Δεν πρέπει να υπάρχει, νομίζω, άλλο μέρος του κόσμου, που να διατήρησε με σεβασμό, αγάπη, στοργή και πείσμα, την παράδοση, το φρόνημα και τον λαϊκό πολιτισμό, όσο η Κρήτη.
Θα ήταν, επομένως, άτοπο και παράδοξο για ένα λαό, που διατήρησε ανέπαφο και ατόφιο τον πολιτισμό του, τη γλώσσα, τα ήθη και έθιμα, το φρόνημα και την εθνική συνείδηση, να μην κάνει το ίδιο και με το τραγούδι. Οι Κρήτες, λοιπόν, διατήρησαν, σχεδόν λατρευτικά, τα τραγούδια τους, τον ήχο της πολύπαθης ιστορίας τους και τα κράτησαν γνήσια και αμόλευτα από το συρμό του άφρενου και ευτελούς νεωτερισμού.
Τα ριζίτικα, πανάρχαια τραγούδια της δυτικής Κρήτης, έχουν τις ρίζες στον Ακριτικό κύκλο και φθάνουν οπωσδήποτε στον 10ο μετά Χριστόν αιώνα,αν όχι και παλαιότερα. Η περιφέρεια των Σφακιών και των Ριζών διατήρησε όσο κανένα άλλο μέρος της Ελ-λάδας τον δωρικό τύπο ανθρώπου, ακέραιο και αναλλοίωτη τη λακωνική παρουσία. Ένα χαρακτηριστικό ριζίτικο τραγούδι με σκοπό και περιεχόμενο επαναστατικό, σε ρυθμό εμβατηρίου, που από χρόνια πέρασε τα όρια της Κρήτης και έγινε πανελλήνιο, είναι το «Πότε θα κάνει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει».
Το τραγούδι αυτό φλογούσε τις καρδιές των Κρητών στα χρόνια της Ενετικής κυριαρχίας1, στην εποχή της σκλαβιάς στους Τούρκους2, εξέφραζε με τον καλύτερο τρόπο τους αγώνες των Κρητών για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση, συντρόφευε τους μαχητές του Αρκαδίου στα 1866 και τους επαναστάτες του Θερίσου στα 1905, τα στ- ρατιωτικά τμήματα των Κρητών στους εθνικούς αγώνες των ετών 1912 – 1922 και στον πόλεμο του 1940. Τραγουδήθηκε από τους διαδηλωτές στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, κατά την διάρκεια του απελευθερωτικού, αντιαποικιοκρατικού αγώνα του Κυπριακού λαού (1955 -1959) και από τους εξεγερμένους σπουδαστές στα ανελεύθερα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας (1967 -1974).
Τραγουδήθηκε, τέλος, με την απαράμιλλη και αξεπέραστη φωνή του αλησμόνητου Νί- κου Ξυλούρη, στα σκαλιά του Πολυτεχνείου, στην εξέγερση του Νοέμβρη του 1973 κατά του φασιστικού καθεστώτος.
Πότε θα κάμει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει/ να πάρω το τουφέκι μου την όμορφη πατρώνα/ να κατεβώ στον Ομαλό, στην στράτα των Μουσούρω,/ να κάμω μάνες, δίχως γιούς, γυναίκες δίχως άντρες/ να κάμω μωρά παιδιά μαύρα σκοτεινιασμένα./ ή να κάμω και μωρά παιδιά να κλαιν δίχως μανάδες,/ να κλαιν’ τη νύχτα για νερό και το πρωί για γάλα.
Με το τραγούδι αυτό έχουν ασχοληθεί πολλοί, όσοι δηλαδή μελέτησαν το λαογραφικό υλικό της Κρήτης. Εξ αυτών, απ’ όσο γνωρίζω, ο Αριστ. Κριάρης3, ο Σ. Κελαϊδής και ο Ι. Παπαγρηγοράκης4, τοποθετούν τη δημιουργία του στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και οι ιστορικοί Ψιλάκης5 και Μουρέλλος 6, δίνουν στο τραγούδι χαρακτήρα γενικό, το ερμηνεύουν δηλαδή ως προϊόν του πόθου του σκλάβου, που θέλει να πάρει τα όπλα να πολεμήσει τον τύραννο.
Θεωρώ, όμως, ότι πληρέστερη είναι η ιστορική και ερμηνευτική προσέγγιση του τραγουδιού, που έκανε ο Ν. Καβρουλάκης7, ο οποίος διατυπώνει τη γνώμη ότι οι ρίζες του τραγουδιού αυτού βρίσκονται στη βυζαντινή εποχή και οπωσδήποτε στα χρόνια της Ενετοκρατίας. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το τραγούδι αυτό είναι μετατροπή και προσαρμογή μεταγενέστερη, άλλου, πολύ πα- λαιότερου τραγουδιού:
Χριστέ να ζώνουμουν σπαθί και νάπιανα κοντάρι/ να πρόβαινα στον Ομαλό στη στράτα τω Μουσούρω,/ να σύρω τ’ αργυρό σπαθί και το χρυσό κοντάρι/ να κάμω μάνες δίχως γιούς, γυναίκες δίχως άντρες.
Οι αναφορές στο κοντάρι παραπέμπουν αναμφίβολα ευθέως στον Ακριτικό κύκλο, στον οποίο απαντάται συχνά ο στίχος αυτός «να σύρω τ’ αργυρό σπαθί και το χρυσό κοντάρι».
Οι Μουσούροι, είναι από τις πιο παλαιές αριστοκρατικές και αρχοντικές οικογένειες της Κρήτης και πήγαν εκεί από το Βυζάντιο, μετά την άλωση της Πόλης. Βρίσκουμε αναφορές γι’ αυτούς σε πολλές πηγές8.
Αυτοί οι Μουσούροι και άλλες πανίσχυρες οικογένειες Αρχοντορωμαίων (Σγουράφοι, Πάτεροι, Καντανολέοι), κατατυραννούσαν τον απλό λαό, κατά τρόπο θρασύ και άδικο και δημιουργούσαν σε βάρος του αφόρητη κατάσταση, χειρότερη απ’ αυτή των Ενετών κατακτητών, των οποίων ήταν το μόνιμο πρόβλημα. Τα ίδια τα Ριζίτικα τραγούδια, εκτός από τις ιστορικές πηγές, αναφέρονται και στα εγκλήματα των Αρχοντομουσούρων:
Μωρέ κοπέλια Σφακιανά, όσα ‘στε των αρμάτω/ πιάστε τα και γλακήσετε στον Ομαλό να πάμε /κι έκαμαν πάλι φονικό οι γι αρχοντομουσούροι./ο Γιάνναρη σκοτώσασι, το νιό τον παινεμένο.
Νικόλα, τ’ αντροκάλεσμα άφης το μην το κάνης/ κι ακόμα ζωντανοί ‘μεστα, κι ακόμα γης παθιούμε/ κι ακόμα τα δοξάρια μας κι εκείνα ζωντανά ‘νιε.
Φωνήν και κλάημαν άκουσα στ’ Ορθούνι και στσι Λάκκους/ Το Γιάνναρη σκοτώσανε, χαημός στο παλικάρι./Δεν πάει μπλιο στον Ομαλό στα ρημοκούραδάν του/ να βρη τσι συζευτάδες του να ιδή και τσι βοσκούς του,/ να τωνε δειξη χειμαδιό και τόπους ιδικούς του.
Ο Κρητικός λαός σατίριζε τους Αρχοντορωμαίους με ειρωνικό τρόπο όταν ανέλαβαν την προσωρινή εξουσία της επανάστασης του 1570 (Χρονικό Τριβάν):
Ποιος είδε κοντή σύντυχο/ Κανδάνολε Ρετούτη/ και Πατερό γραμματικό.
Παραλλαγή δημοσιεύει ο Γ. Φίνλεϋ:
Ποιος είδε κόντε σίνδικο/ Γκαντανολέο ρετούρη/ και Πατερό γραμματικό/ Μουσούρο πρωτοστάτορα.
Σήμερα «στράτα των Μουσούρων» είναι ο δρόμος που οδηγεί από το χωριό Λάκκους στον Ομαλό. Στα χρόνια που έγινε το τραγούδι, οικογένειες Μουσούρων ζούσαν στον Ομαλό για λόγους ασφαλείας. Επομένως, είναι αναμφίβολο ότι οι κάτοικοι της περιοχής αυτής μετουσίωσαν το παράπονο, την οργή, το μίσος και την εκδικητική μανία τους κατά των Ενετών και των Μουσούρων (και άλλων Αρχοντορωμαίων) στο τραγούδι «Χριστέ να ζώνουμουν σπαθί…» που μεταμορφώθηκε αργότερα στο υπέροχο τραγούδι «Πότε θα κάνει ξαστεριά…» που τόσο αρέσει σε όλους τους Έλληνες και ιδίως τους νέους.
Σημειώσεις
1. Βλέπε την άποψη του Ενετού προβλεπτή Benetto Morro για τους Σφακιανούς , το έτος 1584, στο βιβλίο του Στεργίου Σπανάκη «Μνημεία της Κρητικής Ιστορίας» και τη γνώμη του Hoeck, που τους αποκαλεί γνησίους απογόνους των Δωριέων.
2. Οι Τούρκοι κατέλαβαν το Κάστρο (Χάνδακα) στα 1669 μΧ. «Κάστρο και πού’ ν ‘ οι πύργοι σου και τα καμπαναργιά σου/ και πού’ ν ‘ οι γι αντρειωμένοι σου, τα όμορφα παλικάρια;».
3. Βλέπε Αριστ. Κριάρη: «Κρητικά άσματα».
4. Βλέπε Ι. Παπαγρηγοράκη: «Τα Κρητικά ριζίτικα τραγούδια».
5. Βλέπε Β. Ψιλάκη: «Ιστορία της Κρήτης μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων».
6. Βλέπε Μουρέλλου: «Ιστορία της Κρήτης».
7. Ν. Καβρουλάκη: «Οι ρίζες των ριζίτικων τραγουδιών, Εκδόσεις Π. Ράνου, Αθήναι, 1967, 82 – 89 , του ιδίου: «Η λογοτεχνία στην υποκειμενική και αντικειμενική θεώρησή της», σελίδα 72.
8. Βλέπε Γ. Σήφακα: Το χρυσόβουλο Αλεξίου Κομνηνού (Κρητικά Χρονικά Β’, σελίδα 129 ), Μ. Δέφνερ: «Οδοιπορικαί εντυπώσεις από τη Δυτική Κρήτη, Νικ. Ζουδιανού: «Ιστορία της Κρήτης επί Ενετοκρατίας», σελίδα 65, Σ. Σπανάκη: Μνημεία της Κρητικής ιστορίας , σελίδα 27, ιδίου: Δύο αναφορές τω Σφακιανών προς τους Βενετούς προβλεπτές (Κρητικά Χρονικά, τόμος. Α’ σελίδες 431 – 444).

*Ο Αυγερινός Θ. Ανδρέου είναι δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας υπήρξε πρόεδρος καισήμερα γενικός γραμματέας, μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου “Ο Παρνασσός” και εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού “ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ