Στρίβουμε στη γωνία του Κακκαβά, διαβαίνουμε την οδό Καραϊσκάκη, προσπερνάμε την κεντρική πλατεία και μπαίνουμε την Ν. Πριοβόλου με κατεύθυνση τη λαϊκή αγορά.

Τον ευχαριστιέσαι αυτόν τον εμπορικό πεζόδρομο, όσες φορές κι αν τον διαβείς. Έχει μια ιστορικότητα και μια ιδιαίτερη ομορφιά. Η κάθε γωνιά του κουβαλά και τη δική της χάρη. Το Επιμελητήριο, μπροστά – μπροστά, σε καλωσορίζει και σε καλεί σε ημερίδες και σε εκδηλώσεις. Λίγο παρακάτω η στέγη του «Μακρυγιάννη» σε πέτρινο κτήριο. Ένα ζωντανό κύτταρο στα σπλάχνα της πόλης. Ακόμα, συναντάς νοερά ή ολόρθα, τα αρχοντικά και διατηρητέα του Τηλ. Γαρουφαλλιά (πρώην Μπόρου), του Καραπάνου (σήμερα ξενοδοχείο Αμβρακία), του Αντωνόπουλου (σήμερα ιδιοκτησία Καρατσιώλη), του Παπανικολάου και άλλα. Παράδοση και πολιτισμός μαζί.
Αριστερά – δεξιά καταστήματα με όλα τα είδη προϊόντων. Μυρωδιές από ιώδιο και μπαχαρικά δημιουργούν ατμόσφαιρα αιχμαλωσίας. Το εμβληματικό παντοπωλείο του Τσώλη, καρτερικά πάντα στη θέση του, μας προσφέρει και του «πουλιού το γάλα». Παρούσα και η σκλάβα ρίγανη σε ματσάκια, και τα αυγά «ημέρας» από συμπαθέστατες ηλικιωμένες κυρίες σε στάση ανακούρκουδα με την πραμάτεια καταγής. Ένα ποτάμι κόσμος το πρωί, μια σκοτεινιά τη νύχτα κι ένα απέραντο πάρκινγκ αυτοκινήτων.
Στο τέρμα του δρόμου θα συναντήσουμε τη μικρή – μικρή πλατεία και θα αισθανθούμε ένα μεγάλο βουητό να έρχεται μέσα από τη λαϊκή αγορά. Είναι η αγαπημένη της πόλης. Μια ζωντανή Ελληνική πραγματικότητα. Οπωροφόρες λέξεις ανεμίζουν στον αέρα και φέρνουν μυρωδιές από φρούτα και ζαρζαβατικά.

Η μικρή πλατεία δεν είναι καμωμένη με αρχιτεκτονική σοφία. Είναι απλή, απουσιάζουν οι υπερβολές και δεν εκλιπαρεί για συχνές ανακαινίσεις. Είναι ένα μικρό ξέφωτο με το δικό του ουρανό. Έχει αυτό το «κάτι» που σε παγιδεύει. Κρατά χαρακτήρα και γύρω της είναι συγκεντρωμένη μια αγορά που έχει τα πάντα, μαζί με τον οικιστικό πυρήνα. Κρίμα που οι κολώνες της ΔΕΗ και ο υποσταθμός που είναι στο κέντρο της, λειτουργούν εις βάρος της αισθητικής και της λειτουργίας του χώρου.
Είναι στην απόληξη τεσσάρων γνωστών δρόμων της πόλης, όπου φτάνεις χωρίς να συναντάς κάποια ταμπέλα με το όνομά της. Έχει ωραία… πολυφωνική μουσική σε υψηλή ένταση από τα αυτοκίνητα και τα αμέτρητα μηχανάκια που προσπερνούν συνήθως από δε- ξιά και σε ξαφνιάζουν. Μέχρι και ο ήχος του ρολογιού της πόλης πνίγεται μέσα στις αγριεμένες εξατμίσεις του δρόμου αλλά, δυστυχώς, και του πεζόδρομου.
Αναπαύεται πάνω στην αρχαία Αμβρακία και είναι ισχυρός φορέας ιστορικής μνήμης. Νιώθεις από κει τον ίλιγγο των αιώνων και τη σιωπή της Οβραίικης πολιτείας. Ένα ευαίσθητο αυτί μπορεί να ακούσει τους ήχους από την πιο πρόσφατη ιστορία της Άρτας. Το Καφέ-αμάν, που ήταν κτισμένο στη θέση της σημερινής λαϊκής, τις μελωδίες και τα πατήματα από την Ακαδημία χορού «Παλάντζα», τις φωνές των κοριτσιών από το Παρθεναγωγείο και το ακατανόητο κουβεντολόι από το Τουρκοπάζαρο.
Φιλόξενος της λαϊκής ο αυλόγυρος με τα λιτά του καθίσματα. Λίγος ο χώρος και ο καφές βαρύ γλυκός με μικρό κέρμα! Έγινε στέκι και σημείο συνάντησης για τους πιστούς της. Εκεί θα βρεις τον κ. Αλέκο, τον κ. Άρη, τον κ. Βασίλη. Αυτοί και πολλοί άλλοι θα δώσουν το καθημερινό τους παρών. Συνταξιούχοι και αποσταμένοι από τη μάχη του χρόνου, επιζητούν λίγη ξεκούραση και λίγο «μαζί». Η ευτυχία που όλοι μας αναζητάμε δεν είναι κάτι παραπάνω από ένα σύνολο καθημερινών πραγμάτων στη σωστή τους σειρά.
Η πρώτη ρουφηξιά από τον ζεστό καφέ της ξενοιασιάς, «όλα τα λεφτά». Η συνήθειά του δεν κόβεται. Οι άδειες ώρες γίνονται γλυκιά καταφυγή. Ένα κέρασμα μπορεί να αποτελέσει και άνοιγμα ψυχής. Ανεβάζει στην επιφάνεια τα ευγενή συναισθήματα και την ανθρω- πιά. Παραπέρα οι μοναχικοί με τον «σκέτο», που χαραμίζουν τον πολύτιμο χρόνο τους σε ατομικές περιπλανήσεις. Σε μια γωνιά και κάποιοι που κρύβουν μπόρες και φουρτούνες στην αγκαλιά τους. Είναι η στιγμή που κάθισαν να διαβάσουν το πόρισμα των εξετάσεων από το διπλανό Ιατρικό κέντρο του αγαπητότατου Κώστα Αλεξίου.
Ένα κινούμενο πλήθος περνά ασταμάτητα μπροστά από τα μάτια σαν σε παρέλαση. Ο πλούτος, η φτώχεια, η υγεία, ο πόνος, οι έρωτες, τα πάθη, οι αγέραστες καλλονές, οι πολιτικοί, οι Ρομά. Βιαστικοί και νωχελικοί πολίτες, μεταφορείς και διανομείς για το μεροκάματο, όλοι στρατιώτες της ζωής. Και τσάντες με ψώνια αφθονίας, πολλές τσάντες.
Οι εικόνες αυτές θα επαναλαμβάνονται στο χρόνο, τα κτίρια ενδεχομένως να μένουν τα ίδια, όπως και οι δρόμοι, μα πόσο διαφορετικοί οι άνθρωποι!
*Νίκος Πριόβολος. Με καταγωγή από τα Πιστιανά, πλούτισε στην Ιταλία και πέθανε στην Τεργέστη. Από το όνομά του ονομάστηκε Πριοβόλια η αλληλοδιδακτική σχολή που λειτουργούσε εκεί κοντά, γιατί με τα ποσά που άφησε ως χορηγία, πληρωνόταν οι μισθοί των δασκάλων και καλύπτονταν κι άλλες λειτουργικές ανάγκες της.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ