Αν ρωτήσει κανείς ένα μέσο Έλληνα τι ξέρει για το Ισπανικό θέατρο, μάλλον θα βρεθεί σε δικαιολογημένη αμηχανία.
Δεν είναι παράδοξο αυτό, δεδομένου ότι η συμπαθέστατη μεσογειακή χώρα με το φλογερό ταμπεραμέντο και τη σύζευξη διάφορων πολιτισμών έχει γίνει γνωστή στη χώρα μας για πολλά και διάφορα χαρακτηριστικά του πολιτισμού της, αλλά όχι για το θέατρό της. Μπορούμε να ονομάσουμε ζωγράφους (Γκόγια, Βελάσκεθ, Πικάσο, Νταλί), μουσικούς (Πάκο ντε Λουθία, Χούλιο Ιγλέσιας), συγγραφείς (Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Χόρχε Σεμπρούν), μπορούμε να θαυμάσουμε ποδοσφαιριστές, χορευτές ταυρομάχους, αρχιτέκτονες, αλλά το Ισπανικό θέατρο ( με τις εξαιρέσεις του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και του Λόπε ντε Βέγα) μας είναι μάλλον άγνωστο. Πολύ περισσότερο αυτό συμβαίνει με το σχετικά σύγχρονο Ισπανικό ρεπερτόριο και τους αντίστοι- χους θεατρικούς συγγραφείς του 20ου αιώνα.
Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει η ομάδα των «Υφο-ποιών» του Κομποτίου, «ανεβάζοντας» την παράσταση «Ευκαιρία: ωραία οικογενειακή βίλα» του Ισπανού θεατρικού συγγραφέα Χουάν Χοσέ Αλόνσο Μιγιάν. Ο Μιγιάν είναι «παιδί» του 20ου αιώνα (1936-2019) και θεωρείται ο πιο σημαντικός κωμωδιογράφος στην Ισπανική γλώσσα. Στη χώρα του θεωρείται ιδιαίτερα καταξιωμένος, δεδομένου ότι όλες του οι παραστάσεις γέμιζαν τις θεατρικές αίθουσες, ιδιαίτερα τις δεκαετίες του 70, 80 και 90, ενώ έγραφε επιτυχίες μέχρι και το 2008. Η «Ευκαιρία: ωραία οικογενειακή βίλα» είναι μια κωμωδία – παρωδία του σύγχρονου τρόπου ζωής και της ισπανικής υποκριτικά δοσμένης ηθικολογίας, η οποία υπονομεύει τα κλασικά ισπανικά ιδεώδη του 20ου αιώνα, μέσω της παρωδίας. Όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα της παράστασης, αποτελεί μια κωμωδία πλοκής με απρόοπτα και παρεξηγήσεις.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε κάποιο προάστιο της Μαδρίτης στη σύγχρονη εποχή. Ο Πέδρο είναι ένας μεταφραστής ιαπωνικών που έχει κτίσει ένα σαλέ κοντά στη Μαδρίτη, αλλά με τον καιρό, το να φτάσεις μέχρι το σαλέ γίνεται σχεδόν αδύνατον. Η ζωή όμως είναι δύσκολη σε ένα σπίτι γεμάτο εφευρέσεις, όλες επινοημένες από τον ίδιο τον Πέδρο. Γι’ αυτό και η Μάρτα, η γυναίκα του, αποφασίζει να τού ζητήσει διαζύγιο, και να φύγει με την Πιλάρ, την κόρη τους, για να ζήσουν στη Μαδρίτη. Η απόφαση της Μάρτα όμως γίνεται η αρχή μιας σειράς από ξεκαρδιστικές παρεξηγήσεις, καθώς στην υπόθεση εμπλέκονται με διάφορους τρόπους και με διαφορετικές προθέσεις πολλά πρόσωπα.
Η υπόθεση του έργου αυτού δεν διαφέρει από ανάλογες υποθέσεις που απογείωσαν την ελληνική φαρσοκωμωδία στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 και που αναβίωσαν με πετυχημένες πρόσφατες κωμωδίες, όπως πχ «Το εφάπαξ». Πρόκειται για έργα όπου το κωμικό προκύπτει από την ανατροπή των σχεδίων των ηρώων οι οποίοι άλλα προετοιμάζουν και άλλα βρίσκουν μπροστά τους, ή των «κακών» που «σκάβουν το λάκκο» του αγαθού ήρωα, μόνο και μόνο για να πέσουν οι ίδιοι μέσα.
Στο τέλος το καλό θα νικήσει. Στην ελληνική θεατρική παραγωγή υπάρχουν πολλά τέτοια έργα που βασίζονται στην εναλλαγή της ατάκας, στο γρήγορο ρυθμό, τη γνώση του κοινωνικού περιβάλλοντος και τη δημιουργία του κωμικού μέσα από τη σωστή διαχείριση της σάτιρας. Η «οικογενειακή βίλα», ως Ισπανικό δημιούργημα υστερεί ως προς τη σχέση του θεατή με το κοινωνικό υπόστρωμα του έργου και την απόλυτη κατανόηση της ψυχολογίας των πρωταγωνιστών. Δεδομένου ότι, ως κωμωδία, δεν διαθέτει έντονες δραματικές ανατροπές ή διακυμάνσεις και βασίζεται στη διαχείριση του ίδιου του θέματός της για την ανάδειξη του κωμικού στοιχείου, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ως έργο είναι ιδιαίτερα απαιτητικό και για να αναδειχτεί χρειάζεται προσεκτική σκηνοθεσία και μαεστρική ηθοποιία.
Η παράσταση που παρακολούθησα την περασμένη Κυριακή στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Δήμου Νικολάου Σκουφά στο Κομπότι, ευτύχησε και στα δύο προαπαιτούμενα της επιτυχίας της. Η σκηνοθέτις, Αφροδίτη Κατσαούνου, δίνει έμφαση στη σωματική έκφραση, αναδεικνύει την ερμηνευτική ικανότητα των ηθοποιών και διαμορφώνει χαρακτήρες που προβάλλουν την κωμικότητά τους μέσα από την αγωνιώδη προσπάθειά τους να «περάσει το δικό τους» και να επιτύχουν αυτό που επιθυμούν (το οποίο στην περίπτωση των περισσότερων είναι η απόκτηση χρημάτων). Οι μικρές παύσεις στους ξαφνικούς ήχους κάθε εισόδου της βίλας δίνουν αυτή την ένταση η οποία «περνάει» και στο θεατή. Παράλληλα η άψογη εκμετάλλευση του φωτισμού στο «στήσιμο» των σκηνών όπου υποδηλώνεται ερωτική επιθυμία και έλξη εντείνει την αίσθηση του κωμικού και προκαλεί αβίαστο γέλιο.
Η Βασιλική Χαβέλα, ως Πιλάρ, κόρη του ζεύγους που βρίσκεται στα πρόθυρα του διαζυγίου λόγω της βίλας, αποτυπώνει θαυμάσια μια τυπική έφηβη της δεκαετίας του 90 με το «κόλλημα» με το τηλέφωνο, το εξεζητημένο ντύσιμο και την απαξίωση των γονέων. Η κινησιολογία της και η έκφρασή της στις σκηνές όπου μένει σιωπηλή καταδεικνύουν ταλέντο και δουλειά.
Ο Γρηγόρης Τόλης, ως Πέδρο, σκληρά εργαζόμενος μεταφραστής και ονειροπόλος εφευρέτης-κατασκευαστής της βίλας που αποτελεί και τη μεγάλη του αγάπη (έργο ζωής του), δίνει τόσο την κωμική αφέλεια του Ισπανού πουριτανού πατέρα που είναι σίγουρος για την αθωότητα της κόρης του, όσο και την αγωνιώδη προσπάθεια να κρατήσει ενωμένη την οικογένειά του, να διατηρήσει την κατοχή της βίλας του και να αντισταθεί στους ποικίλους «πειρασμούς» που θα τον περιβάλουν. Οι εκφράσεις του στις σκηνές όπου υπονοείται μελλοντική ερωτική συνεύρεση είναι άριστες.
Η Παναγιώτα Στραγανιώτη, ως Μάρθα, νευρωτική σύζυγος του Πέδρο που επινοεί πλεκτάνες για να κερδίσει χρήματα και να βγάλει διαζύγιο εις βάρος του συζύγου της, συνεχίζει μια παράδοση εμφανίσεων επαγγελματικού επιπέδου. Αποδίδει την υστερία και το νεοπλουτιστικό πνεύμα με ακρίβεια, χωρίς εξάρσεις και υπερβολές.
Η Βίκυ Κωστάκη, ως Ρόζα, νοσηλεύτρια που γοητεύεται από τον Πέδρο και βάζει ως στόχο της να τον κερδίσει, αποπνέει όχι μόνο τη θηλυκότητα, αλλά και την κωμική πονηριά που απαιτεί ο ρόλος της. Όποιος την έχει δει ως γριά αλκοολική στο «Σακάτη του νησιού» δεν θα μπορέσει να την αναγνωρίσει με την πρώτη ματιά.
Ο Παναγιώτης Ντούλας, ως δικηγόρος Γκόμεθ, στην υπηρεσία της Μάρθας, δίνει με σεμνότητα και ευπρέπεια τόσο τον ύπουλο χαρακτήρα του δικηγόρου που κάνει τα πάντα για να κερδίσει η πελάτισσά του, όσο και την κωμικά τραγική φιγούρα του ανθρώπου που αρνείται να δεχτεί την απόρριψη από τη σύζυγό του. Οι αντιδράσεις του στις διαλογικές σκηνές δείχνουν υποκριτική ικανότητα υψηλού επιπέδου.
Η Μαρία Λαμπράκη, ως Ντανιέλα, δήθεν οικιακή βοηθός στην κρυφή υπηρεσία του Γκόμεθ για να παγιδευτεί ο Πέδρο, εκφράζει ρεαλιστικότατα τόσο την ορμητικότητα της οικιακής βοηθού, όσο και τη μεταστροφή του χαρακτήρα της στη συνέχεια.
Ο Βαγγέλης Βαρέλης, ως Τομάς, φίλος του Πέδρο αλλά και συνεργός της Μάρθας στα σχέδιά της, είναι τόσο πειστικός που νομίζει κανείς ότι η καθημερινότητά του είναι να αποπλανά γυναίκες και να υπονομεύει τους φίλους του. Πρόκειται για κατόρθωμα υποκριτικό.
Ο Βαγγέλης Κόρδας, ως Ρίτσαρντ, φίλος της Πιλάρ και η Νάντια Λαμπράκη, ως Βικτώρια, επίδοξη σύζυγος του Τομάς από τη Βραζιλία, φέρουν εις πέρας το ρόλο τους με απόλυτη επιτυχία και συνεισφέρουν στη γενικότερη επιτυχία της προσπάθειας.
Τα σκηνικά από τους Χρ. Παππά και Σωτ. Γούσια, τα κοστούμια από την ομάδα και τον Χρ. Παππά, η μουσική, ο ήχος και ο φωτισμός από τις Στεφανία Γιαννούλη και Σοφία Δημητρέλλου, ολοκληρώνουν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα.