Ο Παναγιώτης Αραβαντινός, γιος του Σταματέλου Αραβαντινού, γεννήθηκε στην Πάργα της Ηπείρου το έτος 1811.
Στα 1919, που η Αγγλία επώλησε την Πάργα στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ο ναυτικός το επάγγελμα πατέρας του και η οικογένειά του εκπατρίστηκαν στους Παξούς, μαζί με πολλούς άλλους Παργιανούς. Στη συνέχεια βρέθηκε στην Κέρκυρα, όπου έλαβε σημαντική μόρφωση. Σε ηλικία 25 ετών ήταν ήδη εγνωσμένης αξίας ιστοριοδίφης, λόγιος και συγγραφέας, γνωστός και με το ψευδώνυμο «Ο Θεσπρωτός». Τότε, λοιπόν (1836) εκλήθη στα Ιωάννινα να διδάξει ως Ελληνοδιδάσκαλος, εφαρμόσας πρώτος αυτός την αλληλοδιδακτική μέθοδο.
Επέστρεψε στην Πάργα το 1837 και ενυμφεύθη την κόρη του Δημητρίου Δεσίλα Πάν- τζα. Απέκτησε δύο γιους, τον Κωνσταντίνο Αραβαντινό, ο οποίος αργότερα στην Αθήνα διέπρεψε ως Τραπεζίτης, Πρόεδρος του Χρηματιστηρίου Αθηνών και Βουλευτής Αττικοβοιωτίας και τον Αριστείδη Αραβαντινό, ο οποίος έκανε λαμπρή σταδιοδρομία ως ιατρός και συγγραφέας.
Ο Παναγιώτης Αραβαντινός συνέχισε διδάσκων στα σχολεία των Ιωαννίνων, γενόμενος και διευθυντής της Ζωσιμαίας Σχολής, του πιο σημαντικού πνευματικού κέντρου στα χρόνια εκείνα, ισαξίου της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης, του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντος και της Μεγάλης του Γένους Σχολής στην Κωνσταντινούπολη. Ασχολήθηκε και με το εμπόριο, μηδέποτε εγκαταλείψας την ιστορική έρευνα και την συγγραφή.
Εμελέτησε συστηματικά την σκοτεινή ιστορία της Ηπείρου όσο κανείς άλλος. Το συγγραφικό έργο είναι μεγάλο και έχει ως αντικείμενο την Ιστορία, την Λαογραφία και την Γεωγραφία της Ηπείρου. Κατείχε σπάνια χειρόγραφα, τα οποία εμβριθώς εμελέτησε και ανέλυσε. Συγκέντρωσε λαογραφικό υλικό άφθονο εξ Ηπείρου και εξ άλλων περιοχών.
Απεβίωσε στα Ιωάννινα στις 19 Δεκεμβρίου 1870 και ετάφη στο Αρχιμανδρείο. Η οικία του ήταν στην οδό που τώρα φέρει το όνομά του. Εκτός από πολλές μελέτες του, βιογραφίες και μονογραφίες που εδημοσιεύθησαν στην «Πανδώρα» και άλλα λογοτεχνικά περιοδικά, συνέγραψε την «Χρονογραφία της Ηπείρου» μέχρι το έτος 1854 (έργο δίτομο, δημοσιευθέν στην Αθήνα τα έτη 1856-1857), «Περί της αρχαίας χωρογραφίας της Ηπείρου», ( έργο εκδοθέν το 1858), «Περί του χρονικού της Ηπείρου», (έργο εκδοθέν το 1865 με το ψευδώνυμο Π. Θεσπρωτός), «Περί του Οσίου Νείλου του Εριχιώτου» (έκδοση 1865) και άλλα.
Μετά τον θάνατόν του τα παιδιά του Κωνσταντίνος και Αριστείδης Αραβαντινός, εδημοσίευσαν τα εξής έργα του: «Ιστορία του Αλή Πασά του Τεπελενλή», (Αθήνα 1895), «Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων», (Αθήνα 1905), «Ηπειρωτικόν γλωσσάριον», ( Αθήνα 1909), κυρίως δε και πρωτίστως την «Συλλογήν Δημοτικών Ασμάτων της Ηπείρου», (Αθήνα 1880).
Το έργο αυτό της συλλογής δημοτικών εξ Ηπείρου τραγουδιών είναι σημαντικό για όλους, κυρίως όμως για τους ασχολουμένους με την Λαογραφία, γιατί είναι πλούσιο σε αριθμό τραγουδιών, τα περισσότερα από τα οποία το πρώτον αποθησαυρίζονται. Αλλά και τραγούδια που δημοσιεύθηκαν από τον Φωριέλ, από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο, τον Πάσωβ, τον Μανούσο, τα βρίσκουμε στην συλλογή τραγουδιών του Αραβαντινού και σε άλλες, πιο καλές παραλλαγές.
Την συλλογή ολοκλήρωσε ο Αραβαντινός στα Ιωάννινα το 1861 και ως εκ τούτου αγνοούσε και δεν έλαβε υπ’ όψιν του τις συλλογές του Γ. Χασιώτου (1866) και του Μ. Λελέκου (1868).
Ο Παναγιώτης Αραβαντινός είναι πιθανότατα ο συνθέσας το τραγούδι «Η αδελφική αγάπη». Το τραγούδι αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην δική του ποιητική συλλογή «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ – ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΗΜΩΔΩΝ ΑΣΜΑΤΩΝ», που είδε το φως της δημοσιότητος το έτος 1880 στην Αθήνα (σελίδες 275, αριθμός 456). Στη συνέχεια συμπεριελήφθη και σε άλλες ποιητικές συλλογές και πέρασε, λόγω του παιδευτικού περιεχομένου του, στα Νεοελληνικά Αναγνώσματα, προς διδασκαλίαν των μαθητών.
Το τραγούδι αυτό εξελήφθη ως δημοτικό, λόγω του πνεύματος, της δομής και της εν γένει τεχνικής του, ενώ είναι, μετά πιθανότητος εγγιζούσης την βεβαιότητα, προσωπική σύνθεση του Παναγιώτη Αραβαντινού (βλέπε Γεωργίου Σπυριδάκη: Ελληνική Λαογραφία, Αθήνα 1975, σελίδα 37, Μαρίας Ιωαννίδου – Μπαρμπαρίγου εν Επετ. του Λαογρ. Αρχείου, έτ. Γ-Δ (1941-42), σελ..38-59.).
Ακολουθεί η αναδημοσίευση του ωραίου αυτού τραγουδιού:
Η αδελφική αγάπη
Ανάθεμά τον που το ειπεί τ’ αδέρφια δεν πονιούνται./ Τ’ αδέρφια σκίζουν τα βουνά και δέντρα ξερριζώνουν,/ τ’ αδέρφια εκυνηγήσανε κ’ ενίκησαν το Χάρο./ Δυο αδέρφια είχαν αδερφή στον κόσμο ξακουσμένη,/ τη φθόναγεν η γειτονιά, τη ζήλευεν η χώρα,/ τη ζήλεψε κι ο χάροντας και θέλει να την πάρει./ Στο σπίτι τρέχει και βροντάει σαν να ήταν νοικοκύρης./ Άνοιξε, κόρη, για να μπω, ‘τοιμάσου να σε πάρω,/ τι εγώ είμ’ ο γιος της μαύρης γης, τς αραχνιασμένης πέτρας./ Άφσε με χάροντ’, άφσε μες, σήμερα μη με πάρεις,/ ταχυά Σάββατο να λουστώ, την Κυριακή ν’ αλλάξω,/ και τη Δευτέρα το ταχύ έρχομαι μοναχή μου./ Απ’ τα μαλλιά την άρπαξε κι η κόρη κλαίει και σκούζει./ Να και τ’ αδέρφια πώφθασαν ψηλά ‘π’ το κορφοβούνι,/ τον χάροντα κυνήγησαν και γλύτωσαν την κόρη.
*Ο Αυγερινός Θ. Ανδρέου είναι
δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας υπήρξε πρόεδρος και
σήμερα γενικός γραμματέας, μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου “Ο Παρνασσός” και εκδότης του λογοτεχνικού
περιοδικού “ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ