Την Τετάρτη 28 του μηνός συμπληρώνεται ακριβώς ένας χρόνος από το τραγικό και πολύνεκρο δυστύχημα που συνέβη στην κοιλάδα των Τεμπών, όταν και συγκρούστηκαν μετωπικά δύο τρένα που βρέθηκαν να κινούνται στην ίδια σιδηροδρομική γραμμή, σε αντίθετες κατευθύνσεις.
Ποιος, αλήθεια, δεν θυμάται τον ανείπωτο πόνο και τη βαριά θλίψη των ανθρώπων που έχασαν δικούς τους σε εκείνο το δυστύχημα; Ποιος δε θυμάται τις εικόνες νέων ανθρώπων που έκαναν το γύρο των μέσων και του διαδικτύου για να διαπιστωθεί αν βρίσκονται στη ζωή ή έχουν «φύγει» ;
Και ποιος μπορεί να ξεχάσει τις εικόνες συμπαράστασης χιλιάδων μαθητών έξω από τα σχολεία τους, με τις τσάντες να σχηματίζουν το ερώτημα, που βρίσκεται στα χείλια κάθε μάνας και κάθε πατέρα, όταν το παιδί του φεύγει για κάποιο ταξίδι, «Έφτασες»;
Δεν ξεχνιέται, επίσης, η βιασύνη να αποδοθεί το δυστύχημα σε τραγικό ανθρώπινο λάθος, οι ταχύτητες χελώνας με τις οποίες ξεκίνησαν οι διαδικασίες απόδοσης ευθυνών, η προσπάθεια να «απλωθεί» η έρευνα και σε άσχετες με το δυστύχημα ευθύνες (όχι ότι δεν πρέπει να διερευνηθούν όλα τα τυχόν σκάνδαλα που μπορεί να υπάρχουν σε κάθε πτυχή της πολιτικής ζωής, αλλά για το συγκεκριμένο δυστύχημα θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη ευαισθησία), η άμεση παραίτηση του τότε υπουργού μεταφορών (ο οποίος, όμως έσπευσε να ξαναβάλει υποψηφιότητα για βουλευτής και επανεξελέγη πανηγυρικά), οι σπασμωδικές (για να μην χαρακτη- ριστούν αλλιώς) κινήσεις ορισμένων υπευθύνων.
Και φτάνουμε έναν χρόνο μετά, να μην υπάρχουν επίσημες απαντήσεις, η εξεταστική επιτροπή της βουλής να ολοκληρώνει τις εργασίες της χωρίς να καλεί κομβικής σημασίας μάρτυρες (ποιος ξεχνάει, αλήθεια, το έγγραφο που είχε αποστείλει η ομοσπονδία εργαζομένων στα τρένα προς τη βουλή, προειδοποιώντας για τον μεγάλο κίνδυνο πιθανού ατυχήματος;), οι συγγενείς των θυμάτων να προσπαθούν μόνοι τους να βρουν απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα.
Έγραφα πριν περίπου έναν χρόνο, σε τούτη εδώ τη σελίδα: «Για όλους και όλες που παρακολούθησαν το θέμα όλες αυτές τις μέρες (και νομίζω πως δεν υπάρχει άνθρωπος στο πανελλήνιο που να έμεινε ασυγκίνητος από την τραγωδία αυτή), οι απορίες προκύπτουν πηγαία, εφόσον κάποιος σκεφτεί απλά και λογικά.
Γιατί τοποθετήθηκε ένας άπειρος σταθμάρχης στον πιο δύσκολο και απαιτητικό σταθμό της συγκεκριμένης γραμμής; Γιατί στα τέλη του 2020 έκλεισε το κέντρο 24ωρης παρακολούθησης κυκλοφορίας, (δευτεροβάθμιος έλεγχος – ο πρώτος είναι ο Σταθμάρχης); Δεν υπήρχε περίπτωση να μην προληφθεί λάθος Σταθμάρχη, γιατί από εκεί ελεγχόταν όλη η κυκλοφορία των τρένων σε όλη την Ελλάδα. Γιατί δεν ελήφθη υπόψη η δημόσια καταγγελία του πρώην Διευθυντή Ασφαλείας και Κυκλοφορίας Αμαξοστοιχιών ΤΡΑΙΝΟΣΕ ο οποίος δήλωσε χαρακτη- ριστικά ότι ο ίδιος δεν μπαίνει σε τρένο από τα τέλη του 2020;
Γιατί σταμάτησε η τηλεδιοίκηση που λειτουργούσε στη Λάρισα και γιατί αποφασίστηκε να μην υπάρχουν δυο σταθμάρχες στη Λάρισα ανά βάρδια; Γιατί από το 2016 ως το 2022 υπήρξε τεράστια καθυστέρηση στην εγκατάσταση και λειτουργία του συστήματος ΕΤCS; Γιατί δεν ελήφθησαν υπόψη τα εξώδικα και οι επιστολές διαμαρτυρίας του σωματείου των εργαζομένων που σχεδόν «προφήτευαν» ένα τέτοιο ή ανάλογο δυστύχημα; Πώς είναι δυνατόν στο 2023 τα τραίνα να λειτουργούν με συστήματα του προπερασμένου αιώνα;
Πώς γίνεται να ξέρει κανείς πού βρίσκεται η πίτσα που έχει παραγγείλει αλλά να μη γνωρίζουν οι υπεύθυνοι πού κινούνται τα τραίνα; Και τελικά προκύπτει η έσχατη και μεγαλύτερη απορία, όπως θα τη διατύπωνε ο Χαρίλαος Τρικούπης: «τις πταίει»;
Το πρόβλημα, κατά την άποψή μου, δεν είναι μόνο να βρεθούν απαντήσεις στα καίρια αυτά ερωτήματα που, έναν χρόνο μετά, παραμένουν, εν πολλοίς ή εν ολίγοις, αναπάντητα, αλλά να διαμορφωθεί, επιτέλους, στη χώρα μας μια κουλτούρα ανάληψης και απόδοσης ευθυνών για τα όσα τραγικά συνέβησαν, συμβαίνουν ή μπορεί να συμβούν (από την κατάρρευση του κτηρίου της ΡΙΚΟΜΕΞ στους σεισμούς της Αθήνας, μέχρι τις πλημμύρες στην Μάνδρα και από την τραγωδία στο Μάτι μέχρι τα Τέμπη και τις πλημμύρες στη Θεσσαλία).
Κι αυτό διότι, περισσότερο και από τον οποιοδήποτε ωχαδελφισμό ή την όποια ανθρώπινη αδιαφορία ή αμέλεια, εκείνο που οδηγεί (και ίσως θα συνεχίσει να οδηγεί) σε λάθη, παραλείψεις και αμέλειες είναι η αίσθηση πως, ό,τι και να γίνει, δεν θα υπάρξει ποτέ κάποιος υπεύθυνος για να του αποδοθούν ευθύνες. Κι αυτό διότι ζούμε στη χώρα της ανευθυνοϋπευθυνότητας.
Στη χώρα μας υπάρχουν πάρα πολλοί αρμόδιοι κι ακόμα περισσότεροι αναρμόδιοι για κάτι, αλλά ελάχιστοι έως μηδαμινοί υπεύθυνοι για το ίδιο πράγμα. Ακόμα κι αν καταφέρεις να βρεις τον αρμόδιο για κάτι, το πιο πιθανό είναι να έχει μπλέξει κι αυτός σε ένα πλέγμα αλληλοσυγκρουόμενων ή αλληλοεπικαλυπτόμενων αρμοδιοτήτων οι οποίες συνήθως δεν οδηγούν πουθενά, ειδικά εάν το ζήτημα προς επίλυση είναι ιδιαιτέρως λεπτό και υπάρχει περίπτωση να θίξει κάποιους. Το αποτέλεσμα είναι, λοιπόν, να έχουμε στην Ελλάδα πολλούς αρμόδιους αλλά λίγους υπεύθυνους.
Για να υπάρξει υπευθυνότητα, θα πρέπει να υπάρξει η σχετική βούληση, το απαραίτητο θάρρος και ο αναγκαίος έλεγχος. Κι αυτό γιατί, ειδικά στην πολιτική, το σφάλμα μπορεί να μη βρίσκεται σε κάτι που έκανε κάποιος, αλλά και σε κάτι που δεν έκανε. Σύμφωνα με τον καθηγητή Θ. Π. Λιανό, «τα λάθη των πολιτικών δεν είναι πάντοτε φανερά, διότι πολλά από αυτά δεν είναι πράξεις αλλά παραλείψεις […]. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι στην πολιτική ζωή οι παραλείψεις είναι συχνά πιο σημαντικές από τις πράξεις».
Η κοινή λογική ορίζει ότι δεν έχει νόημα να λες ότι αναλαμβάνεις την όποια (πολιτική, ηθική, ποινική ή άλλη) ευθύνη, αν δεν προβαίνεις και σε πράξεις που επιβεβαιώνουν αυτή την ανάληψη. Στη χώρα μας, όμως, υπάρχει περίσσεια λόγων και έλλειμμα έργων, περίσσευμα αρμοδίων και έλλειψη υπεύθυνων λειτουργών και πολιτικών. Μακάρι η συνέχεια της υπόθεσης των Τεμπών να μην επιβεβαιώσει αυτή την τελευταία διαπίστωση.