Εισαγωγικά: Παρουσιάζουμε στο σημερινό άρθρο συμπληρωματικά γεωγραφικά και ιστορικά στοιχεία για την επισκοπή Ραδοβισδίου. Τα στοιχεία που παρουσιάζουμε υπάρχουν στις Παρρησίες αριθμοί 36 και 37 της Μονής Δουσίκου του 16ου και 17ου αιώνα στη σχετική εργασία της κ. Αναστασίας Καρρά και σε άλλες ιστορικές πηγές. Πολλά επίσης ιστορικά στοιχεία μάς παρεχώρησε η φιλόλογος κ. Κατερίνα Μπόνιου, την οποία ευχαριστούμε.

Τι είναι οι Παρρησίες
Παρρησίες ονομάζονταν οι διάφοροι κώδικες, στους οποίους αναγράφονταν τα ονόματα πιστών της ορθόδοξης εκκλησίας, ζώντων και κεκοιμημένων δωρητών, τα οποία μνημονεύονταν στην «Πρόθεση» κα-τά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, εκ-τός των επισήμων διπτύχων. Δημιουργούνταν κατά τη διάρκεια της λεγόμενης εκ-κλησιαστικής «ζητείας», προκειμένου να επιβιώσουν οι μονές, ιδιαίτερα στην περίοδο της οθωμανικής κατοχής (περισσότερα σε μελλοντικό άρθρο).

Γεωγραφική θέση της επισκοπής Ραδοβισδίου
Ο Γερμανο – Εβραίος γεωλόγος και γεωγράφος Alfred Philippson (1864 – 1953) ορίζει ως Ραδοβίσδι την περιοχή μεταξύ του ποταμού Αράχθου και Ασπροποτάμου (Αχελώου) και των Τζουμέρκων.
Την ονομάζει «Gau Radovizi» (=περιοχή-περιφέρεια Ραδοβισδίου) και αλλού ως «Ga-biet» (=περιοχή) που ανήκει στο νομό Άρτας (Philippson -1897). Την περιοχή περιβάλλουν ποταμοί και τη διασχίζουν δύο οροσειρές. Η οροσειρά της Μεσούντας και η οροσειρά του Γάβρογου, από τις οποίες δι-αιρείται σε Άνω και Κάτω Ραδοβύσδιο.
Το Άνω Ραδοβίσδιο αποτελεί η περιοχή με-ταξύ του Αχελώου και των παραπάνω οροσειρών και το Κάτω Ραδοβίσδιο, η περιοχή μεταξύ των ίδιων οροσειρών και των ονομαζομένων Ζυγοχωρίων της Άρτας.
Σήμερα, η διάκριση σε Άνω και Κάτω Ραδοβίσδι έχει καταργηγθεί διοικητικά, ωστόσο διατηρείται στην εκκλησιαστική διοίκηση και γλώσσα. Η επικοινωνία μεταξύ των δύο τμημάτων του Ραδοβισδίου γίνεται μέσω δύο αυχένων που διανοίγονται μεταξύ των βουνών Κόκκινα Στεφάνια (υψόμετρο 1759 οροσειρά Μεσούντας) και Αλίντα (υψόμετρο 1750) στο χωριό Αστροχώρι (πρώην Καταβόθρα) από τη μια και Αλίντα – Γάβρογο, στο χωριό Σκουληκαριά από την άλλη.
Σύμφωνα με τις επικρατέστερες απόψεις, το εδαφικό τμήμα της περιοχής ήταν αυτό που καταλάμβανε η αρχαία χώρα Δρυοπίς (Αραβαντινός). Άλλοι ερευνητές αντίθετα υποστηρίζουν ότι πρόκειται για περιοχή της αρχαίας Δολοπίας (Μελέτιος 1807). Στο έδ-αφός της υπήρξαν κατά την αρχαιότητα οι πόλεις Ηράκλεια και Τετραφυλία, από τις οποίες πήραν το όνομά τους αργότερα οι ομώνυμοι Δήμοι.
Το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής είναι ορεινό, τραχύ και άγονο. Αυτό βοήθησε την ανάπτυξη κυρίως της κτηνοτροφίας και σε λίγες περιοχές της γεωργίας.
Η περιοχή ήταν η φτωχότερη και πιο ορεινή σε σχέση με άλλες γειτονικές περιοχές. Εξαιτίας των γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών της περιοχής, η συγκοινωνία μεταξύ των οικισμών και με όμορες περιοχές ήταν αρκετά δύσκολη. Πρόβλημα μεγάλο δημιουργούσε και ο ποταμός Αχελώος, κυρίως τους χειμερινούς μήνες. Αυτή η ανάγκη οδήγησε στη δημιουργία της γέφυρας Κοράκου, που βρισκόταν στο βορειότερο τμήμα της περιοχής Ραδοβισδίου, δίπλα στο χωριό Βρεστενίτσα (Πηγές).
Η γέφυρα ανατινάχθηκε στις 28 Μαρτίου 1949 κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου.

Η Επισκοπή Ραδοβισδίου
Αναφέρεται για πρώτη φορά τον 9ο αιώνα από τον Λέοντα τον Σοφό και στο Τακτικό Β΄ του Ιωάννου Τσιμισκή (972-976), εποχή κατά την οποία αυξήθηκε ο αριθμός των επισκόπων.
Δεύτερη φορά αναφέρεται ως «Ραδοβυστίου» στο Τακτικό Α΄του Αλεξίου Κομηνού και τρίτη φορά αναφέρεται το 1371 σε πατριαρχικό σιγίλλιο του Πατριάρχη Αγίου Φιλοθέου Κόκκινου προς τον Μητροπολίτη Λαρίσης Νείλο, μέσα στο οποίο αναγράφονται και οι υπαγόμενες σ΄ αυτόν επισκοπές από τις οποίες την 15η θέση καταλαμβάνει η επισκοπή Ραδοβισδίου (Κώστας Γιαννέλος 1996). Σωζόμενες μαρτυρίες περί της Επισκοπής περιέχονται στο Notitiae Episco-patrum με αρχαιότερη αυτή του cod.pans. grec.1555A του 11ου αιώνα (Αβραμέα 1974, Darrouzew 1981). Οι παραπάνω μαρτυρίες δεν μας δίνουν στοιχεία που να βοηθούν στον εντοπισμό και εδαφικό προσδιορισμό της επισκοπής. Το κενό αυτό φαίνεται να αναπληρώνει σε μεγάλο βαθμό ο υπ’ Αριθμόν 36 κώδικας της Ιεράς Μονής Δουσίκου.
Πρόκειται για μια Παρρησία της Μονής που χρονολογείται το 1530 μΧ. Η Παρρησία αυτή παραθέτει όχι μόνο το όνομα της επισκοπής, αλλά καταγράφει και «χωρία της αγιωτάτης επισκοπής Ραδοβισδίου» με τα ονόματα των προσώπων που δόθηκαν για μνημόνευση κάτω από το αντίστοιχο κάθε φορά χωριό. Με βάση τα στοιχεία που καταγράφονται στις Παρρησίες 36 και 37, η επισκοπή εντοπίζεται κυρίως στην ομώνυμη περιοχή της Άρτας και με πυρήνα που εκτείνεται σε γειτονικές περιοχές του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας από τη μια όχθη του Αχελώου και ενός τμήματος των δυτικών Αγράφων από την άλλη. Προφορική παράδοση γερόντων του χωριού Βραγκιανών Καρδίτσας, αναφέρει ότι η Επισκοπή Ραδοβισδίου έφτανε μέχρι το Κομπότι (Καλομπάτσος 1998). Όμορες επαρχίες (Επισκοπές ή Μη-τροπόλεις) έχει από την πλευρά της Ηπειρώτικης περιοχής της, τις μητροπόλεις Ναυπάκτου και Άρτης, Ιωαννίνων και Σταγών, ενώ στα Άγραφα την επισκοπή Λιτζάς και Αγράφων και την αρχιεπισκοπή Φαναρίου και Νεοχωρίου.

Τα χωριά της επισκοπής Ραδοβισδίου
Τα χωριά που καταγράφονται στις Παρρησίες 36 και 37 της Ιεράς Μονής Δουσίκου κατηγοριοποιούνται ως εξής: Χωριά του Άνω Ραδοβισδίου εννέα, ήτοι: Βρεστενίτσα (Πη-γές), Βαλτζίτσα (συνοικισμός του χωριού Μπότσι – Μεγαλόχαρη), Χοδιανά ή Χουστιανά, (οικισμός των Πηγών), Σεκλήτσα (Ελάτη), Βρατζίστα ή Βρετσίστα (Καστανιά), Σφυρομυρί ή Σουμερού (Μεσόπυργος), Μηλιανά – Τζερκούβιανα ή Κουβιανά (οικισμός των Πηγών), Μπότσι (Μεγαλόχαρη).
Χωριά του Κάτω Ραδοβισδίου έξι, ήτοι: Ρετζιανά, Βελεντζικός, Σκουλικοκαρέα (σημείωση Σκουληκαριά), Γιαννιώτη, Καλεντίνη, Πλανικοβίτζα (σημείωση Διάσελο), Μοναστήρι Μελάδι (σημερινή Μονή Μελατών).
Χωριά του Βάλτου εννέα, ήτοι: Σύντεκνος (περιοχή με διασκορπισμένα σπίτια και ποιμενικές καλύβες), Πατιόπουλο, Κάμινος, Αρία (οικισμός κοινότητας Εμπεσού), Εμ-πεσός, Ντ(Δ)ούνιστα (σημείωση Σταθάς), Σεκαρέτζη (σημείωση Περδικάκι), Βρουβιανά, Βιρβίτζα (σημείωση Αυλάκι).
Χωριά των Ευρυτανικών Αγράφων δώδεκα, ήτοι: Σιβήστα, Βελαώρα, Τοπόλιανη, Γρανίτζα, Λεπιανά, Βλαχομπελτζίστα (Λι-θοχώριον), Ραυτόπουλου (ον), Κριτζίστα (σημείωση Ιτέα), Τζιάρεκα και Κεράσοβο, Τζερνέκα (οικισμός), Ζελενίτζα (σημείωση Πρασιά), Χωρίγκοβο.
Χωριά των Θεσσαλικών Αγράφων έξι, ήτοι: Αργύρι, Σελεπιανά (σημείωση Καταφύλι), Πλησίον (οικισμός), Γριμιανά, Μικρά Βραϊανά (Βραγκιανά), Μάραθος.

Η ιστορική πορεία της επισκοπής Ραδοβισδίου
Η ίδρυση και η αρχή της επισκοπής, μόνο με προφορικές παραδόσεις, ανάγονται στη βυζαντινή εποχή, χωρίς να έχουμε αντίστοιχες γραπτές μαρτυρίες. Λεπτομερή στοιχεία για την περιοχή έχουμε από την απογραφή του 1881 και από την Παρρησία αριθμός 36 της Μονής Δουσίκου (1530 μΧ) αρχικά και από την Παρρησία αριθμός 37 της ίδιας μονής.
Η επισκοπή εξακολουθεί να υφίσταται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας με έδρα αρχικά τα Μικρά Βραγγιανά. Εκείνη δε την εποχή, η ευρύτερη περιοχή των Αγράφων γνώριζε σπουδαία πνευματική ανάπτυξη με κέντρο τα Μεγάλα Βραγγιανά, όπου ο Όσιος Ευγένιος Γιαννούλης ίδρυσε το 1662 «Σχολή Ανωτέρων Γραμμάτων». Η σχολή λειτούργησε στη μονή της Αγίας Παρασκευής στη Γούβα Βραγγιανών με την επωνυμία «Ελληνομουσείον Αγράφων».
Στα μέσα του 18ου αιώνα, η έδρα της επισκοπής μεταφέρθηκε στο χωριό Βελεντζικό, που στα χρόνια της τουρκοκρατίας βρισκόταν σε μεγάλη ακμή. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι, πριν το μεγάλο χαλασμό του 1854 με την αποτυχία της επανάστασης των Ραδοβυζινών, το χωριό αριθμούσε γύρω στις 830 οικογένειες και είχε 10 ναούς.
Μετά τη μονομερή ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η επισκοπή καταργήθηκε με βασιλικό διάταγμα στις 20 Νοεμβρίου 1833. Με τη σύ-σταση του νέου ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, μοιράστηκε στα δύο. Το τμήμα επί του Ελληνικού εδάφους μαζί με την επισκοπή Λιζάς και Αγράφων αποτέλεσαν την επισκοπή Καλλιρόης των Αγράφων. Αργότερα, μετά την απελευθέρωση της Άρτας και της Θεσσαλίας το 1881, γίνεται ανακατάταξη των εδαφών στην περιοχή. Το δυτικό τμήμα της Επισκοπής Ραδοβισδίου δίνεται το 1889 στη Μητρόπολη Άρτας (Κώστας Γιαννέλος 1996). Η επισκοπή Ραδοβυσδίου ήταν από τις φτωχότερες του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο Μ. Γριτσόπουλος σχετικά με την ετήσια εισφορά για τη Μεγάλη του Γένους Σχολή του Πατριαρχείου αναφέρει: «…το έλασσον ποσόν είναι 5 γρόσια, όπως πτωχών επαρχιών αρχιερείς πχ Ραδοβισδίου…». Παρόλα αυτά καλείται ο επίσκοπός της στην εκπλήρωση των προς την Εκκλησία και την τουρκική διοίκηση οικονομικών υποχρεώσεων και μάλιστα μέσα σε καθορισμένες προθεσμίες. Σε συστατικές επιστολές προς τους κληρικούς του νεοεκλεγέντος πρώην Θαυμακού Σεραφείμ, ως επισκόπου Ραδοβισδίου, του έτους 1705, δημοσιεύονται και τα εξής: «…είναι συνήθεια αρχαία εις την αγίαν μας εκκλησία αρχιερείς, κάντε μητροπολίται, κάντε επίσκοποι, να έχωσι να παίρνουν από τους επαρχιώτας των έξω από τα συνηθισμένα δικαιώματα και διατεταγμένα δοσίματα οπού αποφασίζει η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία και η κραταιά βασιλεία να παίρνουν και άλλο εισόδημα και δικαίωμα ονομαζόμενον φιλότιμον (Γριτσόπουλος 1996).

Επίσκοποι της περιοχής Ραδοβισδίου
Εκτός από τον Άγιο Παρθένιο και τον επίσκοπο Καλλίνικο, που αναφέραμε στο πρ-οηγούμενο άρθρο, άλλοι επίσκοποι ήταν: Σεραφείμ (Γριτσόπουλος Μ. Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή). Γρηγόριος. Γίνεται γνωστό το όνομα του επισκόπου από μια χρεωστική ομολογία ενός «Γιάννη Φαρμάκη από Καταβόθρα», προς τον επίσκοπο Ραδοβισδίου Γρηγόριο, με χρονολογία 1η Μαΐου 1812. (Αραβαντινός, Ιστορία Αλή Πασά). Επίσης, υπάρχει και η πληροφορία ότι από κατοίκους του Σακαρετσίου ότι δανείζεται 500 γρόσια ο Ραδοβισδίου Γρηγόριος το 1810 (;) (Αρχιμανδρίτης Πολυκάρπου Καλομπάτσου. Στοιχεία φυσικής και ιστορικής γεωγραφίας της περιοχής της επισκοπής Ραδοβισδίου). Θεοφάνης. Χειρόγραφο σημείωμα του επισκόπου Ραδοβισδίου Θεοφάνους βρίσκεται στο τέλος του κώδικα Christ Church. Αρσένιος. Αναφέρεται στην κτιτορική επιγραφή της Μονής Σέλτσου.

Ιερές Μονές της επισκοπής
1. Μοναστήρι Μελάδι: Πρόκειται μάλλον για τη Μονή Γεννήσεως της Θεοτόκου Μελατών. Από τις Παρρησίες αναφέρεται μόνο στην 37η της Μονής Δουσίκου και αργότερα στη νεότερη βιβλιογραφία.
Ο μητροπολίτης Άρτης Σεραφείμ Ξενόπουλος γράφει: «Η ιερά Μονή Μελάταις επί τω ονόματι της γεννήσεως της Θεοτόκου, κειμένη εις το τμήμα Ραδοβισδίου, απέχουσα της Άρτας κατ’ άρκτον περί τας 5 ώρας, έχει σχέδιον Βυζαντινής εποχής μετά σταυροθολίου, οι δε πρώτοι αυτής δομήτορες εισίν άγνωστοι. Δεύτερος δε τοιούτος τις ην περί τα τέλη του ΙΗ’ εκατοντ. εν έτει 1797 ο προμνησθείς αοίδιμος οπλαρχηγός Κωνσταντίνος Πουλής, ην και καθιστόρησεν ιεραίς εικόσι δι’ ιδίων χρημάτων εν έτει 1821 Φεβρουαρίου 5, επί Αρχιερατείας Ανθίμου και ηγουμενείας Καλλινίκου. Η Μονή αύτη ωκοδομήθη εις τους πρόποδας αρχαίας τινός Μονής, ης λείψανα εν δυσβάτω τόπω σώζονται εισέτι, και έχει ουχί εύκρατον κλίμα, αλλά νοσώδες, επειδή ευρίσκεται μεταξύ δύω βουνών και επί ποταμού…» (Πηγή: Δοκίμιον Άρτης – Πρεβέζης, Σ. Βυζάντιος, Εν Αθήναις, 1884).
2. Μονή Γεννήσεως Θεοτόκου Ροβέλιστας. Δεν μας είναι γνωστός ο χρόνος ίδρυσης του αρχικού μοναστηριού. Ο Σεραφείμ Ξενόπουλος αναφέρει τον 10ο αιώνα. Δυστυχώς, ούτε για τη ζωή του μοναστηριού στα παλιά χρόνια έχουμε στοιχεία, αφού τα χειρόγραφα και τα βιβλία που φυλάσσονταν στη μονή καταστράφηκαν κατά τον ταραχώδη 19ο αιώνα. Γνωρίζουμε μόνο ότι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας λειτούργησε εκεί Ιερατική σχολή για καταρτισμό των ιερέων της επισκοπής Ραδοβυζίων.
3. Μονή Γεννήσεως Θεοτόκου Μεγαλόχαρης. Στο χωριό Μεγαλόχαρη και στον συνοικισμό Αμπέλια βρίσκεται η Μονή Γεννήσεως της Θεοτόκου. Είναι το μόνο κτίσμα που απέμεινε από το μοναστήρι που υπήρχε μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Κτίστηκε το 13ο αιώνα και αναστηλώθηκε στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα. Από αυτό θα ξεκινήσουν οι επαναστάσεις των Ραδοβυζινών το 1854, το 1866 και το 1878 που είχαν ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση της Άρτας και της Θεσσαλίας.
4. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Σκουληκαριάς. Πρόκειται για ερειπωμένο μοναστήρι του οποίου μόνο ο ναός σώζεται ακέραιος. Το μοναστήρι και ο ναός του καταστράφηκαν από τους Τούρκους κατά την επανάσταση των Ραδοβυζίων το 1854. Ο ναός ξαναχτίστηκε το 1867, είναι τρίκλιτη θολωτή βασιλική με μικρό τρούλο και δεν παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εκείνο που έκανε ξακουστό αυτό το μοναστήρι δεν είναι η καλλιτεχνική του αξία, αλλά η ιστορία του: Σ’ αυτό έλαχε να γίνει το λίκνο ενός από τους ενδοξότερους ήρωες της επανάστασης του 1821, του «γιού της καλογριάς», του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Σώζεται μισογκρεμισμένο το κελί, όπου η Ζωίτσα Ντιμισκή τον γέννησε το 1872 και για να αποφύγει το σκάνδαλο και την οργή των συγγενών της, κατέφυγε με το παιδί της στο Μαυρομάτι της Καρδίτσας.
5. Ιερά Μονή Σέλτσου. Η Μονή Σέλτσου ανήκε στην Επισκοπή Ραδοβισδίου μέχρι το 1830 και μετά στη Λιτζά των Αγράφων (μέχρι το 1881) που ανήκε στη Μητρόπολη Λάρισας. Σήμερα, είναι μετόχι της Μονής Ροβέλιστας. Σύμφωνα με την επιγραφή, η ανέγερση και ιστόρηση του ναού πραγματοποιήθηκαν το έτος 1697 μΧ με συνδρομή των Ιερομόναχων Ρηγηίνου, Βαρθολομαίου, Ζαχαρίου, Αλεξίου, Αλεξίου ιερέως, Ιακώβου, Διονυσίου, του Επισκόπου κυρ Αρσενίου και των «εντιμότατων αρχόντων» κυρ Νίκου και Αποστόλη.

6. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Τσερκίστας (Κλειστό) (18ος αιώνας).
7. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Δημαρίου.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ