Βρεθήκαμε σε άλλη μια άκρως ενδιαφέρουσα εκδήλωση της Εταιρίας Ελληνικών Θεμάτων, μιας ομάδας συμπολιτών μας που αγωνιούν για τα ζωτικά θέματα της χώρας μας, και που δεν φείδονται φιλοτιμίας και προσφοράς για να προβληματίσουν και να παραδειγματίσουν την κοινωνία μας για τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο μικρός και ο μεγάλος κόσμος μας.
Η τελευταία εκδήλωση με ομιλητές τους καθηγητές κ.κ. Βύρωνα Κοτζαμάνη, Βασίλη Παππά και Αλεξάνδρα Τραγάκη είχε ως θέμα τη δημογραφία και τον πληθυσμό που αποτελούν μια σύνθετη και πολύπλοκη μεταβλητή, ικανή πλέον να καθορίσει τη μελλοντική εθνική, κοινωνική και εδαφική πραγματικότητα της χώρας μας.
Είναι περιττό να ειπωθούν συγχαρητήρια για όλους, και ιδιαιτέρως σε εκείνους – και ήταν πολλοί – που πήραν μέρος στην ενδιαφέρουσα συζήτηση που ακολούθησε, και η οποία σκίρτησε από την αγωνία των συμπολιτών μας για την πολύπλευρη συρρίκνωση του Νομού μας, για την ερημοποίηση των χωριών μας, για τη μοναξιά των ηλικιωμένων μας και για τον αναξιοποίητο πλούτο που κρύβεται στην παρθένα φύση μας και στον παραμελημένο πρωτογενή τομέα της οικονομίας μας.
Θα ήθελα να σας παρακαλέσω να κρατήσετε στη μνήμη σας ότι συμφωνώ απολύτως με όλες τις απόψεις που ακούστηκαν εκείνο το βράδυ, και η όποια διαφοροποίησή μου δεν έχει σκοπό να αναιρέσει την αλήθεια τους, αλλά να προσεγγίσει το πολύπλοκο αυτό θέμα από μια άλλη οπτική γωνία τόσο δυσδιάκριτη, που δεν θίγεται καν.
Για να γίνω κατανοητός θα θυμίσω πως οι γονείς μας σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και πείνας έκαναν από πέντε έως δέκα παιδιά. Θα θυμίσω, επίσης, ότι το «όριο» των δύο παιδιών τέθηκε τις δεκαετίες των παχέων αγελάδων του ‘80 και ‘90 που οι οικονομικές συνθήκες δεν είχαν καμία σχέση με την οικονομική κρίση που άρχισε το 2009.
Άρα λοιπόν, το πρόβλημα της υπογεννητικότητας δεν είναι μόνο οικονομικό, δεν είναι μόνο θέμα επιδομάτων, παιδικών σταθμών κλπ, κλπ, θεμάτων που τέθηκαν κατά κόρον εκείνο το βράδυ. Κατά τη γνώ- μη μου είναι πρωτίστως πρόβλημα πολιτισμικό. Είναι δηλαδή ένα πρόβλημα που έχει να κάνει με τις σύγχρονες αξίες, εντός ή εκτός εισαγωγικών, που καθορίζουν τον τρόπο σκέψης μας και τις επιλογές μας. Άλλοι μιλούν για ποιότητα ζωής, και άλ-λοι, χωρίς φυσικά να υποτιμούν αυτή την ποιότητα, προβληματίζονται για τις αρνητικές επιπτώσεις του καταναλωτισμού ακόμη και στα πιο ιερά ζητήματα της ζωής.
Με τον καταναλωτικό τρόπο ζωής, πιστεύω, πως υπερτονίζονται οι ατομικές και έχουν περιθωριο- ποιηθεί οι κοινωνικές αξίες. Η αγάπη για την οικογένεια, και πολύ περισσότερο η φιλοπατρία, έχουν υποχωρήσει στο βωμό της καλοπέρασης, της άνετης ζωής και της ελευθεριότητας. Το χτίσιμο της οικογένειας απαιτεί άλλα υλικά, τα οποία δύσκολα τα βρίσκει κανείς σ’ αυτές τις κοινωνίες που μιλούν μόνο για χρήματα και αγορές, για τίποτα άλλο. Έτσι, λοιπόν, ακόμη και ευκατάστατοι νέοι, ή φοβούνται να κάνουν οικογένεια, ή δεν θέλουν να «θυσιαστούν», γιατί η κοινωνία τούς έχει σβήσει μέσα τους τη χαρά, την ευθύνη και την ευτυχία να μεγαλώνουν δικά τους παιδιά. Με άλλα λόγια, όσο κι αν ακούγεται βαρύ, ο σύγχρονος πολιτισμός έχει στερήσει από τα παιδιά μας τη φλόγα της ζωής.
Και πάμε τώρα αυτό το κενό να το ισορροπήσουμε με ισοζύγια προσφύγων, Ινδών, Πακιστανών και στατιστικών, χωρίς να βλέπουμε αυτό το πυκνό σύννεφο αρνητισμού και μηδενισμού με το οποίο εμείς οι μεγαλύτεροι έχουμε καταδικάσει τις νεότερες γενιές που δεν τις επιτρέπουμε να πιστέψουν σε κάτι. Η ηρωίδα Ρήνη στο έργο του Κων. Θεοτόκη «Η τιμή και το χρήμα» λέει στον αγαπημένο της που έχει το μάτι του στα τάλαρα: «έχουμε την αγάπη μας, δουλευτάδες κι οι δυο, ποιον έχουμε ανάγκη;»
Γι’ αυτό μέσα σ’ αυτό το πυκνό σύννεφο της απαισιοδοξίας, κοιτάζω με θαυμασμό αυτά τα νέα παιδιά που έχουν ακόμη μέσα τους ζωή, που δεν φοβούνται, που έχουν μπράτσα και καρδιά, που ερωτεύονται, που κάνουν παιδιά, που τρέχουν κυριολεκτικά σε διάφορες δουλειές – και περιστασιακές ακόμα χωρίς να τους «μυρίζει» η μία και η άλλη – που χαμογελούν, που ευτυχούν, που λένε σαν τον ποιητή «την υγειά μας κι έχει ο Θεός!»