Η Άρτα στα χρόνια του μεταπολέμου ήταν μια πόλη πολύ φτωχή και μίζερη. Μέτραγε το είναι της με τη ζυγαριά των νικητών του εμφυλίου πολέμου. Άλλη γνώμη ή άποψη δεν μπορούσε να υπάρχει. Τουλάχιστον δεν ήταν δυνατόν να εκφρασθεί, ούτε δειλά.

Το καμάρι της πόλης ήταν ο γέρο-Καραμπίνας, βαθμοφόρος του ΕΔΕΣ και αγαπητός, όπως έλεγαν, του Ζέρβα στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης, αλλά και στα κατοπινά. Φορούσε πάντα μπότες και στρατιωτική άτυπη στολή και σκούφο. Εντυπωσίαζε με τα φουσεκλίκια του, που τα κρεμούσε στη μέση για να καμαρώνει (άδεια δεν χρειαζόταν από την Αστυνομική Αρχή, την έπαιρνε μόνος του) και φυσικά για το παχύ μουστάκι του.
Σε όλες τις εθνικές γιορτές έπαιρνε μόνος του τη θέση του τιμωμένου επισήμου στην πλατεία Μονοπωλείου (ποιον να ρωτούσε, άλλωστε, αφού το Κράτος ήταν αυτός;). Εμείς, μαθητές Γυμνασίου τότε, τον αποφεύγαμε στο δρόμο, άλλοι από σεβασμό και άλλοι από φόβο. Ο εφημεριδοπώλης, ένας καλοκάγαθος άνθρωπος (Γιαννάκης ήταν θαρρώ τ’ όνομά του), όπως έλεγαν κάποιοι, δεινώς επιέζετο από την Ασφάλεια να δίνει πληροφορίες για τυχόν ξεστρατήματα πολιτών, που τολμούσαν να προμηθευτούν εφημερίδες του Κέντρου ή της Αριστεράς. Η κίνηση αυτή ισοδυναμούσε μάλλον με κατασκοπεία.
Ωστόσο, μάθαμε από την υπηρέτρια του φιλολόγου καθηγητή μας ότι αυτός αγόραζε εφημερίδα του προοδευτικού χώρου, τυλιγμένη κάτω από μια αντιδραστική. Την προμήθεια έκανε με χίλιες προφυλάξεις η ίδια υπηρέτρια. Η πληροφορία επιβεβαιώθηκε από αγαπημένο συμμαθητή μας, του οποίου ο πατέρας υπηρετούσε στην ΚΥΠ. Οι συμμαθητές χωρίστηκαν τότε σε δύο στρατόπεδα: Η πολυπληθέστερη θεωρούσε τον καθηγητή όνειδος για την πόλη, Εαμοβούλγαρο, εθνικό προδότη, άνθρωπο του Μάρκου Βαφειάδη και η ευάριθμη, που τον θεωρούσε προοδευτικό και άνθρωπο του καλού.
Η δεύτερη, στην οποία ανήκα και εγώ, όχι από γνώση, θέση και ανάλυση, αλλά από ένστικτο, είχε υπέρ αυτής το δυνατό επιχείρημα ότι κάτι ξέρει παραπάνω ο καθηγητής, αφού είναι σοβαρός και σοφός. Το επιχείρημα αυτό, απ’ όσο θυμάμαι, έφερνε τους ενάντιους σε δεινή θέση. Πρακτικά το εθνικό συμφέρον στο Γυμνάσιο το προστάτευε ο γυμναστής, ο οποίος εκφραζόταν καθαρά υπέρ συγκεκριμένου πολιτικού κόμματος. Μάλιστα μάς έβαζε να τραγουδάμε στις δοκιμές για την παρέλαση (βήμα) και τον ύμνο του κόμματος αυτού και του Αρχηγού του, που έχασε την εξουσία το 1963. Ο Πρωθυπουργός (Αρχηγός του άλλου κόμματος) στο τέλος του 1964 επισκέφτηκε την πόλη με την ιδιότητα του υπουργού Παιδείας, αλλά δεν τον είδαμε, γιατί σχεδόν επισήμως μάς είπαν ότι είναι Κυριακή, κάνει κρύο και είναι καλύτερα να μείνουμε στο σπίτι μας! Κάποιοι είπαν πως είναι αγνωμοσύνη να περιφρονήσουμε αυτόν που οργάνωσε συσσίτια και έδινε ψωμί σε μας, τα πεινασμένα παιδιά, αλλά ο φόβος προς την τοπική εξουσία νίκησε.
21 Φεβρουαρίου 1965. Η Ήπειρος γιόρταζε την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Στα Γιάννενα θα παρίστατο το βασιλικό ζεύγος. Ο Κωνσταντίνος, νεαρός βασιλιάς, έλαβε το στέμμα λίγους μήνες νωρίτερα και έκανε το γάμο του με την Άννα-Μαρία. Το Γυμνάσιο είχε χωριστεί τότε (και για λίγο) σε Γυμνάσιο και Λύκειο. Γυμνασιάρχης ο δικός μας φιλόλογος και εμείς μαθητές της Γ’ τάξεως Γυμνασίου. Ανακοινώθηκε ότι την άλλη ημέρα το πρωΐ, δηλαδή 22 Φεβρουαρίου 1965, το βασιλικό ζεύγος θα επισκεφθεί την Άρτα. Υπερηφάνεια, θαυμασμός, χαλασμός, πανικός, μίσος από κάποιους, όλα μαζί.
Ο Γυμνασιάρχης μάς είπε περίπου τα εξής: – Παιδιά, αύριο το πρωΐ το βασιλικό ζεύγος θα επισκεφθεί την πόλη μας. Θα παραταχθούμε στις δύο πλευρές της οδού Σκουφά, χαμηλά, έξω από το Γυμνάσιο. Πρώτο το δικό μας Σχολείο και θα ακολουθήσουν τα άλλα. Να είσαστε σοβαροί, οι βασιλείς είναι απλοί άνθρωποι σαν και εμάς, δεν χρειάζονται φωνές και κραυγές. Έτσι και έγινε. Εμείς καλλιεργήσαμε την ιδέα πιότερο. Τον βασιλιά τον υποδέχτηκαν οι Αρχές στη Γέφυρα Καλογήρου, που απέχει περίπου 10 χιλιόμετρα από την Άρτα.
Μάθαμε μετά ότι ο γέρο-Καραμπίνας… ξέφυγε από τους επισήμους, τον πλησίασε, τον κτύπησε στην πλάτη και του είπε: -Κώτσο καλωσόρισες! Εικόνα απείρου κάλλους και σημειολογικά τέλεια. Το αντάμωμα της ουσιαστικής εξουσίας με την τυπική, που την εκφράζει. Πέρασε από μπροστά μας το βασιλικό ζεύγος και δεν έπεσε ένα χειροκρότημα, δεν ακούστηκε ένα «ζήτω». Μόνο η αγριοφωνάρα του γυμναστή: – Γιατί δε χειροκροτάτε βρωμόπαιδα; Αύριο θα σας δείξω εγώ! Τα άλλα σχολεία πιο πάνω χειροκρότησαν με πάθος τον άνακτα και την άνασσα και έτσι το κακό μετριάστηκε κάπως. Το θέμα ξεχάστηκε μάλλον τεχνηέντως και ποινές δεν επιβλήθηκαν.
(Ο μακαρίτης πια φιλόλογός μας όταν επιβλήθηκε η Χούντα μετατέθηκε στην Αθήνα εκδικητικά και η σύζυγός του, επίσης φιλόλογος, στη Θεσσαλονίκη. Δυστυχώς, άγνωστο για ποιους λόγους, κάμφθηκε στη συνέχεια, άλλαξε ιδεολογικό προσανατολισμό και υπηρέτησε την όποια εξουσία μέχρι τέλους, όπως βεβαιώνουν δεκάδες συνάδελφοί του. Στα γεγονότα της Νομικής Σχολής του 1973 μάλωσε τον αδελφό μου (τον είχε κι αυτόν μαθητή) που συμμετείχε σ’ αυτά και τον συνάντησε έξω από τη Σχολή. Αυτό, όμως, σε τίποτε δεν μειώνει τον αγώνα του στα πέτρινα εκείνα χρόνια).

*Ο Αυγερινός Θ. Ανδρέου είναι δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας υπήρξε πρόεδρος και σήμερα γενικός γραμματέας, μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου “Ο Παρνασσός” και εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού “ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ