Ο θάνατος και τα μετά τον θάνατο είναι θέματα, που ανέκαθεν απασχολούσαν τον άνθρωπο. Το κακό αυτό, το φύσει άφευκτο και αναπότρεπτο, προξενεί λύπη άμετρη στους ζωντανούς, όταν έρχεται σε κάποιον οικείο ή φίλο, σαν θέμα δε και σαν άδηλο, μέλλον και αβέβαιο επικείμενο, προβληματίζει και ταράσσει τον κάθε άνθρωπο σε όλη την πορεία του βίου του.
Από την κλασική Αρχαιότητα μέχρι τους καιρούς μας, ξεχωριστοί φιλόσοφοι και διδάχοι ασχολήθηκαν με τον θάνατο, την ψυχή και το επέκεινα. Ας θυμηθούμε τα πύρινα δάκρυα του Αχιλλέα για τον θάνατο του Πατρόκλου, από την Ιλιάδα και, από την Οδύσσεια, την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη, όπου συναντάει την μητέρα του «ολοφυρομένη», όπως και τις ψυχές του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα. Για την μεταθανάτια ζωή ομιλούν ο Θέογνις και ο Ησίοδος, στο έργο του «Θεογονία». Βεβαίως, ο Επίκουρος είδε το πρόβλημα του θανάτου στωικά και βαθειά φιλοσοφικά και μας δίδαξε να μην νοιαζόμαστε γι’ αυτόν, γιατί δεν θα τον ανταμώσουμε ποτέ: Όταν υπάρχουμε εμείς, δεν υπάρχει ο θάνατος και όταν θα υπάρχει ο θάνατος, δεν θα υπάρχουμε εμείς.
Ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Πλωτίνος κι αργότερα ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Αμμώνιος Σακκάς και κυρίως ο Ωριγένης, δίδαξαν για την αιωνιότητα και την αθανασία της ψυ- χής ή την βύθισή της. Ο Σωκράτης στο τέλος της απολογίας του θέτει το πρόβλημα: «Αλλά γαρ ήδη ώρα απιέναι, εμοί μεν αποθανουμένω, υμίν δε βιωσομένοις, οπότεροι δε ημών έρχονται απ’ άμεινον πράγμα άδηλον παντί, πλην ή τω θεώ». Την ίδια απορία έχει και ο Πλάτωνας: «Τις δ’ οίδεν, ει το ζην μεν εστί κατθανείν, το δε κατθανείν δε ζην κάτω νομίζεται;» (Πλάτωνος, Φαίδων).
Οι διάφορες θρησκείες έχουν τις δικές του θέσεις ή δόγματα για τον θάνατο, όχι πάντα χωρίς σκοπό, γιατί ο φόβος του θανάτου του ανθρώπου είναι και παραμένει ο βασικός πυλώνας της υποστάσεως των θρησκειών. Υπάρχουν και πολλοί σημαντικοί άνθρωποι οι οποίοι περιφρονούν τον θάνατο, τον επιδιώκουν και τον φέρουν μόνοι τους, αυτοκτονούντες (Εμπεδοκλής, Ζήνων, Κά-των, Περικλής Γιαννόπουλος, Κώστας Καρυωτάκης, Ιωάννης Συκουτρής, Λιαντίνης και άλλοι).
Στην καθ’ ημάς Ανατολή συμβαίνει το αξιοπερίεργο φαινόμενο της οιονεί αρμονικής συνύπαρξης δύο λειτουργικώς ισοδυνάμων και ουσιαστικώς απολύτως αντιφατικών προσεγγίσεων του θανάτου. Η θρησκευτική, λειτουργική και θεολογική προσέγγιση αρχίζει από την ώρα που ο ιερέας παίρνει το κορμί του πεθαμένου από το σπίτι του για την νεκρώσιμη ακολουθία και ολοκληρώνεται με την ταφή του νεκρού. Εκεί έχουμε προσευχές, ψαλμωδίες, συγκρατημένη συγκίνηση, παρηγοριά και παραμυθία των συγγενών, που πενθούν το νεκρό, δοσμένες από τα όντως υπέροχα κείμενα του Ιωάννη Δαμασκηνού και την καλά δομημένη μουσική ψαλμωδία.
Πριν, όμως, και μετά την εξόδιο ακολουθία και την ταφή του νεκρού, παράπλευρα, αν θέλετε, και αντιστικτικά προς τα ευλογητάρια, οι μοιρολογίστρες τραγουδούν τον θάνατο, κατά τρόπο που προφανώς αναιρεί το ευαγγελικό μήνυμα! Ο λαϊκός τελετουργικός λόγος συγκρούεται μετωπικά με τον θεολογικό λόγο. Ο δεύτερος θέλει να υπάρχει μέλλον για τον νεκρό στον Παράδεισο, «όπου χοροί των Αγίων… και οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως φωστήρες», ο πρώτος, όμως, επιμένει ότι υπάρχει μόνον Άδης, ο Κάτω Κόσμος, «πωκεί χορός δεν γίνεται, πωκεί χαρά δεν είναι / πωκεί άσπροι μαυρίζουνε, κι οι μαύροι απομαυρίζουν».
Υπάρχει μεταφορά ισχυρή της αρχαιοελληνικής αντίληψης, ή μάλλον μία στέρεη συνέχεια, λες και δεν πέρασε καθόλου ο Χριστιανισμός και οι δοξασίες του για τον θάνατο. Οι λαϊκές δοξασίες ορθώνονται εμπρός στις θεολογικές και απορρίπτουν τα περί βασιλείας των ουρανών και ζωής ατελευτήτου και φωνάζουν: «κάτω στα Τάρταρα της γης, τα κρυοπαγωμένα». Απορρίπτουν, επίσης, τον χωρισμό σώματος και ψυχής και δικαίων και αδίκων. Δεν δέχονται την ανάπαυση «εν κόλποις Αβραάμ» κτλ και θέλουν ως κατάφαση ότι στο βασίλειο του Χάρου, όλοι οι νεκροί είναι καταδικασμένοι σε αιώνια φυλακή και κόλαση. Συνταυτισμός και ομοιότητα αντιλήψεων υπάρχει μό- νον ως προς την ισότητα των νεκρών. «Προσωποληψία ουκ εστί· δούλος γαρ και δεσπότης ομού παρίστανται… εν αξιώματι ίσω», λέγει η Εκκλησία. «Κι ο βασιλιάς ακόμη ’κει με όλους μας είν’ ίσια / εκεί ’ν’ τα σπίτια σκοτεινά, οι τοίχοι αραχνιασμένοι, / εκεί μεγάλοι και μικροί είν’ ανακατεμένοι».
Αλλά μήπως και η κοινή αυτή αντίληψη, λαϊκή και θεολογική δεν είναι αρχαιοελληνική; Στα ψευδοφωκυλίδεια βρίσκουμε: «Πάντες ίσον νέκυες· ψυχών δε θεός βασιλεύει· ξυνός χώρος άπασι, πένησί τε και βασιλεύσιν». Αυτή είναι η αλήθεια, αυτή είναι η πραγματικότητα, όσον αφορά την μεταφυσική αντίληψη του θανάτου στον τόπο μας.
Πορευόμαστε αιώνες τώρα με δύο παράλληλες μεταφυσικές: τη θρησκευτική, του Χριστού, η οποία αντιμετωπίζει τον θάνατο ως πασχάλιο μυστήριο και προσφέρει στους πενθούντες την παραμυθία της αιώνιας ζωής και καθιστά την απόδοση της θείας δικαιοσύνης ισχυρό κίνητρο αρετής και τη λαϊκή, που ταυτίζει το θάνατο με το απόλυτο κακό, μένει αγκιστρωμένη στο πένθος και δεν αναγνωρίζει μεταθανάτια κρίση, ζωή ή σωτηρία. Ο λαϊκός άνθρωπος φοβάται το θάνατο και μακαρίζει ό,τι στη φύση δεν πεθαίνει: «Καλότυχα είναι τα βουνά, καλότυχοι είν’ οι κάμποι / που Χάρο δεν ακαρτερούν, φονιά δεν περιμένουν». Θεωρεί ότι η λησμοσύνη απλώνεται στον Κάτω Κόσμο: «Πήγα στης Άρνης τα βουνά, στης Άρνης τα λαγκάδια, / π’ αρνιέται η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, / π’ αρνιούνται και τ’ αντρόγυνα και πλια δεν ανταμώνουν».
Η παράλληλη κίνηση και πορεία των δύο μεταφυσικών αντιλήψεων, της θρησκευτικής και της λαϊκής, καλά κρατεί στους συνήθεις θανάτους, στους πολλούς θανάτους. Όταν, όμως, έχουμε αδικία, δηλαδή, όταν η φυσική ζωή διακόπτεται πρόωρα, χωρίς να κλείσει τον κύκλο της, όταν παραβιάζεται φυσικός και συμπαντικός νόμος, τότε κανένα ευαγγελικό μήνυμα ή παραμυθία δεν μπορεί να την δικαιολογήσει. Τότε έχουμε σκληρή σύγκρουση των δύο αντιλήψεων.
Η λαϊκή συνιστώσα θεωρεί ότι μαζί με την φυσική αδικία υπάρχει και ηθική ανομία και διασάλευση της θείας τάξης, την οποία εκφράζουν πάνω στη γη οι κληρικοί και κηρύσσεται εξέγερση: Τότε κοντά στο Χάρο, τον αυτόβουλο ψυχοπομπό, τον αδικητή και παράνομο, στον οποίο απηύθυναν το ερώτημα: «Χάρο δεν εβαρέθηκες να κάνεις αμαρτίες;», ενοχοποιούν και τον Άγγελο, τον Άγιο και τον ίδιον τον Θεό, που τον εξισώνουν με το Χάρο: «Κακό που κάνεις Χάρε μου, κρίμα που κάνεις, Θε μου».
*Ο Αυγερινός Θ. Ανδρέου είναι δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας υπήρξε πρόεδρος και σήμερα γενικός γραμματέας, μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου “Ο Παρνασσός” και εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού “ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ