτοφάρμακα ήταν άγνωστες λέξεις. Η κοπριά από το μαντρί και η φερτική οργανική ύλη του δάσους έκανε πεντανόστιμη και αποδοτική την καλλιέργεια. Τα αγριόχορτα τα ξεκώλωναν με τα χέρια και τα ωφέλιμα έντομα τα άφηναν να κάνουν τη δουλειά τους. Κι όσο για άλλες προστασίες, εκτός του άγραφου, υπήρχε και ο νόμος του δραγάτη… Σαν πήγαινε να γείρει ο ήλιος, ερχόταν η επιστροφή στο κονάκι. Αποσταμένοι, αλλά υπερήφανοι. Ο ανήφορος παίδευε το σώμα και τα πόδια βάραιναν. Ποτάμι κυλούσε ο ιδρώτας στο πρόσωπο κι έσταζε αρμυρός στα στόματα.
Τα ποτιστικά έσωσαν τη χώρα και τους φτωχούς ανθρώπους των χωριών. Πέρασαν από γενιά σε γενιά με λόγο και χωρίς χαρτιά και… ΕΝΦΙΑ. Η χωραφοδουλειά έπαψε να εμπνέει και οι χωραφάδες τράβηξαν για άλλες πολιτείες κάτω ή πάνω από το χώμα. Οι γειτονιές αραίωσαν δραματικά από τη μετανάστευση και τα ποτιστικά ξανάγιναν μέσω του φυσικού νόμου δασύλλια. Μήτε μια φωτογραφία δεν απέμεινε. Μπήκαν οι άνθρωποι σε μια πορεία μετάλλαξης που την παραγωγική και πολιτιστική αυτάρκεια την οδήγησαν στην εξάρτηση.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ