Γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου*

Με αφορμή την επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη στην Άρτα στις 28/29 Ιουνίου στο παρόν άρθρο καταγράφονται άγνωστα ιστορικά στοιχεία που αφορούν την σχέση της Άρτας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Οι ιστορικοί δεσμοί της Άρτας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποδεικνύονται από τα εξής:
Α. Από τις ενέργειες της Οσίας Μητρός ημών Θεοδώρας για τη λύση του εκκλησιαστικού προβλήματος που προέκυψε κατά την περίοδο 1204 – 1235.
Β. Από το ιστορικό Σταυροπήγιο της Μονής Παρηγορήτισσας και το σχετικό πατριαρχικό σιγίλιο. Σταυροπήγιο είναι εκκλησιαστικός όρος και ιστορικά σημαίνει τοποθέτηση σταυρού στα θεμέλια μοναστηριού ως ένδειξη υπαγωγής του μοναστηριού απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και όχι στον τοπικό επίσκοπο ή μητροπολίτη. Μετά την ανακήρυξη του Αυτοκε- φάλου από την Εκκλησία της Ελλάδος το 1850 τα παλαίφατα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, όπως άλλωστε και το σύνολο, σχεδόν, των ιερών μονών της τότε ελληνικής επικράτειας, διαλύθηκαν από την Πολιτεία, προκειμένου να μπορέσει να καρπωθεί τη σημαντική κινητή και ακίνητη περιουσία τους.
Γ. Από τις επισκέψεις Πατριαρχών στην Άρτα και στη Μονή της Παρηγορήτισσας.
Δ. Από το γεγονός ότι ο Μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος (1864-1894) διατέλεσε και τοποτηρητής του Οικουμενικού θρόνου από τις 30 Σεπτεμβρίου 1873 μέχρι την 1 Δεκεμβρίου 1873. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μητροπολίτης Σεραφείμ Ξενόπουλος υπήρξε ο τελευ- ταίος ιεράρχης που εκλέχθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο για τη Μητρόπολη Άρτης. Και τούτο διότι το 1882 το Πατριαρχείο χειραφέτησε τις Επαρχίες, που είχε στη Θεσσαλία, καθώς και τη μισή στην ουσία Μητρόπολη Άρ- της στην Εκκλησία της Ελλάδος. Στο άλλο τμήμα της Μητροπόλεως Άρτης που τελούσε ακόμη υπό Οθωμανική Κατοχή τον Αύγουστο του 1881, λίγο νωρίτερα, η Μήτηρ Εκκλησία συνέστησε νέα Επαρχία, (ύστερα και από απαίτηση των κατοίκων της και δεν υπήγαγε το τμήμα αυτό σε άλλη διπλανή Μητρόπολη, στην Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων) με την ονομασία Ιερά Μητρόπολις Νικοπόλεως και Πρεβέζης και με την 22α θέση στο Συνταγμάτιο του Πατριαρχείου, θέση που κατέχει μέχρι σήμερα.
Ε. Από άλλα πατριαρχικά γράμματα και σιγίλια. Νεότερες ιστορικές έρευνες συνδέουν τον εξ Άρτης Αγιορείτη Κολλυβά Χριστόφορο Προδρομίτη με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Σεραφείμ (1757-1761), επειδή ο Χριστόφορος εχρη- μάτισε δάσκαλος των ανηψιών του Πατριάρχη (περισσότερα σε επόμενο άρθρο). Η άποψη που υποστηρίζει ότι η Άρτα συνδέεται με το Οικουμενικό Πατριαρχείο μέσω του Οσίου Μαξίμου του Γραικού ΔΕΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΝΕΤΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ, επειδή η σύνδεση αυτή αφορά στην Ι.Μ.Βατοπαιδίου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο Φωτιστής των Ρώσων Μάξιμος ήταν Βατοπαιδινός μοναχός.
Το εκκλησιαστικό πρόβλημα της περιόδου 1204-1235 και η Οσία Θεοδώρα.
Όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Λατίνων, ξεκίνησε από την πλευρά των Βυζαντινών η προσπάθεια ανάκτησης της Βασιλεύουσας. Εστίες αντίστασης στους Λατίνους έκαναν την εµφάνισή τους σε αρκετά σηµεία της πρώην Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι δύο κυριότερες από αυτές ήταν τα κράτη της Ηπείρου (με πρωτεύουσα την Άρτα) και της Νίκαιας, στα οποία είχαν άλλωστε συγκεντρωθεί και πολλοί Βυζαντινοί πρόσφυγες, τόσο από την Κωνσταντινούπολη, όσο και από άλλες περιοχές που βρίσκονταν πλέον υπό την κατοχή των Λατίνων. Ο εξόριστος ορθόδοξος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είχε πλέον την έδρα του στη Νίκαια.
O Μιχαήλ Α΄ ∆ούκας της Ηπείρου (ο ιδρυτής του Δεσποτάτου της Ηπείρου), δεν θεωρούσε τον εαυτό του υποτελή του κράτους της Νικαίας µε οποιονδήποτε τρόπο, ούτε δεχόταν, πως η Εκκλησιαστική Σύνοδος του κράτους του όφειλε να ενεργεί κάτω από τις οδηγίες και την επίβλεψη του νέου Οικουµενικού πατριάρχη στη Νίκαια. Έτσι, όταν ο ηγεµόνας της Ηπείρου ξεκίνησε τη µεγάλη του αντεπίθεση εναντίον των Λατίνων του ελλαδικού χώρου και πέτυχε να απελευθερώσει πολλές πόλεις, οι κενές επισκοπικές έδρες των πόλεων αυτών έπρεπε να πληρωθούν από νέους ορθόδοξους επισκόπους. Σύµφωνα µε τους εκκλησιαστικούς κανόνες, όταν επρόκειτο για µητροπολίτες, έπρεπε να ενηµερωθεί ο Οικουµενικός πατριάρχης και να του ζητηθεί να εκλέξει τους νέους επισκόπους ή έστω, να παραχωρήσει την άδειά του στη Σύνοδο της Ηπείρου, ώστε να προχωρήσει αυτή στην εκλογή. Επιπλέον, πρέπει να σηµειωθεί, πως, ακόµη και σε αυτήν την περίπτωση, οι υποψήφιοι θα έπρεπε να οριστούν από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. O Μιχαήλ ∆ούκας όμως ζήτησε από τη Σύνοδο της Ηπείρου να προχωρήσει στην τοποθέτηση των νέων µητροπολιτών στη Λάρισα (1212) και στο ∆υρράχιο (1213) άµεσα και χωρίς καµία προηγούµενη ενηµέρωση της Νίκαιας. Με την κίνησή του αυτή, που ήταν σαφώς µια διπλωµατική ενέργεια µε σηµαντικές πολιτικές προεκτάσεις, ο ιδρυτής του ανεξάρτητου κράτους της Ηπείρου έδειχνε ποια ήταν η θέση του απέναντι στον αυτοαποκαλούµενο «αυτοκράτορα» της Νίκαιας, ενώ, έστω και έµµεσα, αµφισβητούσε και το κύρος του οικουµενικού πατριάρχη καθώς και τη δικαιοδοσία του στην Ήπειρο.
Στα 1213 ο Μιχαήλ ∆ούκας είχε ήδη απελευθερώσει πολλές πόλεις και είχε επεκτείνει την επικράτειά του προελαύνοντας συνεχώς νικηφόρα στις εκστρατείες του, ώστε να θεωρεί τον εαυτό του τουλάχιστον ισότιµο µε τον Θεόδωρο Λάσκαρη της Νίκαιας. Ωστόσο, φαίνεται, πως οι ενέργειες αυτές δεν πραγµατοποιήθηκαν χωρίς τις επιφυλάξεις της Εκκλησιαστικής Συνόδου της Ηπείρου. Ο Ιωάννης Απόκαυκος, που ήταν µητροπολίτης Ναυπάκτου και ο αρχαιότερος από τους ιεράρχες της Ηπείρου, σε µια µεταγενέστερη επιστολή του προς τον πατριάρχη Μανουήλ Σαραντηνό στη Νίκαια αναφερόµενος στα γεγονότα αυτά, γράφει χαρακτηριστικά τα εξής: «πρόθυμος οὐκ εἰμὶ χειροτονητής, βραδὺς δὲ μᾶλλον περὶ τὰ τοιαῦτα».
Τις επιφυλάξεις τους αυτές οι ιεράρχες της Ηπείρου τις ανέφεραν στον Μιχαήλ ∆ούκα, ο οποίος απέστειλε τότε σχετική αίτηση προς τον πατριάρχη προκειµένου να αναγνωρισθούν επισήµως, έστω και εκ των υστέρων, οι νέοι επίσκοποι από το Οικουµενικό Πατριαρχείο. Aυτή ήταν µια καλή ευκαιρία για το πατριαρχείο της Νίκαιας να αναµιχθεί στα οργανωτικά ζητήµατα της Εκκλησίας της Ηπείρου. Ωστόσο, προτιµήθηκε αρχικά από τους ιεράρχες της Νίκαιας η σιωπή και χρειάστηκε να περάσουν εννέα χρόνια µέχρις ότου ο τότε πατριάρχης Μανουήλ Σαραντηνός απαντήσει στη Σύνοδο της Ηπείρου. Η ευκαιρία για προσέγγιση της Νίκαιας µε την Ήπειρο, έστω και σε εκκλησιαστικό επίπεδο, χάθηκε και το δυσάρεστο αυτό προηγούµενο οδήγησε στη διεύρυνση του χάσµατος ανάµεσα στα δύο κράτη και τις εκκλησίες τους, αφού, από τη µια µεριά, οι εκπρόσωποι του πατριαρχείου θεωρούσαν, πως έπρεπε να επιδείξουν αυστηρότητα προς την «αντικανονική» ενέργεια των ιεραρχών της Ηπείρου, ενώ οι τελευταίοι, από την άλλη, αισθάνονταν πως το πατριαρχείο δεν αντιµετώπιζε µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις εκκλησιαστικές υποθέσεις του ελλαδικού χώρου. Ο αντίκτυπος που είχε η χαµένη ευκαιρία του πατριαρχείου της Νίκαιας για ανάμειξη στις εκκλησιαστικές υποθέσεις της ελληνικής ∆ύσεως κατά την περίοδο εξουσίας του Μιχαήλ Α΄ ∆ούκα, επρόκειτο να παραµείνει αισθητός τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια µετά το θάνατο του ηγεµόνα της Ηπείρου. Έτσι ο Θεόδωρος ∆ούκας, που διαδέχθηκε τον αδελφό του Μιχαήλ Α΄ στην ηγεµονία της Ηπείρου, συνέχισε την πολιτική του προκατόχου του στον ορισµό των επισκόπων στις πόλεις που απελευθέρωνε και γενικότερα στις σχέσεις του µε το κράτος και το πατριαρχείο της Νίκαιας. Η στέψη του αυτοκράτορα Θεοδώρου Α΄ Αγγέλου Κομνηνού Δούκα (θείου του Μιχαήλ Β΄, συζύγου της Αγίας Θεοδώρας), στη Θεσσαλονίκη το 1227, έγινε από τον Μητροπολίτη Αχρίδος και όχι από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, με αποτέλεσμα το εκκλησιαστικό πρόβλημα να μεγαλώνει. (Πηγή. Ν. Χρήστου Λάππα «Η ιστορία του Κράτους της Ηπείρου κατά τον 13ο αιώνα»).
Η Οσία Θεοδώρα φρόντισε με ιερά προαίρεση και σεμνή διπλωματία, να αρθεί οριστικά αυτή η ένταση και διαμάχη. Το 1238 ο Μιχαήλ Β΄ και η οσία Θεοδώρα προσκάλεσαν τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό Β΄, να τελέσει τα εγκαίνια του ναού της Ιεράς Μονής της Παναγίας του Μπρυώνη. Ο Πατριάρχης αποδέχτηκε την πρόταση, όπως αποδεικνύεται από ένα σωζόμενο τμήμα της λίθινης επιγραφής που υπάρχει στο αέτωμα της βόρειας πλευράς του παραπάνω ναού και στην οποία αναγράφονται τα εξής: «Σταυροπήγιον πατριαρχικόν το αγιασθέν παρά Γερμανού και οικουμενικού Πατριάρχη». Έτσι, ο Πατριάρχης Γερμανός Β΄ είναι ο πρώτος Πατριάρχης που επισκέφτηκε την Άρτα. (Κ.Τσιλιγιάννη -ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ σελίδα 96).
Οι άλλοι Πατριάρχες που επισκέφτηκαν την Άρτα και την Παρηγορήτισσα.
Δεύτερος Οικουμενικός Πατριάρχης, που επισκέφτηκε την Άρτα, ήταν ο Άγιος Ιερεμίας Α’ το 1530. (αγιοκατατάχτηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 10 Ιανουαρίου 2023 και τιμάται στις 13 Ιανουαρίου κάθε έτους). Ο Άγιος Ιερεμίας Α΄ καταγόταν από τη Ζίτσα Ιωαννίνων και επισκέφτηκε την Άρτα και το ναό της Παρηγορήτισσας, όπως αποδεικνύεται από την επιγραφή, που υπάρχει σε επιτίθημα κιονίσκου στον γυναικωνίτη του ναού.
Τρίτος Πατριάρχης, που επισκέφτηκε την Άρτα και την Παρηγορήτισσα, ήταν ο Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός το 1578. Τότε η Παρηγορήτισσα ήταν γυναικεία μονή και είχε περιέλθει σε φοβερή ένδεια. Για το λόγο αυτό με ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟ ΣΙΓΙΛΙΟ προσάρτησε τη μονή της Παρηγορήτισσας ως μετόχι στη μονή Κάτω Παναγιάς. Αξιοσημείωτα είναι και τα παρακάτω ιστορικά γεγονότα. Ο ομολογητής Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ (1536 – Σεπτέμβριος 1595) είχε ως δάσκαλό του και τον Άγιο Δαμασκηνό τον Στουδίτη, που διετέλεσε μητροπολίτης Άρτης και Ναυπάκτου. Επίσης ο ίδιος Πατριάρχης με τη βοήθεια σημαν- τικών λογίων που συγκέντρωσε γύρω του, άρχισε το έργο της ανόρ- θωσης της παιδείας σε όλες τις βαθμίδες. Ίδρυσε και λειτούργησε σχολεία. Ανέλαβε την πρωτοβουλία για την ίδρυση και λειτουργία σχολείων σε κάθε μητρόπολη και αρχιεπισκοπή της δικαιοδοσίας του. Πολλοί Μακεδόνες μετανάστες αναδείχθηκαν μαζί με τους Ηπειρώτες σε πλούσιους προστάτες των γραμμάτων και των τεχνών με κληροδοτήματα υπέρ εκπαιδευτικών έργων όχι μόνο στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, αλλά και σ’ άλλες ελληνικές πόλεις. Πρώτος σε χρονική σειρά έρχεται ο Μανωλάκης ο Καστοριανός, προϊστάμενος της συντεχνίας των γουνοποιών στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μανωλάκης ο Καστοριανός βοήθησε οικονομικά επίσης τη Μεγάλη του Γένους Σχολή (1663) και ίδρυσε σχολεία και στην Άρτα (1666), το γνωστό ως ΣΧΟΛΗ ΜΑΝΩΛΑΚΗ δίπλα στον Άγιο Βασίλειο της λαϊκής αγοράς της πόλης, επί αρχιερατείας του Μητροπο- λίτη Ναυπάκτου και Άρτας, Βαρθολομαίου. (Σεραφείμ Ξενόπουλου του Βυζαντίου, “Δοκίμιον ιστορικόν περί Άρτης και Πρεβέζης”).
Υπάρχει αναφορά και για την επίσκεψη του Πατριάρχη Σωφρονίου στην Άρτα. Πιθανόν να σχετίζεται με την ενθρόνιση του Μητροπολίτη Άρτης και Πρεβέζης Σεραφείμ Ξενόπουλου, αφού αυ-τός υπογράφει την πράξη εκλογής του Σεραφείμ ως Μητροπολίτη Άρτας. Ο Σεραφείμ Ξενόπουλος το 1873 διετέλεσε τοποτηρητής του Πατ-ριαρχικού θρόνου Κωνσταντινουπόλεως.
Τέταρτος Οικουμενικός Πατριάρχης, που επισκέφτηκε την Άρτα με παλλαϊκή υποδοχή στο χώρο της Παρηγορήτισσας, ήταν ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, επί Αρχιερατείας Ιγνατίου Γ΄ (Τσίγκρη)το 1963. Τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία περιγράφουν ως εξής την επίσκεψη αυτή: «Στις 24 Ιουνίου 1963 επισκέφτηκε την Άρτα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας συνοδευόμενος από τους εξής μητροπολίτες: Δέρκων Ιάκωβο, Πριγκηπονήσων Δωρόθεο, Ρόδου Σπυρίδωνα, Ιωαννίνων Σεραφείμ, Πρεβέζης Στυλιανό και Άρτης Ιγνάτιο Γ. Χοροστάτησε σε πατριαρχική δοξολογία, που έγινε στο ναό της Παρηγορήτισσας και μετά επισκέφτηκε το ναό της Αγίας Θεοδώρας (Κ. Βάγιας Ενθυμήσεις – περιοδικό Σκουφάς τεύχη 38-39).

Ιστορικά Πατριαρχικά έγγραφα
Επίσης, η σύνδεση της Άρτας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο φαίνεται και από τα παρακάτω σημαντικά εκκλησιαστικά Πατριαρχικά έγγραφα:
α. «Γράμμα Συνοδικόν της ειδήσεως της εις θρόνον Άρτης προαγωγής επί Πατριαρχείας Σωφρονίου». Με το έγγραφο αυτό ανακοινώνεται η εκλογή του Σεραφείμ Ξενόπουλου ως Μητροπολίτη Άρτας. Επίσης, υπάρχει και άλλο σχετικό έγγραφο με τον τίτλο «Πράξις εκκλησιαστική της προχειρίσεως ως Μητροπολίτη Άρτας» του Σεραφείμ Ξενόπουλου.
β. Σιγιλιώδες γράμμα περί ενώσεως της πάλαι ιεράς Μονής των Αγίων Αποστόλων μετά της Ιεράς Μονής Κάτω Παναγιάς. Τα έγγραφα υπάρχουν στο βιβλίο «ΔΟΚΙΜΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΠΡΕΒΕΖΗΣ» του Μητροπολίτη Σεραφείμ Ξενόπουλου του Βυζάντιου.
γ. Το σιγίλιο του Πατριάρχου Ιερεμία Β΄ με το οποίο η Μονή της Παρηγορήτισσας γίνεται μετόχι της Κάτω Παναγιάς και βρίσκεται ολόκληρο δημοσιευμένο στο βιβλίο Α. Ορλάνδου: Η ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΣΣΑ ΑΡΤΑΣ.
Συνδέει την Άρτα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ο Όσιος Μάξιμος ο Γραικός; Η άποψη που υποστηρίζει ότι η Άρτα συνδέεται με το Οικουμενικό Πατριαρχείο μέσω του Οσίου Μαξίμου του Γραικού ΔΕΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΝΕΤΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ, επειδή η σύνδεση αυτή αφορά στην Ι.Μ.Βατοπαιδίου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο Φωτιστής των Ρώσων Μάξιμος ήταν Αγιορείτης Βατοπαιδινός μοναχός. Η αγιοκατάταξή του στο επίσημο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας έγινε στις 31 Μαϊου 1988 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη για κάθε Άγιο, επί Πατριαρχείας Δημητρίου. Επίσης πρέπει να έχουμε υπόψη ότι ο Άγιος Μάξιμος ΔΕΝ ΚΑΤΑΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΤΑ. Απλά, γεννήθηκε εδώ, όταν η οικογένειά του αναγκάστηκε να μετακομίσει από τη Σπάρτη στην Άρτα.
Αυτό προκύπτει από τη μελέτη των γραπτών του Μιχαήλ Τριβώλη (Οσίου Μαξίμου) στα οποία πουθενά δεν μνημονεύεται η Άρτα, όπου γεννήθηκε. Ακόμα και στην περιγραφή του μαρτυρίου του άγνωστου Αρτινού νεομάρτυρα, ονομάζει τον τόπο του μαρτυρίου «Ελληνική γη». Σε ένα από τα γράμματά του προς τον προσφιλέστατο φίλο του Ιωάννη Γρηγορόπουλο υπογράφει ως: «ο σος Δωρίλεος ο Τριβώλης, ο εκ Σπάρτης Λακεδαιμόνιος» (DΕNISOFF, Μaxime le Grec et l’ Occident, contribution a l’ histoire, σελίδα 91, βλέπε και Παπαμιχαήλ, Μάξιµος ο Γραικός, Ο πρώτος φωτιστής των Ρώσων, σελίδα 400, επίσης βλέπε και ΦΕΙΔΑ, «Μάξιµος», στ. 627)

*Ο πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος
Αθανασίου είναι χημικός

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ