Γράφει ο π. Χαράλαμπος Σαλίβερος*
Το πρώτο που ζητάμε από έναν συγγραφέα είναι να μη λέει ψέματα, να λέει αυτό που πραγματικά σκέφτεται, αυτό που πραγματικά νιώθει. Μία γραφή με σημασία μπορεί να παραχθεί μόνο όταν ένας άνθρωπος νιώθει την αλήθεια όσων λέει, χωρίς αυτό, η δημιουργική παρόρμηση απουσιάζει, λέει ο Τζωρτζ Όργουελ.
Μια τέτοια γραφή έχουμε στο πρόσφατο βιβλίο του Βασίλη Τάτση. Μικρές αληθινές ιστορίες ανθρώπων, άλλων εν ζωή και άλλων όχι, που «συνδέονται μεταξύ τους με κάποιους πολύ βαθύτερους δεσμούς» (σελ.13) και άφησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το αποτύπωμά τους στην ψυχή και στη σκέψη του παρατηρητή τους και συγγραφέα τους. Ο Βασίλης Τάτσης δεν λέει μόνο αυτό που πραγματικά σκέφτεται, αυτό που πραγματικά νιώ- θει. Αναζητά το Φως. Αναζητά την ουσία της ζωής σ΄ εκείνες τις ενέργειες που μπορούν να εξευγενίσουν το πνεύμα, που μπορούν να μας βοηθήσουν να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Γι’ αυτό ακριβώς η γραφή του, νομίζω, αξίζει την προσοχή μας. Το βιβλίο τιτλοφορείται: «Το Φως στα Μάτια των Άλλων» (Ιδιωτική Έκδοση, 2023, σελ.147). Όπως ο ίδιος γράφει,
«Πρόκειται για ένα άλλο φως, ζωντανό και σύψυχο. Διάφανο και ζωηρό, σαν τη λάμψη εκείνων των ανθρώπων που αντιστέκονται στο “πανίσχυρο έτσι”, με την ηθική τους στα δάχτυλα, στα μάτια, στα χείλη, απ’ όπου μιλούν οι ραψωδοί τής προσωπικής ευθύνης και της χαράς τής επώδυνης. Έναν κόσμο που ίσως και να βρίσκεται δίπλα μας σε απόσταση αναπνοής. Κι ας μην τον βλέπουμε» (σελ.12).
Ένας από τους λόγους – ίσως όχι ο κυριότερος – που με ώθησε να γράψω αυτό το σημείωμα, είναι η «φιλοδοξία» ότι μπορεί να βοη- θήσει, καταπολεμώντας την αδιαφορία του αναγνώστη ή κεντρίζοντας την περιέργειά του, ώστε να τον ωθήσει να πάρει στα χέρια του το βιβλίο.
Και το ερώτημα είναι: γιατί αυτό το βιβλίο;
Οπωσδήποτε υπάρχουν χιλιάδες αξιόλογα βιβλία, και πέραν των κλασικών, που αξίζει και μακάρι να ξεκινήσει να διαβάζει κανείς. Ούτε βεβαίως μπορεί να αποτελεί μοναδικό λόγο το γεγονός ότι ο κ. Τάτσης είναι συντοπίτης μας και φίλος. Η απάντηση που εγώ θα έδινα γιατί αυτό το βιβλίο, είναι, διότι μας υπενθυμίζει πόσο πολύ έχει λείψει στις μέρες μας αυτό το αίσθημα που αναβλύζει, όταν δούμε μπροστά μας το εξαιρετικό εν δράσει. Και επιπροσθέτως, μας δείχνει πως στην πραγματικότητα, αρετές όπως η αλήθεια, η δικαιο- σύνη, η φιλία, η καλοσύνη, η ελπίδα, είναι αρετές που ο καθένας μπορεί να έχει. Ο συγγραφέας αναρωτιέται αλλά ταυτόχρονα υποκρύπτεται μια παρότρυνση: «πού να βρεις ένα ρήγμα σ’ αυτό το μπετόν του καταναλωτικού τρόπου ζωής για να πείσεις πως «η ζωή είναι αλλού» κι όχι στην επίδειξη, στη ματαιοδοξία, στο μηδενισμό;» (σελ.110).
Τα περιεχόμενα του βιβλίου δεν είναι τόσο μια σειρά αυτοτελών ιστοριών από το βίο συγκεκριμένων προσώπων, όσο περισσότερο είναι ένας κόσμος. Ένας ολόκληρος κόσμος που απαρτίζεται από αληθινά πρόσωπα που τα χαρακτηρίζει το ήθος και οι μεγάλες αξίες της ζωής. Και «τι σημαίνει, στ’ αλήθεια, ένα ηθικό πρόσωπο; «κάποιος που στο πέρασμά του από τη ζωή φωτίζει κάπως και τις ζωές των άλλων» (σελ. 78).
Έχει ιδιαίτερη αξία και η απάντηση που δίνει ο ίδιος ο συγγραφέας στις σελίδες 99 και 130: «Θα μου πείτε περασμένα ξεχασμένα, ή τι μας ενδιαφέρουν εμάς αυτά. Θα σας πω πως τα μυστικά της ζωής κρύβονται στις μικρές καθημερινές μας στιγμές, που δεν είναι τελικά καθόλου «μικρές». Και πως μια από τις μεγαλύτερες πίκρες σ’ αυτή την εφήμερη ζωή είναι η αξόδευτη αγάπη» (σελ. 99).
«Γι’ αυτό ο ηρωισμός που με συγκινεί πλέον δεν είναι αυτός στα πεδία των μαχών, αλλά ο ηρωισμός της καθημερινής ζωής που έχει να κάνει με την αγάπη…» (σελ.130).
Εδώ φανερώνεται πως το όλο «μήνυμα» του συγγραφέα μπορεί να είναι μια κοινοτοπία αλλά πρέπει να λέγεται και να ξαναλέγεται αδιάκοπα: καλοσύνη και αγάπη. Εάν οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν καλά, ο κόσμος θα ήταν καλός. Το πιστεύει αυτό και γι’ αυτό αισθάνεται την ανάγκη να το ευχηθεί.
«Θα ευχόμουν, λοιπόν, να πληθύνουν στο μέλλον οι άνθρωποι που θα γράφουν μία άλλη ιστορία, στην οποία θα κυριαρχούν τα μηνύματα των απλών και ανιδιοτελών ανθρώπων που πόνεσαν, χάρηκαν, έγραψαν και πέρασαν χωρίς να στήσουν μνημεία και σήματα στο πέρασμά τους. Ίσως, το μόνο τους τρόπαιο να είναι η δυσδιάκριτη θωριά τους σε έναν κόσμο, στον οποίο, ως και οι φίλοι τους ακόμη, έβλεπαν παντού σε όλον τον κόσμο, αλλά δεν έβλεπαν δίπλα τους» (σελ. 61).
Είναι αναγκαίο να μάθουμε να βλέπουμε, να μάθουμε να κοιτάμε με σκοπό να δούμε. Πρέπει να μάθουμε να ακούμε και πρέπει να μάθουμε να ακούμε προσεκτικά και όχι με σκοπό να ξεφύγουμε από αυτό που είδαμε και ακούσαμε. Αν είμαστε αδιάφοροι, δεν βλέπουμε τίποτε. Αν μισούμε, βλέπουμε μόνο τα άσχημα και τα κακά και διαστρεβλώνουμε οτιδήποτε καλό ερμηνεύοντάς το, και μάλιστα με λάθος τρόπο. Μόνο η καλοσύνη μπορεί να δει το καλό ως καλό, αλλά και το ψήγμα του καλού που ενυπάρχει στο κακό, που επιβιώνει, διότι δεν υπάρχει κανείς που να είναι παντελώς, αμετάκλητα κακός, που να μην έχει ούτε μια χορδή που να ηχεί σωστά, «αρκεί να μη βιάζεσαι να κρίνεις από το περιτύλιγμα…» (σελ. 41).
Είναι πιθανόν οι αναγνώστες να εκφράσουν τις επιφυλάξεις τους για κάποια πρόσωπα που προβάλλονται στο εν λόγω βιβλίο. Ίσως αισθανθούν κάποια υπερβολή ή και εξιδανίκευση. Πολύ περισσότερο για όσα βρίσκονται εν ζωή ακόμη και ισχύει εκείνο του παππού μας, του Σόλωνα: «μηδένα προ του τέλους μακάριζε». Δεν είναι, επίσης, απίθανο οι κοντινοί τους άνθρωποι να μην έχουν την ίδια γνώμη ή και οπτική με τον συγγραφέα γνωρίζοντας πτυχές της καθημερινής συναναστροφής, που ο ίδιος οπωσδήποτε αγνοεί.
Ωστόσο, έχω τη γνώμη, όσο εύλογα κι αν ακούγονται αυτά, καθόλου δεν μειώνουν την αξία των γραφομένων. Εδώ δεν πρόκειται για αφέλεια του συγγραφέα ή αδυναμία ορθής, αντικειμενικής κρίσης αλλά για συνειδητή επιλογή. Άλλωστε, με αφορμή ένα από τα πρόσωπα που παρουσιάζει, βρίσκει την ευκαιρία να το υπονοήσει: «Είχε σχεδόν όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη ψυχή της φυλής μας. Και τα στοιχεία αυτά είναι μεγάλα, σπάνια, μα και αντίθετα, και ορισμένες φορές αντιφατικά μεταξύ τους. Έτσι κι ο Δεληκάρης. Από τη μια, επαναστάτης, ντόμπρος, ασυμβίβαστος, εμβληματικός, φωτεινός. Από την άλλη, ιδιόρρυθμος, γλεντζές, υπερευαίσθητος και βαθιά πλη- γωμένος» (σελ. 92).
Δεν αγνοεί την εν πολλοίς αντιφατική φύση των ανθρώπων, αλλά συνειδητά επιλέγει και αναζητεί την καλή πλευρά τους. Γνωρίζει ότι «όλα παίζονται μέσα μας: το φως και το σκοτάδι, η αγάπη και το μίσος…» (σελ.118), «Σκοτάδι και φως, έτσι ήταν πάντα η ζωή» (σελ. 30), αλλά εκείνος ψάχνει το φως και όπου το βρίσκει το αναδεικνύει, πρώτα μέσα του και τώρα αναλαμβάνει την ευθύνη να το μοιραστεί. Πιστεύει, κι έχουμε πολύ σοβαρούς λόγους να συμφωνήσουμε, πως αυτό είναι που μπορεί να μας βοηθήσει «να βγάζουμε κι εμείς προς τα έξω την καλή πλευρά του εαυτού μας» (σελ. 53).
Δεν γνωρίζω αν ο συγγραφέας είχε υπόψη του τα λόγια ενός μεγάλου δασκάλου της πνευματικής ζωής των χριστιανών, που έζησε τον 7ο αιώνα, του αββά Ισαάκ του Σύρου, ωστόσο ακολουθείται, έστω ανεπίγνωστα, η ίδια παράδοση. Ο ίδιος άλλωστε γράφει πως οι άνθρωποι «συνεχίζουν παραδόσεις και χτίζουν νέες..» (σελ. 85).
Λέει, λοιπόν, ο αββάς Ισαάκ: «Μάθε να τιμάς τον άλλον ακόμα κι αν νομίζεις πως δεν το αξίζει. Και επαίνεσέ τον παραπάνω απ’ όσο αξίζει πραγματικά. Και συνέχισε αυτή την τακτική ακόμα κι όταν δεν είναι πια παρών, αντί να αρχίσεις να τον κακολογείς πίσω από την πλάτη του. Βρες οτιδήποτε αγαθό και τίμιο έχει πάνω του για να το επαινέσεις».
Ας μη βιαστεί κάποιος να κατηγορήσει τον μεγάλο δάσκαλο πως μας προτρέπει στην ανειλικρίνεια, στα ψέματα και στην υποκρισία. Έχει τους λόγους του: «Εν γαρ τούτοις και τοις τοιούτοις έλκεις αυτόν εις το αγαθόν… και σπείρεις εις αυτόν σπέρμα αρετής». Τα επαινετικά λόγια δεν έχουν σκοπό την κολακεία αλλά είναι ένας σπόρος, που μπορεί να ανθήσει κάποτε, με καιρό και με κόπο. Έτσι βλέπει τα πράγματα ο αββάς του 7ου αιώνα, ας μου επιτραπεί να τολμήσω να πω, και ο συγγραφέας του βιβλίου 14 αιώνες αργότερα.
Το βιβλίο που κουβεντιάζουμε, ασφαλώς αποτελεί μια πρόταση. Είναι ακριβώς ό,τι προτείνει και ο Ίταλο Καλβίνο: «να προσπαθήσουμε και να μάθουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο».
«…Σ’ έναν κόσμο ξυλιασμένο και για πάντα νικημένο, μάζεψε όσα δεν έχεις, σπείρε φως όπου αντέχεις πια». (Θανάσης Τριαρίδης, Για τους άγνωστους σφαγμένους, εκδόσεις Gutenberg, 2022, σελ.100)
Αυτό προσπαθεί να κάνει ο Βασίλης Τάτσης μέσα από τις ιστορίες του, που μοιράζεται μαζί μας. Να σπείρει το Φως. Ένα Φως που βρήκε στα Μάτια των Άλλων. Αυτό το Φως μπορούμε ακόμα να το δούμε να αχνοφέγγει σε όλους εκείνους που κατάλαβαν τη διάκριση μεταξύ απλής επιβίωσης και πραγματικής ζωής. Γιατί άλλο επιβιώνω και άλλο ζω αληθινά.
*Ο π. Χαράλαμπος Σαλίβερος, είναι ιερέας του χωριού Γραμμενίτσα