Η αναγκαιότητα, η χρησιμότητα και η ιερότητα της εργασίας, δεν ήταν πάντοτε δεδομένα ιστορικά.
Σε άλλα καθεστώτα δεν εθεωρείτο καθήκον και υποχρέωση η εργασία. Απ’ εναντίας, οι αρχαίοι Αθηναίοι θεωρούσαν την παραγωγική διαδικασία ανάξια ελευθέρων πολιτών, καλή μόνο για τους δούλους. Οι δούλοι εργάζονταν σκληρά και οι Αθηναίοι πολίτες εκινούντο φιλοσοφούντες στην Αγορά, στη Στοά, στον Κεραμεικό, εβουλεύοντο στην Πνύκα ή περιδιάβαιναν στα Στάδια, στα Γυμναστήρια, στους Κήπους του Ακαδήμου ή παρακολουθούσαν θέατρο. Στα χρόνια του Μεσαίωνα, πάλι, τιμητική θέση είχε η αρπακτική διάθεση του δυνατού (στο σπαθί και στο κοντάρι) βαρώνου ή φεουδάρχη και η εργασία για την παραγωγή των χρειωδών αγαθών είχε ανατεθεί βιαίως στους δούλους, πληβείους και υποτελείς.
Η αστική τάξη κι αργότερα η μεγαλοαστική, το καπιταλιστικό σύστημα κι ύστερα το μετακαπιταλιστικό, όλη η κοινωνική ηθική του δυτικού τύπου πολιτισμού καθεστώτων, στηρί- χθηκαν στην ιερότητα του καθήκοντος της επιμόχθου εργασίας. Όλη η εκπαίδευση των νέων είναι στραμμένη σ’ αυτή την κοινωνική και οικονομική αντίληψη, όπως και η κοινωνική πρακτική και η πολιτιστική προσέγγιση και η αναγκαία δράση. Μαθαίνουν τα παιδιά στο Σχολείο τη Μωσαϊκή εντολή: «Εξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου…». Μαθαίνουν και υστερότερο θρησκευτικό ρητό: «Ο μη εργαζόμενος μηδ’ εσθιέτω» ή το άλλο ρητό: «Ο εις τον Ναόν εργαζόμενος εις τον Ναόν εσθιέτω» κ.τ.τ. Και άλλα γνωμικά από το πνευματικό οπλοστάσιο των αρχαίων Ελλήνων: «Έργον δ’ ουδέν όνειδος, αεργή τ’ όνειδος», Ησίοδος, «Έργω κουκέτι μύθω», Αισχύλος.
Ακούει ο νέος ότι όποιος δεν εργάζεται είναι εχθρός της κοινωνίας, απομυζά τον ιδρώτα του άλλου ανθρώπου, ενυδατώνεται από τη λίμνη του κακού. Ακούνε οι νέοι πως η εργασία παρηγορεί, ηθικοποιεί, ευφραίνει, δημιουργεί και είναι η πηγή κάθε δυνατού καλού, κάθε ευημερίας, υλικής και ηθικής. Ακούγονται κι άλλες κουβέντες διδακτικές και ηθικοπλαστικές για την χωρίς όρια αποτελεσμα- τικότητα της εργασίας: Βλέπεις αυτόν τον ζάπλουτο, με τα μέγαρα, τις βίλλες, τα πολλά χρήματα; Όλα αυτά τα έκανε με τη δουλειά του, είναι αυτοδημιούργητος!
Και τώρα η πραγματικότητα. Τελειώνουν τα παιδιά τα σχολεία, τα Πανεπιστήμια, όπου έμαθαν πολλά, αλλά και τα παραπάνω εξαίσια πράγματα και αντικρίζουν, βλέπουν κατάματα τη ζωή. Αισθάνονται την ανάγκη και το καθήκον να εργασθούν και να κάνουν πράξη όσα έμαθαν. Και τότε βρίσκουν συνήθως τις πόρτες ερμητικά κλειστές.
Προστίθενται στη μακρά λίστα ανέργων, πριν γνωρίσουν την εργασία. Μαθαίνουν ότι για να επιτύχουν θα πρέπει να δωροδοκήσουν, να αδικήσουν έναν άλλον άνθρωπο, που κι αυτός παλεύει για να ζήσει, να συρθούν σε προθαλάμους πολιτικών γραφείων, όπου πωλείται φθηνά η ελπίδα, καταρρακώνεται η προσωπικότητα και ευτελίζεται η αξιοπρέπεια, να συναγελασθούν με κά- ποιον οικονομικά ισχυρό και γενικά να ταπεινωθούν. Μα, και εάν ακόμη αποφασίσουν, υπείκοντες στη χρεία των καιρών, να κάνουν κάποια εργασία αναντίστοιχη των προσόντων τους, και αυτή ενδέχεται να μην την εξεύρουν, αφού προτιμώνται από τους εργοδότες, φθηνά εργατικά χέρια άλλων δυστυχούντων εργατών, μεταναστατών που, κατά χιλιάδες, εισέρχονται, σχεδόν ελευθέρως και ανελέγκτως στη χώρα για καλύτερη τύχη.
Αυτά, βέβαια, προ της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που σοβεί από δεκαπενταετίας περίπου. Η διεθνής αυτή κρίση είναι μεν οικονομική, αλλά είναι ταυτόχρονα ηθική και κοινωνική. Όταν η μεγάλη μάζα των καταναλωτών γίνεται ανίσχυρη να αγοράσει της παραγωγής τα προϊόντα, η κατανάλωση λιγοστεύει, η παραγωγή για τις ανάγκες εξυπηρέτησεως του Κεφαλαίου ακριβαίνει, εργάτες απολύονται, εργοστάσια κλείνουν, χρεοπιστωτικά ιδρύματα και Τράπεζες καταρρέουν, η ανεργία αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο, η ηθική υποχωρεί και η απέρα- ντη θλίψη απλώνεται πάνω απ’ τις χώρες. Η κρίση αυτή ξεκίνησε, βέβαια, από τη μητρόπολη του Καπιταλισμού και εξαιτίας των οικονομικών σχεδιασμών των ισχυρών της Γης για ολοένα αυξανόμενη συγκέντρωση του πλούτου, επηρέασε, όμως, και τα άλλα Κράτη, συνακολούθως και αναγκαίως, αφού διαπλέκονται αφεύκτως διεθνώς οι οικονομίες.
Ας θυμηθούμε εδώ, ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος για το θέμα αυτό είπε στους επικριτές του το έτος 1929 στη Βουλή: «Τι εθέλατε να κάνω, κύριοι; Να πάρω το όπλον, να υπάγω εις τα σύνορα και να είπω: Οικονομική κρίσις μην εισέρχεσαι;». Και δεν είναι μόνον αυτό. Το σύστημα, προ της καταρρεύσεως, αμυνόμενο προσωρινώς, οδήγησε σχεδιαστικά τους κατανωλωτές στις Τράπεζες για χρέωση με επώδυνους και δυσβάστακτους όρους, για να κινηθεί η αγορά, η κατανάλωση και να αυξηθούν τα κέρδη και ο πλούτος των ολίγων, με αποτέλεσμα και συνακόλουθη συνέπεια την ομηρία και τον ευτελισμό χιλιάδων πολιτών που έγιναν στρατιά νεοπτώχων. Όχι πως δεν είχαν και αυτοί ευθύνες, αφού «άνοιξαν φτερά μεγαλύτερα από την φωλεά τους», όπως είπε ο Οράτιος. Η οικονομική αυτή κρίση επιδείνωσε την κατάσταση στη Χώρα.
Για ποια αξιόπρεπη εργασία, που φέρνει χαρά, μιλούμε; Η δουλεία καταργήθηκε από τον Αβραάμ Λίνκολν στην Αμερική και πρωτύτερα στην Ευρώπη και τώρα ανθεί στη χώρα μας. Γυναίκες πωλούνται και μεταπωλούνται ακριβότερα, πίσω ή δίπλα στους εκπροσώπους της διοικητικής ή αστυνομικής Αρχής, που καμώνονται ότι δεν βλέπουν ή λένε πως δεν μπορούν να σταματήσουν και να τιμωρήσουν το κακό. Άνθρωποι σε ηλικία συνταξιοδοτήσεως (και πέρα απ’ αυτή) εργάζονται σε όχι και τόσο καλές εργασίες, για να επιβιώσουν. Οι νέοι στην ανεργία ή στην υποαπασχόληση. Εργοδότες εντελώς νόμιμα ενοι- κιάζουν υπαλλήλους τους. Υποχρεώνουν νέες γυναίκες να υπογράφουν δήλωση ότι δεν θα κάνουν γάμο ή δεν θα τεκνοποιήσουν μέχρι τα 35 χρόνια τους. Επιβάλουν και άλλα, σκληρά και ανείπωτα, που δεν πρέπει να αναφερθούν εδώ. Τα ασφαλιστικά Ταμεία τρίζουν συθέμελα. Η χαρά απέδρασε και η ελπίδα «ώχετο απιούσα». Το όνειρο απομακρύνεται. Όλοι ξέραμε ότι η κρίση θα περάσει και τη δική μας αυλόπορτα. Μας το είπε εδώ και 2500 χρόνια ο σοφός Σόλων σε λίγους στίχους ενός ποιήματός του:
«Ούτω δημόσιον κακόν έρχετ’, οίκαθ’ εκάστω/ Αύλειος, δ’ έτ’ έχειν ουκ εθέλουσι θύρας,/ υψηλόν δ’ υπέρ έρτος υπέρθορεν, εύρε πάντως,/ ει και τις φεύγειν εν μυχώ η θαλάμου».
«Όταν δηλαδή, η μάζα δυσπραγεί, αυτό το κοινό κακό θα φθάσει στο σπίτι του καθενός, και ούτε θα το σταματήσει το κλείσιμο της μεγάλης αυλόθυρας, γιατί αυτό υπερπηδά τους τοίχους τους ψηλούς και βρίσκει άφευκτα κι εκείνον που καταφεύγει στα ενδότερα του θαλάμου του». Έτσι, λοιπόν, η ανθρωποθυσία άρχισε και καλά κρατεί. «Πάσαλος πασάλω εκκρούεται», λύκος ο άνθρωπος στα δύσκολα «Homo homini lupus» και «γαία πυρί μιχθήτω».
Κι αναρωτιέται εύλογα κανείς τι πρέπει να γίνει. Η πολιτική εξουσία, στην οποία ο λαός εμπιστεύτηκε την τύχη του ή έστω την ορθή και νουνεχή διαχείριση της κατάστασης, για να ξεπεραστεί η κρίση, πρέπει να πάρει γενναία μέτρα, δίκαια και ανακουφιστικά για τους πολλούς. Γιατί όχι συσάχθεια; Μα, θα μας πουν, δεν είμαστε στην εποχή του Σόλωνα. Υπάρχουν νόμοι και πρέπει να εφαρμόζονται.
Οι δανειστές (διάβαζε τραπεζίτες) προστατεύονται από τους νόμους. Η απάντηση είναι απλή. Οι νόμοι έγιναν από ανθρώπους και εξυπηρετούν ανθρώπους, αλλάζουν δε με άλλους νόμους, όταν οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες διαφοροποιούνται ουσιωδώς. Κάτι τέτοιο υποστηρίζουν κάποιοι πολιτικοί και άρχισε δειλά να ερφαρμόζεται. Ίδωμεν. «Αρχή άνδρα δείκνυσι» μας δίδαξε ο Αριστοτέλης. «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», έλεγε ο Πρωταγόρας. Και όταν η κρίση ξεπεραστεί, το Κράτος κατά τρόπο δίκαιο, αμερόληπτο και απρόσωπο να εξασφαλίσει εργασία για όλους, για να κερδίσουν το ψωμί τους, αλλιώς να τους δώσει το ψωμί τους. Το δικαιούνται.
Να δομηθούν τα νέα οικονομικά δεδομένα μακριά από την παραζάλη της συσωρεύσης πλούτου διά της εκμεταλλεύσεως, αλλά με κανόνες στοιχειώδους λογικής. «Όσο υπάρχει και ένας άνθρωπος χωρίς στέχη, χωρίς φαγητό και φάρμακα, κανείς δεν δικαιούται να είναι πλούσιος», έλεγε ο Γεώργιος Παπανδρέου την δεκαετία του 1950. Να ειδούμε ένα περίγραμμα, που όλοι θα χωρούν και με γνώμονα το κοινό συμφέρον και καλό. Τότε η εργασία θα είναι καθήκον και η προσφορά της καλό του καθενός, αλλά και του συνόλου. Να είναι η εργασία ανάλογη κάθε ατόμου στην παραγωγή όσων χρειάζεται η ολότητα για να ευημερήσει.
Όλοι οι άνθρωποι εξ ίσου. Η εργασία του πνεύματος τότε θα συντελέσει στην διανοητική εξέλιξη και την πνευματική χαρά όλων και όχι όσων μπορούν να την έχουν. Αν έτσι εργασθούν οι άνθρωποι, όχι δηλαδή για τη συσσώρευση πλούτου διά της υπερεργασίας και της υπερκατανάλωσης, αλλά για την παραγωγή όσων το κοινωνικό σύνολο χρειάζεται, γιατί να υπάρχει ανεργία, κρίση, πείνα, δυστυχία, ξεπεσμός, αθλιότητα, θλίψη και απόδραση της ελπίδας και του ονείρου;
*Ο Αυγερινός Θ. Ανδρέου είναι
δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, μέλος
της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών,
της οποίας υπήρξε πρόεδρος και
σήμερα γενικός γραμματέας,
μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου
“Ο Παρνασσός” και εκδότης του
λογοτεχνικού περιοδικού
“ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ