Το ραντεβού για τη συνάντηση στον εξοχικό του παράδεισο όπου ζει, κλείστηκε τηλεφωνικά από την προηγούμενη.
Μας καλοδέχθηκε στο γεροντομοίρι του, σε περιοχή του Μενιδίου, με χαρά και πολλή ευγένεια. Σαν ηλιοτρόπιο έστρεψε το πρόσωπό του πάνω μας, μόλις μας είδε που φτάσαμε. Ο πατριώτης κ. Νώντας παραμένει ένας αιώνιος έφηβος κι ας πάτησε τα 94 χρόνια ζωής. Όλη η επικοινωνία που ακολούθησε έγινε μέσα σε ευχάριστο κλίμα.
Είναι ένας άνθρωπος ζωντανός με βλέμμα ζωηρό, αρχοντιά πάνω του, πολύπλευρη πείρα ηλικίας αιώνων και γεμάτος υπερβάσεις. Ένα μόνιμο γλυκό μειδίαμα ζωγραφίζει το πρόσωπό του σαν γιορτινό ρούχο. Πίσω από τα λεπτά γυαλιά του, δυο λαμπερά μάτια κλείνουν κάθε τόσο για μια γρήγορη παράκληση στο χρόνο. Πονά λίγο το κορμί του και τα πόδια του, μα η ψυχή του είναι νέα και η σκιά του ίδια όπως πάντα.
Αφού μας κέρασε ένα ωραίο γλυκό κουταλιού, αρχίσαμε το κουβεντολόι. Ο αιφνιδιασμός μου ήταν απόλυτος και με συγκλόνισε. «Νόμιζα, Δημητράκη, ότι θα περίμενες να πεθάνω πρώτα και μετά, ίσως, να γράψεις κάτι καλό και για μένα. Ευτυχώς που είμαι ακόμη ζωντανός, ώστε να μπορέσω κι εγώ να τα διαβάσω…
Και συνέχισε: «Ο κόσμος έπρεπε να ήταν αλλιώς. Η ζωή να διαρκεί περισσότερο, η αγάπη να μην έχει εμπόδια και το σώμα να μην αρρωσταίνει. Μακάρι να μπορούσαμε να γυρίσουμε το χρόνο πίσω για να κάνουμε αυτά που δεν μπορέσαμε και τώρα μετανιώσαμε. Να θυμάσαι και τούτο από μένα: η κάθε μέρα μας είναι ανεκτίμητη και μεγάλο δώρο. Πρέπει να τη ζούμε μέχρι το μεδούλι. Κανείς δεν θα μείνει για πάντα νέος και δεν θα ζήσει περισσότερο από το γραφτό του. Εγώ δεν σου κάνω μάθημα κι ούτε μοιρολογώ τον χρόνο μου τώρα. Τον έζησα και με το παραπάνω, αλλά ποτέ δεν είναι αρκετός. Πονά βέβαια η ψυχή μου μέσα στα σκοτάδια της μοναξιάς.
«Όπως βλέπεις, ζω ολομόναχος και πολλές φορές δένεται η γλώσσα μου από την αμιλησιά. Στρώνω το τραπέζι μόνος μου, έχω τα συγύρια μου, καθαρίζω κανένα μήλο, κανένα πορτοκάλι πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Φαγητό μού φέρνουν, αλλά αγοράζω και μόνος μου από την πόλη. Η αγαπημένη μου σύντροφος Βασιλικούλα έχει χρόνια που πέθανε από την καρδιά της. Από εδώ “έφυγε”. Τα σημάδια της είναι παντού. Μιλάω κάθε τόσο μαζί της, είχε μάτια όμορφα και ήταν λυγερή. Καρφί στην καρδιά ο χαμός της, και τώρα εγώ έρμος. Πάλεψα πολύ να ξαναβρώ τα βήματά μου, γιατί το μυαλό μου πήγαινε συνέχεια στο πριν. Άλλο σπίτι εδώ κοντά δεν υπάρχει, και για γειτόνους έχω τα λιόδενδρα. Σκούζουν και τα άγρια του δάσους εδώ παραπέρα τις ατέλειωτες νύχτες. Έχω τους δικούς μου ανθρώπους που με φροντίζουν τακτικά. Παράπονο δεν έχω κανένα και τους ευχαριστώ. Έχω και μεγάλο στήριγμα από τον γιατρό καρδιολόγο Γιώργο Παπαδημητρίου, που με βλέπει τακτικά. Είμαστε φίλοι, τον αγαπώ και με αγαπά πολύ».
Όσο μιλά ο κ. Νώντας, βγάζει μια μοναδική εκφραστικότητα το πρόσωπό του, χωρίς τα χέρια του να κάνουν άτακτες χειρονομίες. Κουβαλά τη δυνατή αδυναμία να ξαναγυρίζει ο νους του κάθε τόσο στον τόπο που γεννήθηκε και στα παιδικά του βήματα. Πόσο θα ήθελε να βρισκόταν για λίγο δίπλα στο αναλόγιο της εκκλησίας και στον ιεροψάλτη πατέρα του να τον ακούσει! Κάπου εδώ μας αποκάλυψε ότι, σαν πεθάνει και χτυπήσει η καμπάνα, θέλει να πάει στη ζεστασιά του τάφου των γονιών του, σαν από κληρονομικό δικαίωμα.
Μας έρχεται από μακρινές θαμποφώτιστες εποχές. Έζησε πολέμους και κατοχές, έκανε τις επαναστάσεις του, τα λάθη του, τα δικά του, και τώρα ακούει χιλιάδες βήματα να περνούν χωρίς να τα βλέπει κι ούτε να κοντοστέκονται. Θα είναι πολλοί αυτοί που θα τον ψάχνουν στους αιώνες να κάνει μια σύντομη στάση για να τους πάρει με το λεωφορείο- καρνάβαλο που διέθετε.
Έγραψε ιστορία στα ημιορεινά μας, έγινε μύθος και άφησε ανεξίτηλο το προσωπικό του ανάγλυφο. Μετέφερε στα πέτρινα χρόνια αμέτρητες ανθρώπινες ζεστές και κρύες ανάσες. Στα καθημερινά του δρομολόγια προς τα Τζουμέρκα κουβαλούσε τη λαϊκή ψυχή, τη δική του ψυχή. Ήταν άτομο της αλληλεγγύης και της στήριξης. Είχαν αξία οι πράξεις και οι εξυπηρετήσεις του εκείνον τον καιρό.
Χειμαρρώδης καθώς είναι, συνεχίζει να λέει: «Καρτερώ και τούτο το καλοκαιράκι να’ ρθει, να το ζήσω και, αν ήταν δυνατόν, με τακτική παρέα τα βράδια για ψιλοκουβέντα. Είναι καλά εδώ πέρα. Πίσω από τα δένδρα που βλέπεις ξεχαράζει ο ήλιος και μπροστά μας γλυκοφέγγει η δύση. Ο αέρας κυκλοφορεί ελεύθερος, κι έχω και δικό μου νερό! Από το ανοικτό παράθυρο μπορώ και αγναντεύω θαμπά τα ανθισμένα λιόδενδρα, τα πετούμενα του Θεού και τα σύννεφα του ουρανού που περνούν, κρατώντας μου εκεί πάνω και μια θέση… Λίγο το ’χεις;»
Ήταν ένα γεμάτο απόγευμα με έναν ευχάριστο άνθρωπο. Ο αποχωρισμός έγινε με αργοπορημένες αναπνοές, ευχές και αντευχές. Μας έκοψε και δυο κλωνιά βασιλικό για να μοσχομυρίσει το αυτοκίνητο, όπως μας είπε.
«Ε, Δημητράκη, άκου! Μην κάνω μαύρα μάτια τώρα να σε ξαναδώ».
Ασυναίσθητα το μυαλό μου πήγε σε έναν τίτλο από την «κεραία» της αγαπητής μας Ρέας Βιτάλη «Η ευλογία του γήρατος». Πόσο, αλήθεια, θαυμάζεις αυτόν τον κόσμο που έβγαλε τόση και τέτοια διαδρομή! Ήταν την ώρα που ο ήλιος κόντευε να γείρει…