«Ο πολιτισμός δεν ανθίζει, αν δεν είναι ριζωμένος στη γη» Φρ. Νίτσε
Το γαϊτανάκι είναι το πιο διαδομένο έθιμο της Αποκριάς σε όλη την Ελλάδα, και όχι μόνο. Λέγεται ότι μας ήρθε από τον Πόντο της Μικράς Ασίας, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως μας ήρθε από την Ιταλία ή την Ισπανία, για να ενταχθεί στις δικές μας αποκριάτικες εκδηλώσεις που έχουν τη ρίζα τους στα Διονυσιακά Ανθεστήρια (τριήμερες γιορταστικές εκστατικές εκδηλώσεις προς τιμήν του Διονύσου, στα μέσα Φεβρουαρίου) μέσα από απροσδιόριστες συχνά μεταλλάξεις, δάνεια, αντιδάνεια και αφομοιώσεις, με βάση τις πολιτισμικές συντεταγμένες του κάθε τόπου.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση αφομοίωσης είναι ότι στο γαϊτανάκι της Γραμμενίτσας τουλάχιστον, στην κορυφή του ιστού τοποθετήθηκε ο Σταυρός. Ότι οι γιορταστές θα ανάψουν κερί στην εκκλησία πριν το δρώμενο, ενώ οι καρνάβαλοι θα βγουν από τα μνήματα (όταν το νεκροταφείο ήταν δίπλα στην εκκλησία) για να αποδιώξουν τις κακές δυνάμεις με τον σαματά των κουδουνιών τους, τα οποία συμβολίζουν τις ψυχές των κεκοιμημένων.
Το μεγάλο βάρος στο δικό μας γαϊτανάκι πέφτει στους έξι γενίτσαρους, οι οποίοι με τις έξι νύφες πλέκουν και ξεπλέκουν το πλεκτό της ζωής. Ενώ οι νύφες εκφράζουν με το ντύσιμό τους την απαλλαγή από κάθε φόρμα ζωής, αντίθετα το ντύσιμο των γενίτσαρων ήταν μια ιεροτελεστία που κρατούσε ώρες. Ο όρος «γενίτσαροι» κρατήθηκε κι ενσωματώθηκε από την Οθωμανοκρατία, ήταν τα προικισμένα παιδιά των ραγιάδων που τα άρπαζαν με το παιδομάζωμα οι Οθωμανοί για να συγκροτήσουν τον καινούριο στρατό του Σουλτάνου (γενί + τσαρί = καινούριος στρατός). Είναι γνωστό ότι το ντύσιμό τους δεν ήταν η φουστανέλα. Οι Έλληνες, λοιπόν, με το έθιμο αυτό τους ντύνουν με την τιμημένη στολή του τσολιά, αλλά και με ακριβά μειντανογέλεκα, με χαϊμαλιά, με κεντητά χερότια κι ασημένια αλύσσια, κι είναι σα να «παίρνουν πίσω» τα παιδιά τους, τα οποία όπως κάθε γονιός δεν τα αποχωρίστηκαν ποτέ.
Οι συμβολισμοί στο γαϊτανάκι, όπως και σε κάθε παράδοση, είναι πολλοί, με απροσδιόριστες πολλές φορές αφετηρίες (τα γράφω αυτά στο βιβλίο μου Μικρή Πατρίδα), αλλά στο παρόν άρθρο θα ήθελα να επαναλάβω και να υπερασπιστώ την άποψη ότι το γαϊτανάκι της Γραμμενίτσας δεν είναι απλά μια ατραξιόν, όπως συμβαίνει στις πόλεις, αλλά ένα βιωματικό, γνήσιο λαϊκό δρώμενο, ένα φολκλόρ με βαθιές, πολύ βαθιές ρίζες που αρδεύονται από τη φύση και το υπέδαφος των αγροτοποιμενικών κοινωνιών.
Αυτό σημαίνει ότι το γαϊτανάκι της Γραμμενίτσας είναι η ταυτότητά της, γιατί χαρακτηρίζεται από την ιδιοσυστασία των αγροτών και κτηνοτρόφων συγχωριανών μας, οι οποίοι προσκολλημένοι στις αρχέγονες δοξασίες ένιωθαν την ανάγκη να αναβαπτισθούν στα βαθύτερα μυστήρια της ζωής υποβοηθώντας την στο αναγεννητικό της έργο με τις δικές τους παγανιστικές συμβολικές ιερουργίες. Πάνω στο κοντάρι που κρατάει κάθε χρόνο στην πλατεία μας όρθια την απαντοχή του χωριού μας στους κύκλους του χρόνου, πλέκεται η ιστορία μας κι ο κοινωνικός μας ιστός. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο το γαϊτανάκι της Γραμμενίτσας είναι το πιο παλιό, το πιο αυθεντικό και το πιο ζωντανό της περιοχής μας. Το λένε όλοι οι ηλικιωμένοι αυτό όχι μόνο του χωριού μας, αλλά και της Άρτας, αν έχετε κάποιον γνωστό σας, ρωτήστε τον.
Εκτός από τα χαρακτηριστικά που ήδη έχω αναφέρει, άλλα χαρακτηριστικά του είναι η αυτοοργάνωσή του με πνεύμα συλλογικότητας, οι χειροποίητες μάσκες, η φιλοξενία των οργανοπαιχτών στα σπίτια του μπουλουκιού (έτσι γινόταν κι αυτοί οργανικό μέρος του εθίμου, ο Γρηγόρης Καψάλης, ο Νίκος Ράρρας, ο Θωμάς Ρέντζιος, ο Πάνος Ρίζος, κ. α.), η γύρα στο χωριό που προέκτεινε τον κύκλο της ζωής αγκαλιάζοντας με το πνεύμα της όλο το χωριό, η γκαμήλα που συμβολίζει την άγρια φορολογία των Οθωμανών, και πάνω απ’ όλα ότι το γαϊτανάκι δεν ήταν μια ξεκομμένη εκδήλωση αλλά η κορύφωση μιας καθολικής γιορτής στη Γραμμενίτσα που κρατούσε πάνω από μία εβδομάδα με ευφάνταστες μεταμφιέσεις, χορούς, τραγούδια στα σπίτια, στους δρόμους και στα καφενεία, μέσα δηλαδή σε μια ώσμωση ζώσας πραγματικότητας που πολύ πριν το πλέξιμο και καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς, αναπαριστούσε την πολύχρωμη κοινωνική ζωή της κοινότητάς μας. Αυτά τα βαθύτερα χαρακτηριστικά διέκρινε η ιέρεια της δημοτικής μας παράδοσης Δόμνα Σαμίου και οι συνεργάτες της και απέδωσαν τα εύσημα στο μπουλούκι μας, το 2003, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, ενώπιον όλων των άλλων πολυμελών συλλόγων με τις πανάκριβες στολές τους και τη ζηλευτή τους ομολογουμένως οργάνωση.
Η πατρίδα μας παρέμεινε πολιτισμικά εύκρατος στους αιώνες, γιατί οι ρίζες της αρδεύονταν πηγαία, δηλαδή ελεύθερα, και υπογείως. Η Δόμνα Σαμίου, και όσοι υπηρέτησαν την παράδοση από αγάπη, είχαν το μάτι και τη διαίσθηση να διακρίνουν αυτές τις ρίζες. Αν ο πολιτισμός χάσει την ελευθερία του ανάμεσα σε χαρτιά, σκοπιμότητες και δημοσίους υπαλλήλους, τότε είναι σίγουρο πως θα χάσει την αλήθεια του. Γιατί «όταν η αλήθεια δεν είναι ελεύθερη, τότε η ελευθερία δεν είναι αληθινή», όπως πολύ εύστοχα και περιπαιχτικά έχει γράψει ο Γάλλος συγγραφέας Jaques Prevert.