ΜΕΡΟΣ Α’
Η «εν Άρτη εκκλησία» στη Μητρόπολη Ναυπάκτου – Νικοπόλεως. Μέχρι τον 10ο αιώνα η περιοχή της Άρτας υπαγόταν στη Μητρόπολη Κορίνθου και αργότερα στη Μητρόπολη Νικοπόλεως.
Η Αποστολική Εκκλησία της Κορίνθου, την οποία ίδρυσε ο Απόστολος Παύλος, φυσικό ήταν να αποτελεί καθοδηγητικό κέντρο εξάπλωσης του χριστιανισμού, αφού η Κό-ρινθος, πέραν της εκκλησιαστικής πρωτοπορίας της ως Μητροπόλεως, ήταν η πρωτεύουσα της Επαρχίας Αχαΐας ή Ελλάδος. Παλαιά παράδοση, επίσης, υποστηρίζει ότι το μήνυμα για τον Χριστό και την ανάστασή Του στη Νικόπολη της Ηπείρου έφερε και διέδωσε ο απόστολος Παύλος. Για τη διέλευση του απόστολου Παύλου από τη Νικόπολη στην Αγία Γραφή ευρίσκομε μόνο μία μαρτυρία: Γράφει ο Παύλος στην προς Τίτο Επιστολή του: «Όταν πέμψω Αρτεμάν προς σε ή Τυχικόν, σπούδασον ελθείν προς με εις Νικόπολιν, εκεί γάρ κέκρικα παραχειμάσω» (Τίτος 3,12).
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία, στα τέλη του 9ου αιώνος, λόγω Βουλγαρικών επιδρομών, παρατηρείται μεγάλη παρακμή της Νικοπόλεως, η οποία μέχρι τότε ήταν έδρα διοικήσεως του ομωνύμου θέματος, με αποτέλεσμα η έδρα αυτή να μεταφερθεί νοτιότερα στο ασφαλές φρούριο της Ναυπάκτου. Αυτό, όμως, είχε ως συνέπεια και την απόσπαση της επισκοπής Ναυπάκτου από τον μητροπολίτη Κορίνθου και την ανύψωσή της σε μητρόπολη Παλαιάς Ηπείρου, κάτι που έγινε μεταξύ των ετών 896 έως 900 μΧ.
Η Μητρόπολη Ναυπάκτου, που περιλάμβανε την Παλαιά Ήπειρο και τη Δυτική Στερεά, από τις αρχές του Ι’ αιώνος, αναφέρεται με διάφορες ονομασίες, όπως φαίνεται από τους τίτλους του Μητροπολίτη: «ο Ναυπάκτου Νικοπόλεως», «ο Ναυπάκτου πάσης Αιτωλίας» κλπ. Επίσης, η θέση της στη σειρά των μητροπόλεων του Οικουμενικού Θρόνου δεν ήταν σταθερή, αλλά άλλαζε από εποχή σε εποχή. Πάντως στα «Τακτικά» του Λέοντος Στ’ του Σοφού (886 – 912), του Πατριάρχη Νικολάου Μυστικού (901 – 907) και του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (912-959), η νέα μητρόπολη Ναυπάκτου κατέχει την 35η θέση και ηγείται ολοκλήρου της Δυτικής Ηπειρωτικής Ελλάδος. Σ’ αυτή υπάγονται εννέα επισκοπές, από τις οποίες οι τρεις είναι νέες και καταλαμβάνουν μάλιστα τις τρεις πρώτες θέσεις, ενώ οι υπόλοιπες έξι προϋπήρχαν και υπάγονταν στη μητρόπολη Νικοπόλεως.
Οι εννέα αυτές επισκοπές κατά σειρά είναι οι εξής: Βονδίτζης, Αετού, Αχελώου, Ρωγών, Ιωαννίνων, Φωτικής ή Φωτίκης, Αδριανουπόλεως (Δρυινουπόλεως), Βουθρωτού Χειμάρρας. Αργότερα υπήχθησαν στη Μητρόπολη Ναυπάκτου και οι επισκοπές Άρτης και Κοζίλης.
Ως έδρα μητροπόλεως η Ναύπακτος γνώρισε μεγάλη εκκλησιαστική ακμή και αίγλη. Από τον 10ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως επίσημο λιμάνι της αυτοκρατορίας για την επικοινωνία της με τη Δύση και συνδεόταν οδικώς με την Κωνσταντινούπολη. Το 1026 μΧ αναφέρεται «ανώνυμος» μητροπολίτης Ναυ-πάκτου, ο οποίος σε εξέγερση του λαού της Ναυπάκτου, εξαιτίας της δυσβάστακτης φορολογίας, διαπομπεύθηκε δημόσια και τυφλώθηκε.
Επί Αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, ο Επίσκοπος Ναυπάκτου Βασίλειος λαμβάνει μέρος στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 1156.
Επί Μιχαήλ Άγγελου του Α΄, η Αιτωλοακαρνανία προσαρτάται στο Δεσποτάτο της Ηπ-είρου με πρωτεύουσα την Άρτα και με Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτας τον Ιωάννη Απόκαυκο, 1200 έως 1232, η προσφώνηση του οποίου ήταν «Υπέρτιμος Ναυπάκτου και Έξαρχος Νικοπόλεως και πάσης Αιτωλίας».
Ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο Β΄ αναβαθμίζει την Επισκοπή Ιωαννίνων σε Μητρόπολη. Έτσι οι Επισκοπές της περιοχής εκείνης περιήλθαν στη νέα Μητρόπολη και στην Επισκοπή της Ναυπάκτου.
Μετά την κατάληψη από τους Ιταλούς, τοποθετείται Λατίνος Επίσκοπος, του οποίου η παραμονή στην πόλη της Ναυπάκτου γίνεται δύσκολη και κάποια στιγμή την εγκαταλείπει. Ακολούθησε η τοποθέτηση Επισκόπου Ναυπάκτου και Επισκόπου Άρτας το 1367. Ο τίτλος του Επισκόπου Ναυπάκτου και Άρτας παραμένει μέχρι την Επανάσταση του 1821.
Η «εν Άρτη εκκλησία» στη Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτης
Σχετικά με την περίοδο κατά την οποία η Μητρόπολη φέρει τον τίτλο «Ναυπάκτου και Άρτης» πρέπει να σημειώσουμε, ότι, λόγω της αδυναμίας του Μητροπολίτη Ναυπάκτου να εδρεύει σ’ αυτή, η έδρα μεταφέρθηκε προσωρινά στην έδρα της Επισκοπής Άρτης το 1367. Τούτο είχε ως συνέπεια, η Μητρόπολη να απορροφήσει την Επισκοπή όσο τουλάχιστον ο Μητροπολίτης είχε ως έδρα την Άρτα, γιατί σύμφωνα με τους ιερούς Κανόνας δεν είναι δυνατόν δύο Επίσκοποι κυρίαρχοι να έχουν την αυτή έδρα.
Η προσάρτηση του τίτλου «Άρτης» έγινε μερικές εκατονταετίες αργότερα, για να αποδώσει τη νέα πραγματικότητα. Με τον τίτλο «Ναυπάκτου και Άρτης» είναι γνωστός στα 1507 ο Ευθύμιος. Προ αυτού γνωστός στις 21 Αυγούστου 1480 είναι ο Γεράσιμος Χοϊδάς ο Καλλιδόντης που έφερε τον τίτλο «Ναυπάκτου και Νικοπόλεως», αλλά πολύ πιθανόν η ονομασία να είναι απλώς μια λόγια απήχηση της παλαιάς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και όχι πραγματικό γεγονός.
Φαίνεται ότι η Άρτα ήταν η συνήθης έδρα του Ναυπάκτου και Άρτης, χωρίς να αποκλείεται κατά διαστήματα, ιδιαίτερα κατά την Βενετοκρατία, να διέμενε ο Μητροπολίτης στη Ναύπακτο.
Ενδεικτικά είναι όσα αναφέρει ο Ναυπάκτου και Άρτης Μελέτιος στη Γεωγραφία του: «Είτα Ναύπακτος, πόλις παραθαλασσία και οχυρά, Μητρόπολις πάσης της Λο-κρίδος και Αιτωλίας, Θρόνον Μητροπολίτου έχουσα…», χωρίς να αναφέρει κάτι ανάλογο και στην περιγραφή του για την Άρτα.
Το 1507, γίνεται ξανά η Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτης με πρώτο Μητροπολίτη, όπως αναφέραμε, τον Ευθύμιο. Στη συνέχεια συναντάμε τη λειτουργία των Επισκοπών: Επισκοπή Βονίτσης ή Βονδίτζης ή Βονίτζης. Εδώ βρέθηκε Συνοδική Πράξη, που υπογράφεται πρώτα από τον Επίσκοπο Βόνιτσας, Ιωάννη, και μετά από τον Πατριάρχη Γερμανό τον Β΄.
Στην Πράξη αυτή γίνεται αναφορά στα Μοναστήρια του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Προδρόμου. Επισκοπή Αετού, η οπ-οία περιλάμβανε τις Επισκοπές Βονίτσης, Αχελώου, Ρωγών, Ιωαννίνων, Δρυινουπόλεως, Βουθρωτού, Χειμάρας και Άρτης.
Στο διάστημα 1808 έως 1813 η Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτης υπό την πίεση του Αλή Πασά συνενώνεται με τη Μητρόπολη Ιωαννίνων. Ο Π. Αραβαντινός, χρονογράφος της Ηπείρου, αναφέρει ότι η Άρτα από το ΙΓ΄ αιώνα ήταν έδρα Μητροπολίτου με τίτλο (μέχρι το 1820) «Άρτης και Ναυπάκτου, υπερτίμου και εξάρχου πάσης Αιτωλίας».
Η Επανάσταση του 1821 δημιούργησε νέες συνθήκες. Μετά την Επανάσταση, η Γερουσία Δυτικής Ελλάδος κάλεσε το 1822 τον πρώην Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης να ποιμαίνει τους επαναστατημένους τό-πους της δικαιοδοσίας της με τον τίτλο «Πορφύριος θείω ελέει αρχιεπίσκοπος της ελευθέρας Δυτικής Ελλάδος».
Ο Πορφύριος υπέγραφε όχι με τον ανωτέρω αντικανονικό τίτλο, αλλά ως Ναυπάκτου και Άρτης ή περιληπτικά με έναν εκ των δύο και από το 1830 έως 1833 ως «Ναυπάκτου» ή ως «Ναυπάκτου και Μεσολογγίου».
Μάλιστα σε επιστολή του στα 1830 αναφέρει ότι, επειδή τον ονόμαζε ο καθένας όπως ήθελε και αυτός ως «πολλεπώνυμος» υπόγραφε απλά ως Μητροπολίτης Πορφύριος.
Μετά την απελευθέρωση έχουμε τις εξής εκκλησιαστικές μεταβολές: Στα 1833, ιδρύ-εται η Επισκοπή Ακαρνανίας που περιλάμβανε το νομό Αιτωλοακαρνανίας με έδρα το Μεσολόγγι. Πρώτος Επίσκοπος Ακαρνανίας ο πρώην Ναυπάκτου και Άρτης Πορφύριος. Στα 1842 στην Επισκοπή αυτή συνενώθηκε η Επισκοπή Καλλιδρόμης της Επαρχίας Ευρυτανίας και συγκροτήθηκε η Αρχιεπισκοπή Ακαρνανίας και Αιτωλίας.
Από τους σημαντικότερους και λόγιους Μητροπολίτες της Μητροπόλεως Ναυπάκτου ήταν ο Ιωάννης Απόκαυκος, ο οποίος αρχιεράτευσε την περίοδο της ακμής του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1205 έως 1230) και ο οποίος κατέστησε την Άρτα δεύτερο κέντρο της Μητροπόλεώς του με τη σύγκληση Συνόδων και εκλογή αρχιερέων των περιοχών που περιλάμβανε το Δεσποτάτο. Την εποχή αυτή η Άρτα ήταν έδρα επισκοπής με επίσκοπο τον Ιωάννη, σύγχρονο του Ιωάννη Απόκαυκου.
Ο πρώτος, όμως, Μητροπολίτης Ναυπάκτου που εγκαταστάθηκε στην Άρτα ήταν ο πρώην αρχιεπίσκοπος Λευκάδος Ματθαίος το 1367. Μετά από αυτόν οι Μητροπολίτες έχουν και πάλι έδρα τη Ναύπακτο, φέροντας τον τίτλο «Ναυπάκτου – Νικοπόλεως». Από το 1507 ο Μητροπολίτης Ευθύμιος τιτλοφορείται «Ναυπάκτου και Άρτης» και διατηρείται ο τίτλος μέχρι την Ελληνική Επανάσταση. Κατά καιρούς η Μητρόπολη αυτή υπαγόταν και στον Μητροπολίτη Ιωαννίνων, όπως κατά το 1383 και 1808 έως 1813 για πολιτικούς κυρίως λόγους.
Συνεχίζεται…