«Εσείς παιδιά μωρέ κλεφτόπουλα, παιδιά της Σαμαρίνας,/ μωρέ παιδιά καημένα κι ας είστε λερωμένα./Αν πάτε πάνω στα βουνά, ψηλά στη Σαμαρίνα/ μωρέ παιδιά καημένα κι ας είστε λερωμένα./Τουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μην πείτε/ μωρέ παιδιά καημένα κι ας είστε λερωμένα./Κι αν σας ρωτήσει η μάνα μου, η δόλια η αδερφή μου/ μωρέ παιδιά καημένα κι ας είστε λερωμένα./ Μην πείτε πως σκοτώθηκα, πως είμαι σκοτωμένος/ μωρέ παιδιά καημένα κι ας είστε λερωμένα./ Να πείτε πως παντρεύτηκα, πως είμαι παντρεμένος,/ μωρέ παιδιά καημένα κι ας είστε λερωμένα,/ Πήρα την πέτρα πεθερά, τη μαύρη γη γυναίκα/ μωρέ παιδιά καημένα κι ας είστε λερωμένα./ Κι αυτά τα λιανολίθαρα αδέρφια και ξαδέρφια/ μωρέ παιδιά καημένα κι ας είστε λερωμένα».
Η Σαμαρίνα κτισμένη σε υψόμετρο 1.650 μέτρων, στον Σμόλικα της Πίνδου (με υψόμετρο 2.637 μέτρων, 2ο ψηλότερο βουνό μετά τον Όλυμπο) είναι το ψηλότερο χωριό της Ελλάδας. Πλούσια η Σαμαρίνα σε μοναστήρια, εκκλησίες, παραδοσιακά σπίτια, νερόμυλους, σε κτηνοτροφία και κυρίως σε ιστορία. Απέχει 50 χιλιόμετρα από τα Γρεβενά. Ανήκει στον νομό Γρεβενών και παλαιότερα στο νομό Κοζάνης. (Ο νομός Γρεβενών έγινε πριν από δεκαετίες προς ικανοποίηση πολιτικών διεργασιών και σκοπιμοτήτων, με αφαίρεση τμημάτων από τους νομούς Ιωαννίνων, Τρικάλων, Κοζάνης). Οι γενναίοι Σαμαριναίοι φυσικά και συμμετείχαν στους αγώνες του Έθνους για εθνική ανεξαρτησία.
Πλάι στους άλλους Έλληνες επαναστάτες, πολέμησαν στη Ρούμελη, στο Μοριά και στη Μακεδονία. Τμήμα Σαμαριναίων πολέμησε με τον Παπαφλέσσα στην άνιση μάχη του Μανιακίου. Κατά τον Αχιλλέα Γκριζιώτη (πληροφορίες από τις ιστοσελίδες του Πολιτιστικού Συλλόγου Σαμαρίνας, Λάρισας και περιχώρων), αρχηγός του σώματος αυτού ήταν ο Κό- λας (Νίκος) Γκριζιώτης, ο μετέπειτα στρατηγός της επανάστασης. Πολλά παλικάρια (Μί- χας Γκριζιώτης και άλλοι) σκοτώθηκαν, ενώ ο Βουλής Γιώτσας γύρισε τραυματισμένος στη Σαμαρίνα και πέθανε σε λίγο καιρό. Έτυχε κηδείας εθνικού ήρωα.
Εκατόν είκοσι μαχητές Σαμαριναίοι συμμετείχαν στην ένδοξη φρουρά των Μακεδόνων και πολέμησαν στην πολιορκία του Μεσολογγίου (1826). Με αρχηγό το Μίχο Φλώρο πολέμησαν γενναία στην «Ντάπια» του Στρατηγού Μακρή. (Ο Μακρής, κατά τους ιστοριογράφους και χρονικογράφους του Αγώνα, ήταν φαινόμενο ανδρείας και πολεμικής αποτελεσματικότητας. Η πανοπλία του ήταν ολόκληρο οπλοστάσιο και ήταν αδύνατη στους πολλούς η μεταφορά της. Εκείνος, όμως, την μετέφερε ο ίδιος παντού, στις μάχες δε ήταν άτρομος).
Ονόματα μαχητών, που διασώζει η παράδοση, είναι του Μάκρη, Μανάκα, Αβραμούλη, Συράκου, Μ. Μπούσια, Γκιολδάρη, Τζίμου ή Καπετάν-Τζήμου. Κατά την ηρωική έξοδο σώθηκαν μόνο 33.
Όταν έφθασαν κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Συμεώνος, όπως είχε προαποφασισθεί, ο βαριά τραυματισμένος αρχηγός των Σαμαριναίων Μίχος Φλώρος τραγούδησε λίγο πριν ξεψυχήσει το τραγούδι αυτό στα παλικάρια του, τα οποία κατά την παράδοση έγραψαν τους στίχους στις φουστανέλες τους, για να μην τους ξεχάσουν. Οι Σαμαριναίοι μέχρι το 1828 συνέχισαν τον αγώνα τους κατά των Τούρκων για λευτεριά και εθνική ανεξαρτησία.
Μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους ανέστειλαν τη δράση τους, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία και τον πρόσφορο χρόνο να ξαναπάρουν και πάλι τα όπλα κατά των τυράννων! Η ευκαιρία ήρθε την Άνοιξη του 1854.
Η Ήπειρος και η Θεσσαλία επαναστάτησαν κατά της Τουρκίας, μεσούντος του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856). Η Αθήνα φλέγεται από επαναστατικά συναισθήματα. Ο Όθωνας ονειρεύεται απελευθέρωση όλων των ελλαδικών εδαφών και στέψη του ως Αυτοκράτορος στην Πόλη. Η Αμαλία έφιππος περιδιαβαίνει τον Θεσσαλικό κάμπο, ζητώντας άμεση έναρ- ξη των πολεμικών συγκρούσεων. Στο χωριό Μπότση (νυν Μεγαλόχαρη της Άρτας) κηρύσσεται η Επανάσταση κατά των Τούρκων, απελευθερώνονται τα 19 χωριά του Ραδοβιζίου και το ιστορικό Πέτα.
Οι επαναστάτες (Κοσσυβάκης, Κατσικογιάννης, Κοτσίλας, Σπύρος Καραϊσκάκης (ο γιος του Γ. Καραϊσκάκη), Θεό- δωρος Γρίβας) καταλαμβάνουν και την Άρτα για ένα βράδυ μόνο. Ο παλαίμαχος Σαμαριναίος καπετάνιος Χατζηζήσης Χατζημάτης συγκεντρώνει μαχητές από τα Βλαχοχώ- ρια της Πίνδου (Σαμαρίνα, Αβδέλλα, Περιβόλι, Σμίξη, Γράμμουσα και Ντένισκο) και συγκρούεται με τον Μεχμέτ Αγά των Γρεβενών στη θέση «Φυλλουριά» του χωριού Καρπερό.
Η μάχη κράτησε «ήλιο με ήλιο», ολημερίς και οι απώλειες εκατέρωθεν ήταν μεγάλες. Νεκρός ο αρχηγός Χατζηζήσης και 80 από τους μαχητές του. Την άλλη ημέρα προσέτρεξε για βοήθεια ο Θόδωρος Ζιάκας και τα παλικάρια του και απώθησαν τους Τούρκους μέχρι τα Γρεβενά.
Το τραγούδι αυτό, με το οποίο υμνούνται οι πολεμιστές της Σαμαρίνας, είναι βέβαια ένα μοιρολόγι. Τα μοιρολόγια έχουν συντεθεί πάντοτε από γυναίκες. Δεν αναφέρεται μοιρολόγι ως δημιούργημα κάποιου άνδρα. Οι Μανιάτισσες γυναίκες προεχόντως και δευτερευόντως οι Ηπειρώτισσες δόμησαν μοιρολόγια, τα οποία αρχή έχουν τους θρήνους των Αρχαίων Ελλήνων. Είναι δηλαδή τα μοιρολόγια λόγοι θρηνητικοί, θρήνοι, πένθιμα τραγούδια για τον θάνατο συγγενών ή φίλων. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις κατά τις οποίες πεθαίνει κανείς μόνος ή με άνδρες συντρόφους. Δεν υπάρχουν μανάδες κι αδελφές να τον κλάψουν.
Τότε κατ’ ανάγκην θα τον κλάψουν άνδρες: «Δεν έχει μάνα, να τον κλαίει, κύρη να τον λυπάται,/ ούτ’ αδερφό, ούτ’ αδερφή να τον μοιρολογάει./Τον κλαίει ο καπετάνιος του το νιο, το παλικάρι…».
Και στην ακραία περίπτωση, θα κλάψει ο μελλοθάνατος τον εαυτό του μόνος του! Έτσι συμβαίνει και στο τραγούδι αυτό: Ο καπετάνιος δίνει οδηγίες στα παλικάρια του πώς θα κρύψουν το κακό απ’ τη μάνα και την αδελφή του. Δεν πρέπει να μάθουν τον άδικο και όλως πρόωρο θάνατό του. Από την άλλη να μην υπάρξουν χαρές, τραγούδια και τυφεκισμοί. Βλέπει ο καπετάνιος ότι δεν του πρέπει το χώμα, αλλά η ζωή. Να τη χαίρεται και να τον βλέπουν ευτυχισμένο η μάνα και η αδελφή του: «Δεν είναι για τη μαύρη γης, και για το μαύρο χώμα,/ θέλει οντάν από γυαλί, ταβάν’ από κρυστάλλι,/ να στέκ’ ορθός να ζώνεται, να στρίβει το μουστάκι,/ και τον καθρέφτη στο πλευρό να φκιάνει τα μαλλιά του,/ για να τον γλέπ’ η μάνα του, κι η δόλια αδερφή του».
*Ο Αυγερινός Θ. Ανδρέου είναι
δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, μέλος
της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών,
της οποίας υπήρξε πρόεδρος και
σήμερα γενικός γραμματέας, μέλος
του Φιλολογικού Συλλόγου “Ο Παρνασσός” και εκδότης του λογοτεχνικού
περιοδικού “ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ