Η 8η Μαρτίου είναι αφιερωμένη στις γυναίκες απανταχού της γης, ως παγκόσμια μέρα της γυναίκας. Είναι, έτσι, μια ευκαιρία για όλους εμάς τους άντρες να αναλογιστούμε πώς θα ήταν η ζωή σ’ αυτόν τον πλανήτη αν δεν υπήρχε το έτερον φύλο, αυτό που πολλές φορές μας σπάει τα νεύρα και ακόμα περισσότερες του τα σπάμε εμείς, όταν δεν καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, αυτό που έχει χαρακτηριστεί ουκ ολίγες φορές ως αδύναμο, τη στιγμή που αντέχει τις ωδίνες της γέννας, αλλά δεν καταβάλλεται και συνεχίζει απτόητο τη δουλειά του. Η πιο απλή απάντηση στο υποθετικό αυτό ερώτημα, θα ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, ότι αν δεν υπήρχε το γυναικείο φύλο, δεν θα υπήρχε η ζωή.
Δεν θα ήθελα να κουράσω περισσότερο με ιστορικά στοιχεία, ούτε να μπω στις λεπτομέρειες των αγώνων του γυναικείου φύλου (μέσω κυρίως του φεμινιστικού κινήματος) που κατέληξε με την αυτονόητη σήμερα ισοτιμία ανδρών και γυναικών, άσχετα αν αυτή δεν τηρείται ολοκληρωτικά και παντού. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η γυναίκα έχει ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία, εδώ και πολλές δεκαετίες πλέον, και διεκδικεί πια με αξιώσεις ηγετικό ρόλο όχι μόνο στο οικονομικό αλλά και στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο. Θα πρέπει, όμως, να τονίσουμε πως το γεγονός ότι η παρουσία των γυναικών στην πορεία της ιστορίας και των ανάλογων ιστορικών γεγονότων δεν έχει προβληθεί ιδιαίτερα από τις πηγές των παλαιότερων εποχών δε σημαίνει ότι η παρουσία αυτή ήταν ανύπαρκτη, τουναντίον μάλιστα.
Στη βυζαντινή και μεσαιωνική περίοδο υπήρξαν φωτεινά παραδείγματα γυναικών που μπόρεσαν να σταθούν ως αυτόνομες προσωπι- κότητες (θετικές ή αρνητικές δεν έχει σημασία) και να μείνουν στην ιστορία χωρίς να συνδέονται κατ’ ανάγκην με τον όνομα του συζύγου ή του πατέρα τους. Σε κοινωνικό αλλά και πολιτιστικό επίπεδο μπορούμε να σταθούμε στη δική μας αγία Θεοδώρα της Άρτας (παρά τις όποιες αντιρρήσεις των συναδέλφων από τα Σέρβια είμαι πεπεισμένος ότι η άποψη του Κ. Τσιλιγιάννη για τον τόπο γέννησης της αγίας μας είναι ορθή και ότι πράγματι γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη). Η Θεοδώρα ήταν κόρη του Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Πετραλίφα, ο οποίος ασκούσε τη διοίκηση της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας για λογαριασμό του Βυζαντίου.
Αποτελούσε το στερνοπαίδι μιας μεγάλης οικογένειας, ήταν, όπως αναφέρεται απόν τις πηγές, εξαιρετικής ομορφιάς, και από μικρή έδειχνε ιδιαίτερη κλίση στις τέχνες και στην άσκηση του πνεύματος. Στα 1230 περίπου η μοίρα της Θεοδώρας ενώθηκε με αυτήν του νεαρού Μιχαήλ, ο οποίος μόλις είχε αναγορευτεί Δεσπότης της Ηπείρου. Γυρνώντας από μιαν εκστρατεία του, ο νεαρός τότε Δεσπότης στάθηκε στα Σέρβια και φιλοξενήθηκε από την οικογένεια Πετραλίφα. Η παρουσία της Θεοδώρας δεν πέρασε απαρατήρητη. Η ομορφιά της, η ετοιμολογία της και το πνεύμα της τον γοήτευσαν. Έτσι η πρόταση γάμου του Μιχαήλ έγινε εύκολα αποδεκτή.
Μετά το γάμο η νεαρή βασίλισσα εγκατέλειψε τον τόπο της για να ανακαλύψει τις ομορφιές της πρωτεύουσας του Ηπειρωτικού Δεσποτάτου. Η περίοδος της βασιλείας της ταυτίζεται με την περίοδο ακμής του ελληνικού αυτού κράτους που διατήρησε άσβεστη την ελληνική και ορθόδοξη συνείδηση τον καιρό της φραγκοκρατίας και αποτελεί μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους της ιστορίας της Ηπείρου.
Την εποχή αυτή παγιώνεται η θέση του Μιχαήλ ως αυτόνομου ηγεμόνα στην Ήπειρο και το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας, ενώ με μια επιδέξια τακτική συμμαχιών μέσω γάμων των παιδιών του (στην οποία σημαντικό ρόλο έπαι- ξε η Θεοδώρα) εξασφαλίστηκε η παρουσία του Δεσποτάτου ως ανεξάρτητου κράτους στην περιοχή για πολλές δεκαετίες ακόμη.
Παράλληλα σημειώνεται μια αξιόλογη προσπάθεια μελέτης της επιστήμης του Δικαίου και κωδικοποίησης των νόμων από δύο μεγάλες προσωπικότητες, τον Ιωάννη Απόκαυκο και τον Δημήτριο Χωματιανό, ενώ μεγάλη ακμή γνωρίζει και η Τέχνη, όταν, με κέντρο την Άρτα, αναπτύχθηκε μια τοπική αρχιτεκτονική σχολή με ρίζες στη ντόπια παράδοση κι επιδράσεις από την Κωνσταντινούπολη και τη Μακεδονία. Ταυτόχρονα παρατηρείται ανάπτυξη της μνημειακής ζωγραφικής, ενώ μεγάλη άνθηση γνώρισε και η γλυπτική.
Στη λαμπρή αυτή πορεία σημαντικό ρόλο έπαιξε η Θεοδώρα. Πέρα από τα ηθικά και πνευματικά στοιχεία του χαρακτήρα της, με έντονο το χαρακτηριστικό της ευσέβειας και της ευλάβειας, πέρα από τις οποιεσδήποτε διπλωματικές και πολιτικές της ικανότητες, η αγία Θεοδώρα διακρίθηκε από το σπάνιο χάρισμα της διορατικότητας και της υψηλής αισθητικής αγωγής αν κρίνουμε από τα μνημεία που ανεγέρθηκαν κατά την περίοδο της βασιλείας της και που, ακόμα και σήμερα, προκαλούν το θαυμασμό και το δέος στον επισκέπτη της Άρτας. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με τις πηγές, αυτή ήταν που ώθησε τον Μιχαήλ να προχωρήσει στην οικοδόμηση των λαμπρών ναών που σώζονται ως τις μέρες μας. Μετά το θάνατο του συζύγου της η Θεοδώρα έγινε μοναχή και εγκατέλειψε το παλάτι για να αφοσιωθεί στην προσευχή και τη θρησκεία. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της μέσα στην προσευχή, έχοντας θέσει ως στόχο την αποπεράτωση του ναού που φέρει σήμερα το όνομά της.
Σε ώρες κρίσιμες όπως οι σημερινές, με την οικονομική κρίση, την κρίση της πανδημίας, την έξαρση των γυναικοκτονιών και τα καινά δαιμόνια που εμφιλοχωρούν στη συνύπαρξη των δύο φύλων, να συνοδεύονται από πληθώρα φαινομένων που προμηνύουν κρίσεις ηθών, ιδεών, ιδεολογιών και στάσεων, με την παγκοσμιοποίηση να έρχεται να μας δελεάζει υποσκάπτοντας ταυτόχρονα τα θεμέλια της εθνικής μας ταυτότητας, το παράδειγμα της αγίας Θεοδώρας θα πρέπει να βρίσκεται πάντα εμπρός μας, αποτελώντας φάρο ολοφώτεινο και οδηγό στις δύσκολες στιγμές.
Σ’ αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε το συνάνθρωπό μας, τον πλησίον μας, όπου κι αν βρίσκεται. Η ανθρωπιά της και η καλοσύνη της αγίας Θεοδώρας μπορούν να είναι οι αξίες στις οποίες θα στηριχτούμε για να αποκτήσουμε, μέσα από την αγάπη που διδάσκει ο χριστιανισμός, ξανά εμπιστοσύνη στον συνάνθρωπο.