Με μια μικρή βαλίτζα στο χέρι, ένα μπαούλο γεμάτο με τα «αναγκαία» σπιτικά και ένα βιβλιάριο της Εθνικής Τράπεζας στην τσέπη, κάποιο κορίτσι επιστρέφει στο πατρικό του, ύστερα από πολυετή εργασία σε μικροαστικό σπίτι της πόλης. Συνοδός του κάποιος συγγενής αντί του γονιού. Είναι έτοιμο να ασκήσει συζυγικά και μητρικά καθήκοντα με γαμπρό που θα επέβαλαν οι δικοί του, όπως συνηθιζόταν.
Η χρονική περίοδος που καταγράφεται εδώ είναι μεταξύ των ετών 1950 – 1960. Αναφερόμαστε σε δυο κοινωνικές ομάδες με ακραίες ανισότητες μεταξύ τους. Από τη μια ο πάμπτωχος λαϊκός κόσμος του χωριού που πάσχιζε να επιβιώσει και από την άλλη τα ανερχόμενα μικροαστικά στρώματα των πόλεων.
Η ύπαιθρος γεννούσε πολλά παιδιά χωρίς να μπορεί να τα θρέψει και να τα μεγαλώσει. Μονόδρομο αποτελούσε ένα τουλάχιστον κορίτσι από την οικογένεια να μπει «σε εύπορο και καλό σπίτι» πόλης. Εκεί θα εξασφάλιζε τροφή, ενδυμασία, παιδεία και χρήματα για παντρειά. Η απόφαση αυτή των γονιών ήταν αναντίρρητη και… άμεσα εκτελεστή. Κρατούσαν κοντά τους τις άλλες κόρες που είχαν δυνατά χέρια και ήταν πιο άξιες για τις βαριές αγροτικές δουλειές. Υπηρέτρια θα πήγαινε η πιο ντελικάτη και όμορφη. Τα μέλη της οικογένειας, η γειτονιά, το χωριό όλο, την πράξη αυτή την έβλεπαν ως ευκαιρία και όχι ως τιμωρία ή ντροπή. Κανείς δε ρωτούσε το μικρό κοριτσάκι των δέκα χρόνων αν επιθυμούσε την αναγκαστική «έξοδο».
Για τους «έχοντες» κατοίκους της πόλης, η ύπαρξη υπηρέτριας αποτελούσε στοιχείο διάκρισης και κοινωνικοοικονομικής υπεροχής. Έμποροι, μικροεπιχειρηματίες, κτηματίες και ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι αποτελούσαν τη δεξαμενή των «καλών σπιτιών». Οι σημερινές μαρτυρίες επιζώντων «κοριτσιών» δεν έχουν να μας πουν και τα καλύτερα. Οι σχέσεις τους με τον εργοδότη ήταν συνήθως όπως εκείνες του εξουσιαστή με τον εξουσιαζόμενο. Εισέπρατταν τον οίκτο οι ίδιες και οι οικογένειές τους. Ανήκαν σε έναν κατώτερο κόσμο και ήταν υποδεέστερες. Είχαν ανάγκες και υποχρεώσεις, δεν είχαν αιτήματα και δικαιώματα.
Πολλά κορίτσια που βρέθηκαν σε ξένα χέρια, στη μοναξιά της κρύας καμαρούλας και του ύπνου στο πάτωμα χωρίς στρώμα, πέρασαν ένα στάδιο ζωής στη στέρηση και την αφάνεια. Όσα βίωσαν τότε, αποτελούν σιωπηλές ιστορίες χωρίς να έχουν καταγραφεί κάπου. Πρόκειται για βιώματα που τραυματίζουν προσωπικές μνήμες ζωντανών και νεκρών. Ο κινηματογράφος και το θέατρο έκανε μια καλή προσπάθεια να αποτυπώσει το κλίμα. Τις έκανε φιγούρες καλλιτεχνικών αναπαραστάσεων. Οι ερμηνείες της Δέσποινας Στυλιανοπούλου στο ρόλο της υπηρετριούλας θα μείνουν αξέχαστες.
Η χωριατοπούλα, «κομμένη» από το σχολείο και το χωράφι, ξαφνικά βρισκόταν αόρατη σε οικιακή εργασία. Και τι εργασία! Το κορίτσι για όλες τις δουλειές. Η απαρίθμηση είναι περιττή. Αποτελούσε μέλος του σπιτιού σε ενδιάμεση κατάσταση, χωρίς να συνιστά μέρος της οικογένειας, αλλά ζούσε διαρκώς μαζί της και σε άμεση σύνδεση με τις λειτουργικές ανάγκες. Έπρεπε να αγαπά το σπίτι σαν δικό της, να το φροντίζει, να το λογαριάζει και να το πονά. Η υποταγή και η πειθαρχία γινόταν δεύτερη φύση της. Καθόλου δεν έλειπαν τα μαλώματα, «οι ψιλές», οι τιμωρίες, οι ταπεινώσεις, και οι αυστηροί κώδικες τιμής. Και η μερίδα του φαγητού μικρή που κατά σύμπτωση όλο η ουρίτσα κατέληγε στο πιάτο της…
Περνώντας τα χρόνια, υποβάθμιζε την σεξουαλική της φύση ως μια μορφή αυτοπροστασίας απέναντι στις πιθανές επιθυμίες των αφεντικών, αλλά και του γαμπρού που την περίμενε και την ήθελε «καθαρή». Στο μυαλό της είχε συνεχώς την αποταμίευση (ως οικονομικό πλεόνασμα), για να αγοράσει μια ραπτομηχανή και αν μπορέσει να αποκτήσει και ένα φτηνό οικοπεδάκι για προίκα. Ακόμα, η λαχειοφόρος αγορά από τις εφημερίδες της εποχής για τις ανύπανδρες δεσποινίδες έτρεφε κάποιες προσδοκίες.
Στη γλυκιά της ωριμότητα η κυρία Δήμητρα σήμερα, δέχθηκε να αναφερθεί στη δική της πενταετία όπως βίωσε το ρόλο της. «Αγράμματη, ευτυχώς, δεν έμεινα. Με κόψανε οι δικοί μου από το σχολείο μαξούμι εννιά χρονών, για να με στείλουν υπηρέτρια. Ο δάσκαλος το έδινε το χαρτί χαριστικά για να μας βοηθήσει να ζήσουμε. Ενενήντα πέντε τα εκατό πέρασα άσχημα και πέντε καλά. Επάνω σε μια καραμελωτή στο πάτωμα κοιμόμουνα για δυο χρόνια. Πού στρώμα! Με έπιαναν τα κλάματα μέσα στης νύχτας τα σκοτάδια όταν σκεφτόμουν τις αδελφές μου που τόσο μου έλειπαν. Τίποτε δεν είχα να ελπίζω για να μου ζεστάνει λίγο την καρδιά. Είχα ξεχάσει τι θα πει αγκαλιά και χάδι. Σε άνθρωπο έξω από την πόρτα δε μίλησα. Μια φυλακή η ζωή μου κλεισμένη μέσα σε μπαούλο. Όταν ήλθε μια φορά η ξαδέλφη μου να με δει, σκάλωσα πάνω της και έφυγα μαζί της. Έπειτα με έφεραν πάλι πίσω».
Πέρα από τη μαυρίλα των αφηγήσεων, οφείλουμε να καταθέσουμε και τα θετικά. Μέσω της οικιακής εργασίας πέρασε, σε μεγάλο βαθμό, ο αστικός πολιτισμός και στα λαϊκά στρώματα. Όπως κανόνες συμπεριφοράς, υγιεινής και καθαριότητας. Ακόμα, τρόποι διαχείρισης των σπιτιών, ανατροφής των παιδιών και άλλες κοινωνικές δεξιότητες. Αρκετά κορίτσια δεν άντεξαν την παραδοσιακή αγροτική ζωή στον τόπο τους και επέστρεψαν πάλι στην πόλη. Έτσι γιγαντώθηκε ακόμα περισσότερο την περίοδο αυτή η αστυφιλία, η εσωτερική και η εξωτερική μετανάστευση στη χώρα μας.
Όλα εκείνα τα κορίτσια που στην πορεία έγιναν Κυρίες με τα όλα τους, αξίζουν τον απέραντο σεβασμό μας.