Εβγαινε στ’ αγνάντιο ο Δημόκριτος την ώρα π’ άρχιζε ο ήλιος να ιχνογραφεί στο στερέωμα μια καινούρια μέρα και το πρώτο Απριλιάτικο λουλούδι γεμάτο πάχνη καρτερικά περίμενε το έντομο εκείνο που θα έσμιγε μαζί του στην αιωνιότητα της στιγμής.
Αντάμωνε και κείνος κάθε φορά με την αγαλλίαση της ψυχής του λίγο πριν κόλποι αχαλίνωτοι οι προσδοκίες του περιμένοντας τ’ αφηνιασμένο κύμα της καταλαγής, μουσκέψουν βίαια τα «τι» και τα «γιατί» της πρωινής του σκέψης.
«Ο Ελληνισμός οφείλει χάριτας είς τον Χριστιανισμόν…» του φώναζε ο παπάς. «…Διότι χάρις εις αυτόν διεσώθη από τον πλήρη εξαφανισμόν κατά το διάστημα της Τουρκικής δουλείας. Κι όταν τελείωσε την ιστορικήν του ταύτην αποστολήν δεν έσχε άλλο αποτέλεσμα ή να αποτελέση εμπόδιον και επίσχεσιν εις την προς τα πρόσω κίνησιν του Ελληνισμού. Το ίδιον συμβαίνει και σήμερον όπου ο Χριστιανισμός παρέσχεν ουσιώδη συμβολήν εις τον αντικομμουνιστικόν αγώνα δια του τονισμού του αντιχριστιανικού χαρακτήρος του κομμουνισμού και της επιρροής ήν ήσκησεν επί των μαζών ας κατόρθωσε να φανατίσει».
«Την γλώσσαν…» ούρλιαζαν οι ψευτοδιανοούμενοι, οι θαυμαστές του ναζισμού και λάτρεις της δοσιλογίας κι όλοι αυτοί που εύκολα θα γκρέμιζαν την πλίνθινην ή πέτρινης καλύβην και θα κράταγαν ψηλά την εθνικήν δημοτικήν «…και όχι την Ψυχαρικήν δημοτική την υποστηρίζουσα την πλήρη διακοπήν κάθε σχέσεως με την Ελληνικήν παράδοσιν και την οποίαν χρησιμοποιούν και εκμεταλλεύονται αι κομμουνισταί και πάντες οι εχθροί του Ελληνισμού».
«…Τώρα που το τοπίον ξεκαθάρισεν…» υπενθύμιζε καθημερινά η θέση μέσω των ΤΕΑ «…μετά την ήττα τω προδοτών εις τον Γράμμον και την απομάκρυνσί των επί του Ελληνικού εδάφους, είμεθα αισιόδοξοι πως με μια ηθικήν και πνευματικήν επανάστασην οργανιζομένη στρατιωτικώς μεταξύ των πρεωτίστων ατόμων της φυλής, για να πάει ο τόπος μπροστά διαχωρίζοντας βεβαίως την απλή εθνικοφροσύνη από τον εθνικισμόν. Διότι εθνικό- φρονες και πατριδολάτραι είναι όσοι απλώς αναγνωρίζουν την ιδέν της πατρίδος. Εθνικισμός όμως είναι η δυναμική προσπάθεια της διαμορφώσεως του μέλλοντος συμφώνως με την ιδέαν». Ακολουθούσε ολιγόχρονη σιωπή και οι διορισμένοι στη Χωροφυλακή ταγματασφαλίτες, χειροκροτώντας διαμόρφωναν πρά- γματι, μαζί το στρατό και την έλλειψη της αντίθεσης το μέλλον (σύμφωνα με την ιδέαν).
Την φωνή του πατέρα του που χάθηκε το 1949 στο Γράμμο απαγορεύονταν στις αρχές του 1950 να την ακούσει ο Δημόκριτος διότι ακριβώς από την φωνή του πατέρα του κινδύνευε ο Ελληνισμός, το μέλλον και η ιδέα. Δεν είχε βέβαια στην ηλικία του το 1951 (16 τότε) επίγνωση όλων των συμβαινόντων, ούτε βέβαια και θα μπορούσε να μετατρέψει την επίγνωση σε αρετή λόγω πείνας, δυστυχίας, περιβάλλοντος, εσκεμμένης παραπληροφόρησης από τους συγχωριανούς του, αλλά και ηλικίας.
Πάλευε να καταλάβει τη μάνα του αν όταν τα σκοτεινά τους βράδια δακρυσμένη τούλεγε για τον πατέρα του ήταν περισσότερο εκείνο που εννοούσε ή εκείνο που… ένιωθε. Απορούσε και ρώταγε πολλές φορές γιατί ο τον αποκαλούσαν Δήμο, σκέτο, μια και δεν γνώριζε πως την κρίση του την αφαίρεσαν από την ώρα που γεννήθηκε. Στερημένος, καταφρονημένος και ορφανός και με τον νου του πέρα δώθε να ψάχνουνε για λευτεριά μέσα στον μεσονύχτιο ξαφνικό αναστεναγμό της μάνας του που θρηνούσε στην αβεβαιότητα και το μονάκριβο γάβγισμα του σκύλου του αδέσποτου που προανήγγειλε το θάνατο, τον όποιο θάνατο μέσα στο φορτίο της ακοίμητης έγνοιας.
Ξημέρωνε κι αντάμωνε με τα γιατί του όλες τους τις δίψες, όλες του τις λαχτάρες κι όλες του τις πεθυμιές σερνάμενες από δω κι από κει. Αντάμωνε και η απογοήτευση με την προσδοκία, η θέληση με τους δισταγμούς, συμμαζώνονταν και οι καημοί του στην επιστροφή του πατέρα του, του ήρωα το 1941-1944 του απογοητευμένου το 1945 (συμ- φωνία Βάρκιζας), του διωκόμενου το 1946-1949 ακόμα και του λειψάνου του για νάχει τόπο να τον κλάψει κι αυτός κι η μάνα του τώρα που η σιωπή καταχωρήθηκε στην ταπεινοσύνη τους.
Αντάμωναν και οι άστοχες παροτρύνσεις κάποιων λίγων μακρινών του συγγενών «… και μην ανακατώνεστε μ’ αυτά… πάρε παράδειγμα απ’ τον πατέρα σου…». Κι όσο η ενσυναίσθηση της αδυναμίας των άλλων να τον καταλάβουν μεγάλωνε, μεγάλωνε μαζί και η απογοήτευσή του και εγκαταλείπονταν στον εαυτό του μέχρι το σημείο που μπαίνουν ή ξεπερνιούνται τα σύνορα στη λογική.
Κι όσο ο νους φιδοκλώθονταν και κοπετούσε μέχρι το 1953 που πέθανε η μάνα του κι ο Καλαντζής απ’ το Δημαριό φορτωμένος τα χαλκώματα σε μπολοβίνα ρώσικια διαλαλούσε την πραμάτεια του «… έχω κάνστρες, σίτες και αργέλογους… καλαλίζω τα καζάνια σας, τα κακάβια σας, τις κατσαρόλες, τα τσουκάλια και τα… μπρίκια σας καλαλίζω…». Κι όσο τον αιφνιδιάζε η φωνή, φωνή της πραγματικότητας, και δεν τον χώραγε το καλούπι της συνήθειας τόσο πείσμωνε κι απλώνονταν μπρο- στά του ο δρόμος της ψυχής.
Δύο ώρες πεζοπορία διαρκούσε το πρωί και δυό το βράδυ η στράτα της φυγής ακολουθώντας το ρέμα το Κομποτέϊκο μέχρι τον Άραχθο. Ήταν τότε που το ποτάμι πλήρωνε εργολαβικά λιώνοντας την βραχνιασμένη πολιτική «των νικητών» με την παράνομη αμμοληψία. Εκεί και ο Δήμος (έτσι θα τον λέω και εγώ μια και επιτακτικά η κοινωνία τον ήθελε (σκέτο) ξεχώριζε ολημερίς τις πέτρες από την άμμο, φτυαρίζοντας στην κοσκίνα του εργολάβου και φορτώνοντας τα μικρά τα φορτηγάκια και τα τρίκυκλα των «εκτελούνται μετα- φοραί» γραμμένο όπως ακριβώς ταίριαζε στους εκτελούνται και παραδίδονται παντός είδους πληροφορίαι αι οποίαι θα συνέβαλον εις την ομαλήν διεξαγωγήν της πορείας της χώρας σε αντάλλαγμα της εύνοιας και της άδειας που τους δόθηκε για (…υπηρεσίες που προσέφερον εις την πατρίδα).
Εκεί πολλές φορές από το θάμπωμα με στρώ- μα του την άμμο και μαξιλάρι τις θεόρατες παλάμες του αποκοιμιόταν ο Δήμος, καρφώνοντας σε κάθε αστέρι κι από ένα του καημό για νάχει να φωτίζουνε τα όνειρά του. Άλλοτε πάλι σαν κυνηγημένο αγρίμι που το φοβίζει η νύχτα τα παράταγε όλα κι έφευγε να πάει να κλάψει στο μνήμα της μάνας του πρωτού τον βρει το χάραμα. Ακούμπαγε στον σταυρό της το κεφάλι του και την ένιωθε να κλαίει μαζί του την ώρα που το δάκρυ του ποτάμι κύλαγε στο παγωμένο μάρμαρο και το χρύσωνε η ανατολή μέχρι και τις εκβολές του.
Δεν αγάπαγαν στον τόπο του τους… (αλαφριούς) και ξανάπαιρνε στα γρήγορα το δρόμο της επιστροφής κοιτάζοντας χάμω κλοτσώντας ό,τι θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στο διάβα του μα και να ξεθυμάνει βάζοντάς τα με την τύχη του.
«Πάλι δεν ήρθε αυτός ο μαλάκας, ο ζουρλός, ο…» άρχισε να ξεφωνίζει ο αρχικλέφτης του ποταμού, αυτός που την κάθε πέτρα του την έκανε δραχμή, αυτός που καθημερινά ασελγούσε στην κοίτη του, αυτός ο βρικόλακας που κηλίδωνε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και μεταμόρφωνε τις έννοιες, πανουργώντας καθημερινά.
Στο τέλος έβγαινε και ευεργέτης (…έδινε μεροκάματο στη φτώχεια). Σ’ αυτόν απαντούσε σιωπώντας όταν γύριζε ο Δήμος κι όσο τον κοίταζε σιωπηλός στα μάτια, τόσο λύσσαζε εκείνος και προσπαθούσε να τον… «δαγκώσει» για να γιατρέψει την αρρώστια του και να ξεθυμάνει, αλυχτώντας τον με το γαύγισμα του διαβόλου που τον ξεγέλασαν οι άγιοι.
Όταν πάλι φοβόταν μην τον χάσει τούταζε να τον πάει στις πουτάνες για να καταλαγιάσει τις απρόβλεπτες αντιδράσεις του. «Πού;…». Ακολουθούσε μια μαλαγανίστικη μικρή σιωπή και «τι… πού μωρέ… στην Ταμπακιάδα να ξεχαρμανιάσεις, να γ…, να ξαλαφρώσεις, να φορτώσουμε και κανένα τρίκυκλο γιατί θα… πάμε φυλακή». Εννοούσε εκεί που η κοίτη του ποταμού έγλειφε σχεδόν το κάστρο το μικρό και η πόρτα του πορνείου απέναντί της ορθάνοιχτη περίμενε να δώσει απόκριση στο μεθύσι και στην κραυγή του ανθρώπου, του συμφιλιωμένου με τον προορισμό του. Κι όταν τα αλανάκια που κολύμπαγαν όλη μέρα καμαρωτά και συνωμοτικά ανέβαιναν στην πάνω μεριά και πάταγαν πέτρες σ’ όποιον έβγαινε εκείνος γύρναγε ανάλαφρα το βλέμμα του, τ’ αποκαλούσε χαϊδευτικά «άϊ… κερατούλια» κι απομακρύνονταν βιαστικά λες κι ήθελε να προλάβει να ανακατωθεί μ’ όλους τους… άλλους.
Συνέχεια στο επόμενο φύλλο του “Τ”