Το λαθρεμπόριο δεν ήταν κάτι καινούριο για την Άρτα. Ήδη στον καιρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το βρίσκουμε στις εμπορικές πηγές. Όμως με την οριοθέτηση των νέων συνόρων του 1881 παίρνει άλλη διάσταση.

Από τις 24 Ιουνίου 1881 έως 6 Οκτωβρίου 1912 το ιστορικό γιοφύρι της Άρτας ήταν το σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται η ταβέρνα του Πρωτομάστορα ήταν το Ελληνικό τελωνείο και απέναντι το στρατιωτικό φυλάκιο. Ο αποκλεισμός της Άρτας από τον κάμπο ήταν οικονομική καταστροφή. Πολλοί μαγαζάτορες είχαν μεταφέρει καταστήματα απέναντι στο Τούρκι- κο λόγω δασμών.
Με την δύση του ηλίου έκλειναν οι καγκελόπορτες του Γιοφυριού αφού προηγουμένως ηχούσαν σάλπιγγες και από τις δυο πλευρές. Απέναντι από το Γιοφύρι είχε ανθίσει μια παραοικονομία εις βάρος της Άρτας. Οι Οθωμανικές αρχές της Φιλιππιάδας, προκειμένου να πλήξουν οικονομικά την Άρτα, επιδοτούσαν εμπόρους να πουλούν την πραμάτεια τους σε εξευτελιστικές τιμές που δεν μπορούσαν οι Αρτινοί έμποροι να ανταγωνιστούν. Γκέγκηδες και Τούρκοι πωλούσαν τα ζαχαρωτά, χαλβάδες, λουκούμια, ζάχαρη, καφέ σε ονειρεμένες τιμές. Οι Αρτινοί διέσχιζαν το Γιοφύρι συνεχώς και όλο και κάτι περνούσαν και στην πόλη.

Οι λαθρέμποροι
Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό κάποιες παρέες βρήκαν την ευκαιρία να αναπτύξουν το δικό τους εμπόριο. Στις πηγές αναφέρονται και σαν «Εργάτες της νύχτας». Οι πιο γνωστοί ήταν ο Γιάν Μανώλης, ο Πάνο Φασάρος, ο Κώστας Μανώλης, ο Μίτζιλης και κάτι άλλα πρωτοπαλίκαρα της νύχτας.
Μετά το 1900 αυτοί που άφησαν όνομα ήταν ο Καρακώστας, ο Παγώνας και η παρέα τους. Με πολύ δυσκολία και κίνδυνο να τους σκοτώσουν οι περιπολίες από τις δύο πλευρές περνούσαν την πραμάτεια τους μέσα από περάσματα του Αράχθου στην Άρτα, που λόγω του χαμηλού κόστους γίνονταν ανάρπαστη. «Καριέρα» έκανε εδώ και η λεγόμενη Κουτσογίδαινα. Το προσωνύμιο αυτό έλαβε μια γυναίκα βιοπαλαιστής από την Άρτα, η οποία είχε δυο γίδες και η ίδια μάλλον κούτσαινε και κάνοντας πως πουλάει γάλα στις γειτονιές έπαιρνε παραγγελία από τους «πελάτες της», τους οποίους προμήθευε τα σχετικά.
Γεγονός είναι πως η αντιπαράθεση αυτών των λαθρεμπόρων με τις αρχές, τους έφερε με τον καιρό κάποια αίγλη στα μάτια του κόσμου. Ένας άλλος γνωστός λαθρέμπορος, μικρής εμβέλειας θα λέγαμε, ήταν ο Γαλανός με την πλατιά σιαλβάρα. Μέσα σ’ αυτή περνούσε ζάχαρη, καφέ, μπαχαρικά, σπίρτα και άλλα μικροπράγματα. Ακόμα και γυναίκες έμπαιναν στον πειρασμό αλλά γι’ αυτές ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα.

Το μικρολαθρεμπόριο
Σε λαθρεμπόριο δεν επιδίδονταν μόνο επα- γγελματίες, όπως τα παραπάνω ονόματα, αλλά και απλοί βιοπαλαιστές για προσωπική χρήση. Πώς γίνονταν αυτό θα το δούμε μέσα από τρεις διηγήσεις απογόνων κάποιων βιοπαλαιστών της εποχής εκείνης. Οι δύο δέχτηκαν να αναφέρω και τα ονόματά τους.
Ο Βασίλης Χουλιάρας λέει: Ο πατέρας μου γεννημένος στα 1906, μας διηγούνταν ότι με την μητέρα τους μετέφεραν από τον κάμπο μέσα στα ρούχα τους διάφορα προϊόντα/αγαθά (προφανώς όχι εμπορεύματα) προκειμένου να εκμεταλλευτούν τις φθηνότερες τιμές. Αυτή ήταν συνηθισμένη τακτική σε πολλές (ίσως στην πλειοψηφία) των οικογενειών της πόλης.
Ο Δημήτρης Στόγιας επίσης: Η μάνα μου, μου έλεγε ότι ο αδελφός της Δημήτριος Καϊντάσης περνούσε συχνά τα σύνορα και έφερνε με το άλογό του συνήθως καφέ και ζάχαρη κρυμμένη στο σαμάρι του αλόγου. Μερικές φορές ήταν σε κέφι από τσίπουρα που είχε κοπανίσει και περνώντας σιγομουρμούριζε (σαμαρίνα – ζαχαρίνα). Μας τα διηγούνταν όταν είμασταν μικρά παιδιά και γελούσαμε.
Ένας καμπίσιος λέει: Ο προπάππος μου πήγαινε με το κάρο δήθεν προϊόντα στην Άρτα, αλλά το κάρο είχε διπλό πάτωμα. Πλήρωνε μεν τελωνεία κλπ, αλλά από τα υφάσματα και τον καφέ που πήγαινε έβγαζε πιο πολλά. Μια φορά παραλίγο να τον πιάσουν αλλά λάδωσε τον τελώνη ή έναν στρατιώτη και τον άφησαν να φύγει. Μετά δεν ξαναπήγε.

Tο Ελληνικό τελωνείο
Το Ελληνικό τελωνείο βρίσκονταν εκεί που σήμερα είναι η ταβέρνα «Πρωτομάστορας» με το κτήριο που βρίσκεται ακριβώς δίπλα.
Το αρχικό κτήριο, σύμφωνα με την Γερμανική γκραβούρα, φαίνεται να είχε και κούλια ή δώμα για τον διοικητή, όπως συνηθίζονταν. Φαίνεται ότι το κτήριο ήταν ακόμα παλιότερα Οθωμανικό φυλάκιο. To τελωνείο δεν μπορούσε να το αποφύγει κανείς. Δυο Έλληνες στρατιώτες με όπλα και λόγχες έδειχναν στον κόσμο ότι πρέπει να περάσουν πρώτα από το τελωνείο.
Ο Γερμανός γεωλόγος Dr. Alfred Philippson στα 1897, αφού μετά από αρκετή ταλαιπωρία στο Τούρκικο πέρασε τη γέφυρα φτάνοντας στην άλλη άκρη, εμφανίστηκαν δυο στρατιώτες με ξιφολόγχες, του έδειξαν πως πρέπει να περάσει αριστερά στο τελωνείο, όπου μετά από διαμάχη με τον τελώνη πλήρωσε πανάκριβο φόρο για τα άλογα που είχε μαζί του.

Οι τελώνηδες
Από τους τελώνηδες, πέρα από την διοικητή Μπουρνά, όνομα άφησαν δυο γυναίκες. Η Καλαμπάκου και η Ματσάλου.
Η Καλαμπάκου περιγράφεται σαν μια κακιά γριά με καμπούρα. Αυτή ήταν καχύποπτη προς όλες τις γυναίκες και τις οδηγούσε σ’ ένα δωμάτιο, όπου τις ξεγύμνωνε και αν έβρισκε κάτι λαθραίο πάνω τους, τους έβγαζε το εσώρουχο και το κρεμούσε στον πλάτανο και δίπλα ήταν η γυναίκα. Η άλλη, η Ματσάλω, φαίνεται ότι ήταν πιο διεφθαρμένη. Αυτή είχε το συνήθειο να χρηματίζεται. Αν οι γυναίκες που είχαν κάτι λαθραίο δεν κινούνταν έξυπνα και να τις δώσουν μερίδιο τότε τις τσάκιζε στο ξύλο.

Ο τελώνης Μπουρνάς
Ο διοικητής Μπουρνάς φαίνεται να ήταν συνεργάτης της Ματσάλως. Μαθεύτηκε τι συμβαίνει στο τελωνείο και του ήρθε μαντάτο να την ξεφορτωθεί. Τότε αυτός απάντησε πως, πέρα από το ότι είναι μια συνεργάτης που ασκεί καλά τα καθήκοντα της, είναι παράλληλα και δύσκολο να βρει άλλη.

Πηγές κειμένου: Σεραφείμ Ξενόπουλος, Ιστορικό Δοκίμιο. Ευστράτιος Πατσαλιάς «Ή ’Άρτα πρό ΙΟΟετίας», περιοδικό «Σκουφάς», τεύχος 85. Θεόδωρος Ζαχάρης «Λαθρεμπόριο στην παλιά Άρτα», Ηπειρωτικό Βήμα Άρτας, φύλλο 76/1930. Λεωνίδα Βλάχου «Όταν το Γιοφύρι ήταν σύνορο», περιοδικό Σκουφάς, τεύχος 56 – 57. Δημήτρης Καραγιάννης «Το λαθρεμπόριο στην Άρτα», εφημερίδα Αμβρακία, 21 Μαρτίου 1983. Φώτης Βράκας «Φιλιππιάδα, ο χώρος, ο οικισμός, ο καζάς». Εφημερίδα Παλιγγενησία, 1882. Ελευθέριος Βέτσιος «Η οικονομική και διπλωματική παρουσία των Βενετών στην Άρτα». Κωνσταντίνα Πανάγου «Όψεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στην Άρτα μετά την προσάρτηση της στο Ελληνικό κράτος». Βασίλης Χουλιάρας «Μαρτυρία». Δημήτρης Στόγιας «Μαρτυρία». Ένας καμπίσιος «Μαρτυρία». «Φωνή της Ηπείρου», φύλλο 7/30 Οκτωβρίου 1892, σελίδα 3 και φύλλο 29/2 Απριλίου 1893, περί των τελωνείων. Αlfred Philippson «Griechenland», 1897.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ