Τα αποτελέσματα των πρόσφατων Ευρωεκλογών οι οποίες έγιναν για πρώτη φορά μόνες τους και όχι σε συνδυασμό με δημοτικές εκλογές, αποτελούν αφορμή για προβληματισμό, τόσο για το εθνικό μας πολιτικό σκηνικό, όσο (πολύ περισσότερο) και για το ευρωπαϊκό σκηνικό ειδικότερα και το όραμα για την Ενωμένη Ευρώπη γενικότερα.
Θα δώσω τα στατιστικά στοιχεία αρχικά, με κάποιες επιμέρους παρατηρήσεις, πριν περάσω στο, κατά τη γνώμη μου, κύριο ζήτημα προβληματισμού, όσον αφορά το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών της. Καταρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η έμπνευση να διεξαχθούν μόνες τους οι Ευρωεκλογές δεν είχε θετική εξέλιξη, καθώς δεν κίνησαν το ενδιαφέρον των ψηφοφόρων με αποτέλεσμα να καταγραφεί η μεγαλύτερη αποχή από διαδικασία εκλογών στη μεταπολίτευση. Στο 98,32% των εκλογικών τμημάτων η αποχή ήταν 59,9%. Σχεδόν 6 στους 10 Έλληνες δεν πήγαν να ψηφίσουν. Περισσότερα, όμως, επ’ αυτού, σε λίγο.
Σε εθνικό επίπεδο, θα πρέπει να επισημάνουμε κάποιες αντιφατικές μεταξύ τους συνυπάρξεις. Η Νέα Δημοκρατία, παρότι σε σχέση με τις προηγούμενες Ευρωεκλογές (οι συγκρίσεις πρέπει να γίνονται με βάση ομοειδείς συνθήκες) του 2019 χάνει περίπου 5% (από το 33,12% στο 28,11%), εξακολουθεί να παραμένει κυρίαρχη στο πολιτικό σκηνικό (ελέω και της αποχής), καθώς τα ποσοστά του 2ου και του 3ου κόμματος, αθροιζόμενα καταλήγουν μικρότερα από το συνολικό δικό της. Αν μάλιστα προσθέσουμε στο ποσοστό της ΝΔ και τα ποσοστά των κομμάτων του κ. Λοβέρδου (1,43%) και Εμφιετζόγλου (1,43%), ο χώρος της λεγόμενης κεντροδεξιάς ξεπερνάει το 30%.
Ο Συ.Ριζ.Α. ενώ εμφανίζεται να έχει απώλειες που πλησιάζουν σχεδόν το 9% σε σχέση με το 2019 (από 23,75% στο 14,93%), επί της ουσίας δεν υφίσταται τόσο μεγάλο πλήγμα, καθώς, παρά την πρόσφατη διάσπασή του, και την κάθοδο της Νέας Αριστεράς, χάνει σε σχέση με το ποσοστό του στις εκλογές του Ιουνίου 2023 κάτι λιγότερο από 3% (από 17,83 στο 14,93%). Φαίνεται, έτσι, να παγιώνεται στη δεύτερη θέση, αν και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, μόνο το Πα.Σο.Κ. κατάφερε πρωτιές σε νομούς (Ηρακλείου και Λασιθίου).
Το Πα.Σο.Κ. θα μπορούσε να επιχαίρει, δεδομένου ότι σε σχέση με το 2019 αυξάνει σημαντικά τα ποσοστά του κατά 5% περίπου (από 7,72 σε 12,84%), εκλέγοντας επιπλέον ευρωβουλευτή (ενώ η Ν.Δ. χάνει έναν και ο Συ.Ριζ.Α. χάνει δύο), ενώ και σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2023 κερδίζει μία επιπλέον μονάδα (από 11,84% στο 12,84%). Παρόλα αυτά η εκπεφρασμένη στόχευσή του για κατάληψη της δεύτερης θέσης (στόχος που δεν επετεύχθη), δεν επιτρέπει θριαμβολογίες, ούτε δημιουργεί κλίμα νίκης.
Σε κλίμα νίκης και θριαμβολογίας μπορούν να κινούνται το κόμμα του κ. Βελόπουλου που διπλασίασε τα ποσοστά του τόσο σε σχέση με τις προηγούμενες ευρωεκλογές όσο και με τις εκλογές του 2023 (9,4% από 4,18 και 4,44% αντίστοιχα), το Κ.Κ.Ε. που κατέγραψε σημαντική άνοδο πάνω από 4% ως προς τις ευρωεκλογές (9,27% έναντι 5,35%) και άνοδο 2% ως προς τις εθνικές εκλογές του 2023 (9,27% από 7,69%), η «ΝΙΚΗ» που με 4,40% αυξάνει τα ποσοστά της των εθνικών εκλογών κατά 0,7%, το κόμμα της κ. Κωνσταντοπούλου που διπλασίασε το ποσοστό του των προηγούμενων ευρωεκλογών και κατέγραψε άνοδο 0,24 έναντι των εθνικών εκλογών (3,41% έναντι 3,17) και η «Φωνή Λογικής» της κας Λατινοπούλου που εγγράφεται στις κομματικές δυνάμεις με παρουσία στην ευρωβουλή με 3,05% (στο 98,32% των εκλογικών τμημάτων).
Αξιοσημείωτη είναι η χαμηλή καταγραφή των κομμάτων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, καθ- ώς τόσο η «Νέα Αριστερά» (2,60%) όσο και η «ΜέΡΑ25» (2,43%) δεν κατορθώνουν να εκλέξουν ευρωβουλευτή. Συνολικά βλέποντας τα πράγματα, παρατηρούμε κυριαρχία των δεξιών και ακροδεξιών κομμάτων (το συνολικό άθροισμα ποσοστών τους βγάζει ένα νούμερο κοντά στο 48% και μια αδυναμία των κομμάτων της λεγόμενης κεντροαριστεράς (μαζί με τη ριζοσπαστική αριστερά, χωρίς όμως το ΚΚΕ που ακολουθεί μονήρη πορεία) να διαμορφώσουν ηγεμονική παρουσία (το άθροισμα όλων τους φτάνει περίπου το 37%).
Δυστυχώς η τέτοια κατάσταση είναι κυρίαρχη και σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιγράφω από την ιστοσελίδα News 247: «Στις γαλλικές ευρωεκλογές το ακ-ροδεξιό κόμμα Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λεπέν έφτασε περί το 33%, με το Renew του προέδρου Μακρόν να κινείται στο 15-16%. Ακολούθησαν, η Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν Λυκ Μελανσόν με 8,3%, οι κεντροδεξιοί Ρεπουμπλικάνοι με 7%, οι Οικολόγοι με 5,6%. Περί το 5,1% λαμβάνει το ακροδεξιό κόμμα του Ερίκ Ζεμούρ. Στη Γερμανία το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) του καγκελάριου Όλαφ Σολτς ήταν ο μεγάλος ηττημένος της εκλογικής διαδικασίας καθώς έφτασε στο πενιχρό 13,9%, αντιμετωπίζοντας κριτική ακόμη και για απώλεια της νομιμοποίησής του στην εξουσία.
Πρώτη ήρθε η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) με ποσοστό που έφτασε στο 30%, ενώ η ακροδεξιά Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) ξεπέρασε το 16% και αναδείχθηκε για πρώτη φορά δεύτερη δύναμη σε εθνική κάλπη. Οι συγκυβερνώντες Πράσινοι έφτασαν μόλις στο 12,2%, χάνοντας σχεδόν 8,5% μονάδες, ενώ ο τρίτος κυβερνητικός εταίρος, το Κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP), θα περιοριστεί πιθανότατα κάτω από το 5%, με 4,8%. Από την άλλη, η νεοσύστατη “Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ” (BSW) έφτασε στο 6,1% μόλις 8 μήνες μετά την ίδρυσή της, ενώ η Αριστερά, από την οποία αποχώρησε η Βάγκενκνεχτ δεν κατάφερε να ξεπεράσει το 3%. Η Βάγκενκνεχτ είχε δηλώσει το 2016 πως θα πρέπει να περιοριστούν οι προσφυγικές ροές και πως υπάρχουν όρια στην ενσωμάτωση των προσφύγων, με τις θέσεις της να δημιουργούν εσωτερικά ζητήματα στο Die Linke (Αριστερά)».
Σε ό,τι αφορά αυτή την πραγματικότητα που διαμορφώνεται, με την κυριαρχία της δεξιάς λογικής και τη σημαντική άνοδο των ακροδεξιών και νεοφασιστικών στοιχείων, θα πρέπει να αναζητήσουνε τα αίτια σε δύο κυρίως παράγοντες. Ο πρώτος σχετίζεται με μια παγιούμενη πολιτική «αφασία» που εκφράζεται είτε με αποχή από τις εκλογές είτε με αδιαφορία για το πραγματικό νόημά τους και την αναγκαιότητα ουσιαστικής συμμετοχής. Αυτή η στάση προκαλείται κυρίως από την απέχθεια των πολιτών προς το σύνολο των πολιτικών, μια δυσπιστία που εκφράζεται συλλήβδην προς όλα τα κόμματα, τα οποία θεωρούνται αναποτελεσματικά και αδύναμα. Ο δεύτερος αφορά την γενικότερη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εγκατέλειψε το όραμα της εταιρικότητας και της ισοτιμίας, για να γίνει φερέφωνο των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων των πολυεθνικών (ούτε καν των δυνάμεων της Γαλλίας και της Γερμανίας), προχωρώντας σε φτωχοποίηση των εξαρτημένων χωρών και πλήρη αποδυνάμωση της συνοχής του οργανισμού της Ένωσης.
Όσο όμως, προβάλλεται ως κυρίαρχη ιδεολογία ο συγκεντρωτισμός και η βία ως απάντηση στην ανασφάλεια και την απανθρωπιά του ανεξέλεγκτου καπιταλισμού, τόσο θα θεριεύουν μορφώματα που θα θυμίζουν τον εθνικοσοσιαλισμό των Γερμανών. Ο φασισμός δεν καταπολεμάται μόνο με καταδίκες και απαγορεύσεις. Η κεντροαριστερά θα πρέπει να αναζητήσει τρόπους να συσπειρωθεί αφενός και να δημιουργήσει πειστική πρόταση κοινωνικού κράτους αφετέρου. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δε διαφαίνεται άμεσα στον ορίζοντα.