Από τις αρχές ή τα μέσα του ΙΣΤ’ αιώνα η Υψηλή Πύλη ίδρυσε τις αρματολίες (αρματολίκια), για να περιστείλει τη δράση των πολυπληθών κλεφτών, οι οποίοι μάχονταν στα βουνά τους Τούρκους.
Επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς εδραιώθηκε ο θεσμός πιο σταθερά. Καθήκον είχαν οι αρματολοί τη φύλαξη της περιοχής τους από ληστρικές επιδρομές, ασκούσαν δε τοπικά διοικητικά και δικαστικά καθήκοντα, ήταν δηλαδή ημιανεξάρτητοι διοικητές, και η οπλαρχηγία τους μεταβιβαζόταν ως επί το πλείστον κληρονομικά. Είναι γνωστή η βοήθεια και συνδρομή τους στην Επανάσταση του 1821.
Στην Άρτα υπήρχαν τρία αρματολίκια: Των Τζουμέρκων, του Ραδοβιζίου και του Λούρου (Η επαρχία – βιλαέτι – της Λάμαρης και του Λούρου υπαγόταν μέχρι το 1796 στον Βοεβόδα της Άρτας). Αναφορικά με το αρματολίκι του Λούρου υπάρχουν πληροφορίες (Ηπειρωτικά Χρονογραφήματα Α. 250, Π. Αραβαντινός «Συλ- λογή δημωδών ασμάτων της Ηπείρου, 1880) ότι πρώτος αρματολός ήταν ο Χοντραμάρας, τον οποίο διαδέχθηκε ο γενναίος Λάππας, που αναγκάσθηκε στα 1760 να γίνει λήσταρχος, εκδιωχθείς από τον Κούρτ Πασσά και τον Βοεβόδα Γιάχο, που τον μισούσε: «…Και να με στείλεις Βόϊβοντα στην Άρτα και στο Λούρο,/ να διώξω το δερβέναγα, το σκυλοχασνατάρη,/ να δώσω και της Λάμαρης τ’ αρματολίκι σ’ άλλον…».
Διάδοχος του Λάππα, ίσως και συγγενής του, ήταν ο ξακουστός Νικολός Τσιοβάρας, τον οποίο δολοφόνησαν στον ποταμό Λούρο στα 1770 πληρωμένοι φονιάδες των Αγάδων του Μαργαριτίου: «… Πέρναγε ψες με δυο παιδιά στην Άρτα να πηγαίνει/ κι εδώ καρτέρι τώκαναν Τούρκοι Μαργαριτώτες,/ είκοσι βόλια τώρριξαν τα τρία των επήραν…».
Από εξόφθαλμο λάθος ο LEGRAND τοποθετεί τη δολοφονία του Τσιοβάρα στα 1672: «… ρωτάτε για το Νικολό, τον Νικολό Τσιοβάρα,/ που ‘ταν στο Λούρο αρματολός, στο Καρπενήσι κλέφτης…». Τον Τσιοβάρα διαδέχθηκε στην οπλαρχηγία ο Δήμος Διγόνης, ο οποίος ίσως να ήταν ο τελευταίος αρματολός του Λούρου μέχρις ότου (1796) αποσπάσθηκε η επαρχία αυτή από την Άρτα.
Πρώτος αρματολός των Τζουμέρκων αναφέρεται ο Δημήτριος Χοσεψίτης, ο οποίος έδρασε στην περιοχή αυτή μάλλον από το 1730 μέχρι το 1750 (περίπου) που εκδιώχθηκε και έχασε το αρματολίκι του από τον περιώνυμο Γεώργιο Καλαντζή (σύγχρονο και φίλο του Ιωάννη Μπουκου- βάλα), λήσταρχο μεν, αλλά γενναίο πολεμιστή δε. Ο αρματολός αυτός, με τη βοήθεια του Γιάννη Μπουκουβάλα, κατανίκησε 1.000 περίπου Τούρκους από το Βραχώρι (παλαιά ονομασία του Αγρινίου), που εισήλθαν στα ορεινά χωριά της Άρτας το 1770 και θριαμβευτής επέστρεφε στο Βελεντζικό, όπου η έδρα τότε του αρματολικίου.
Το Βελεντζικό ήταν σπουδαία κωμόπολη, είχε εκεί έδρα η Μητρόπολη της περιοχής (τη χρονολογία αυτή μητροπολίτης ήταν ο Παρθένιος, που στη συνέχεια ανακηρύχθηκε, ως γνωστόν, Άγιος), λειτουργούσε σχολείο Ελληνικό, εννέα εκκλησίες κτλ, ήταν δε κέντρο των κλεφτών, όπως αναφέρει και ο Πουκεβίλ, ο οποίος το επισκέφτηκε στα 1810.
Έξω, λοιπόν, από το Βελεντζικό, δολοφονήθηκε ο Καλατζής από κάποιο Τούρκο που του έστησε ενέδρα. Τον Καλατζή διαδέχθηκε ο γέρο – Καστανάς, κράτησε το αρματολίκι για λίγα χρόνια και πέθανε στην Πρέβεζα, άφησε δε τέσσερες γιούς: Τον Γεώργιο, τον Ιωάννη, τον Νικόλαο και τον Αθανάσιο. Έτσι, το αρματολίκι κληρονομικά μεταβιβάστηκε στον μεγαλύτερο γιο του, τον Γεώργιο Καστανά, που το κατείχε μέχρι το 1796, έτος κατά το οποίο αρρώστησε σοβαρά και απήλθε στην Πρέβεζα.
Πριν αποχωρήσει αυτός, διέσπασε το αρματολίκι στα δύο, και εκείνο των Τζουμέρκων παραχώρησε στον επ’ αδελφή γαμβρό του Κων- σταντίνο Πουλή Ασπροποταμίτη και του Ραδοβιζίου στον ανιψιό του από αδελφή Ιωάννη Μανώλη. Αυτός ο Πουλής με διαταγή του Αλή Πασά δολοφόνησε τον Μανώλη και κατείχε έκτοτε μόνος το αρματολίκι. Βοήθησε τους Τούρκους στα 1804 στο Σέλτσο, στη μεγάλη καταστροφή των Σουλιωτών (βρήκαν τον θάνατο περισσότεροι από 1.000 Σουλιώτες), άφησε όμως ελεύθερο τον Κίτσο Μπότσαρη, που είχε συλληφθεί και ήταν αιχμάλωτος.
Για να γλιτώσει ο Πουλής από την οργή του Αλή Πασά, κατέφυγε στη Θεσσαλία, στην υπηρεσία του Βελή Πασά (οι σχέσεις τότε του Βελή ήταν εχθρικές προς τον πατέρα του) και έγινε οπλαρχηγός του Ολύμπου. Όταν ο Χουρσίτ Πασάς πολιορκούσε τον Αλή, ο Πουλής γύρισε και ξανα- πήρε για λίγο το αρματολίκι των Τζουμέρκων και με τρόπο άτιμο βοηθούσε τους Τούρκους κατά των Ελλήνων. Έτσι, συνελήφθη στην Πλάκα από τον Μάρκο Μπότσαρη και φυλακίσθηκε στη Βόνιτσα. Εκεί αποπειράθηκε να δραπετεύσει, με σκοπό να πάει στην Πρέβεζα και να πολεμήσει τους ομοεθνείς του ξανά, κι έτσι κατά την απόδραση σκοτώθηκε.
Όταν στα 1804 ο Πουλής κατέφυγε στη Θεσσαλία, ο Αλής έδωσε το μεν αρματολίκι του Ραδοβιζίου στον Γώγο Μπακόλα, το δε των Τζουμέρκων στον γέρο – Κουτελίδα από τη Χόσεψη. Το αρματολίκι των Τζουμέρκων κράτησε ο γέρο – Κουτελίδας μέχρι το 1812 και διάδοχός του ήταν ο πρωτότοκος γιος του Δημήτριος για 10 χρόνια. Στα 1822 το αρματολίκι περιήλθε στον αδελφό του, τον ξακουστό Γιάννη Κουτελίδα.
Στα 1837 οι Τούρκοι, με τη συνέργεια του Τσέλιου Πίτσαρη από τα Θοδώριανα, δολοφόνησαν τον άξιο αρματολό Γιάννη Κουτελίδα στο Βουργαρέλι: «Στο Βουργαρέλι το χωριό, ψηλά μες στο Τζουμέρκο,/ μια πέρδικα κατάμαυρη, κλεισμένη στο κλουβί της,/ μοιρολογούσε κι έλεγε μ’ ανθρώπινη λαλίτσα./-Δεν στο ‘πα, Γιάννη, μια φορά, δεν στο’πα τρεις και πέντε,/ τους Τούρκους μη μπιστεύεσαι, γιατ’ είν’ οχθρός κρυμμένος…»
Ο Γώγος Μπακόλας από τη Σκουληκαριά, από το 1805 που πήρε το αρματολίκι, μέχρι την κήρυξη της Επανάστασης του 1821, αν και έμπιστος φίλος του Αλή, άσκησε την εξουσία όχι εχθρικά προς τους κλέφτες. Δολοφόνησε βέβαια στην Άρτα, στα 1813, τον Κίτσο Μπότσαρη. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία και πολέμησε γενναία κατά των Τούρκων μέχρι την καταστροφή στο Πέτα (Ιούλιος 1822).
Ήταν ο ήρωας της μάχης του Μακρυνόρους, του Σταυρού (Θεοδώριανα), Συρράκου και της πολύμηνης άμυνας του Πέτα. Αφού κατηγορήθηκε για προδοσία στη μάχη του Πέτα, πικραμένος αποσύρθηκε στο αρματολίκι του, χωρίς να βλάψει τους Έλληνες: «Ποιός είν’ αυτός που πολεμάει και βροντερά χουγιάζει;/ Γώγος Μπακόλας πολεμάει με χίλιους πεντακόσιους./ -Λεβέντες Ραδοβιζινοί, Πετρίτες του Τζουμέρκου,/ παστρέψτε τα ντουφέκια σας, τροχίστε τα σπαθιά σας….»
Το αρματολίκι του Ραδοβιζίου, μετά τον θάνατο του Γώγου, περιήλθε στον πρωτότοκο γιο του Δημήτριο Μπακόλα και ακολούθως στον άλλο γιο του, τον Κωνσταντίνο Μπακόλα. Ο τελευταίος δολοφονήθηκε στα 1846. Τη δολοφονία του αποφάσισε ο οδοφύλακας Οσμάν Ταχ- ίρης και την εκτέλεσαν οι αδελφοί Κοτσιλαίοι, εγκάρδιοι φίλοι και συγχωριανοί του δολοφονηθέντος Μπακόλα.
Γύρω στα 1850 άλλαξε η δομή των αρματολικίων της Άρτας, τα οποία έκτοτε υποδιαιρέθηκαν σε μικρότερα. Έτσι, στα 1853, εκτός του αρματολού των Τζουμέρκων, έχουμε: Τον γέρο Κωνσταντίνο Σκαλτσογιάννη, οπλαρχηγό των Ζυγοχωρίων (τον δολοφόνησαν οι Τούρκοι στο Ζυγό τον Αύγουστο του 1853), τον Καραγιάννη Κοτσίλα στο Βελεντζικό και τους γύρω συνοικισμούς, τον Γεώργιο Κατσικογιάννη, από το Βελεντζικό, οπλαρχηγό της Σκουληκαριάς και άλλων χωριών, τον Γεώργιο Τσιγαρίδα και τον Κώστα Δερέκο, οπλαρχηγούς του Άνω Ραδοβιζίου, τον Γιάννη Ψαρογιάννη και τον Γεώργιο Ντούλα Μπακόλα, οπλαρχηγούς της Χελώνας και του Αυλακίου και τον Δημήτριο Σκαλτσογιάννη, από την Άνω Πέτρα, οπλαρχηγό του Κάτω Ραδοβιζίου.
Οι οπλαρχηγοί – αρματολοί αυτοί ήταν και οι αρχηγοί της Επανάστασης του Ραδοβιζίου που ξεκίνησε στις 15 Ιανουαρίου 1854 στην Μπότση (Μεγαλόχαρη) και είχε σαν αποτέλεσμα την απελευθέρωση όλων των χωριών των Τζουμέρκων και του Ραδοβιζίου για 15 ημέρες και της Άρτας για λίγες ώρες μόνο. Σε μάχη στο Πέτα με τους Τούρκους στις 17 Ιανουαρίου 1854 σκοτώθηκε ο Τσιγαρίδας (αρχηγός της Επανάστασης).
Αυτοί ήταν και οι τελευταίοι αρματολοί της Άρτας. Οι Τούρκοι δεν τους εμπιστεύονταν πλέον και δεν τους διόριζαν. Άλλωστε, σε λίγα χρόνια (1881) οι περιοχές αυτές απελευθερώθηκαν και ενσωματώθηκαν στο ελεύθερο Ελληνικό κράτος.
*Ο Αυγερινός Θ. Ανδρέου είναι δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας υπήρξε πρόεδρος και σήμερα γενικός γραμματέας, μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου “Ο Παρνασσός” και εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού “ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ