ΜΕΡΟΣ Α’
Η Βόρεια Ήπειρος είναι πολιτικός και γεωγραφικός όρος. Καθορίζει το βόρειο τμήμα της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου· αυτό που σήμερα ανήκει στην Αλβανία. Η περιοχή, ονομάζεται έτσι κυρίως από τους Έλληνες, καθώς αριθμεί γηγενή ελληνικό πληθυσμό ο οποίος έχει βαθιές και διαχρονικές συνδέσεις με τον Ελληνισμό. Αντίθετα, αποφεύγεται η χρήση του από τους Αλβανούς, φοβούμενοι ενδεχόμενη αλυτρωτική σημασία του όρου. Γεωγραφικά, ορίζεται από τη νοητή γραμμή μεταξύ της Κέρκυρας και της Μικρής Πρέσπας και εκτείνεται βορειοδυτικά, καταλήγοντας στον κόλπο του Αυλώνα.
Η Αλβανία συγκροτήθηκε ως Κράτος με τη Συνθήκη του Λονδίνου τον Μάιο του 1913 και τα σύνορά της καθορίστηκαν με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας στις 17 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Οι τότε μεγάλες δυνάμεις συμπεριέλαβαν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος και το κομμάτι της Βορείου Ηπείρου.
Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας η Β. Ήπειρος συμμετείχε σε επαναστατικές απόπειρες και δράσεις που γίνονταν στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, με την βοήθεια ή την υπόσχεση για υποστήριξη από δυτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Μια λιγότερο γνωστή εξέγερση είναι εκείνη που έγινε με πρωτοβουλία του επισκόπου Αχρίδος Ιωακείμ και άλλων ιερωμένων και προκρίτων της Ηπείρου και της Βορειο-Δυτικής Μα- κεδονίας, μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571. Σημαντική απόπειρα για γενικό ξεσηκω-μό και επανάσταση από τον τουρκικό ζυγό έγινε στην Επανάσταση του 1821, οπότε κάτοικοι της Χιμάρας συμμετείχαν ενεργά και επιχείρησαν αφύπνιση όλων των Ηπειρωτών ώστε να συμμετάσχουν στον Αγώνα. Καθολικότητα είχε και ο ξεσηκωμός του 1854 όταν οι Ηπειρώτες προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, ώστε να κερδίσουν την ελευθερία τους με την ελπίδα μελλοντικής ένωσης με την Ελλάδα.
Έως το 1913, ολόκληρη η Ήπειρος αποτελούσε ενιαία γεωγραφική ενότητα. Το ζήτημα προέκυψε όταν μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Ελλάδα και η νεοσυσταθείσα Αλβανία διεκδικούσαν την συγκε- κριμένη περιοχή, προβάλλοντας ως κύριο επιχείρημα την πληθυσμιακή σύσταση της Βορείου Ηπείρου – υπό διαφορετική οπτική γωνία η κάθε πλευρά.
Ένα από τα επιχειρήματα της Ελλάδας ήταν ότι οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι της περιοχής αποτελούσαν φορείς της Βυζαντινής παράδοσης και επομένως, έπρεπε να ενταχθούν στο ελληνικό κράτος που πρέσβευε την πολιτική του συνέχεια στη νεότερη εποχή.
Με την Οθωμανική αυτοκρατορία στα πρόθυρα της πτώσης, η ελληνική κυβέρνηση, με υπόμνημα του υπουργείου Εξωτερικών στις 13 Ιουνίου του 1912, θεωρεί πως στην Ήπειρο και κατ’ επέκταση στην Ελλάδα ανήκουν ολόκληρες οι περιφέρειες της Πρέβεζας, της Ηγουμενίτσας, των Ιωαννίνων, το μεγαλύτερο μέρος της περιφέρειας του Αργυρόκαστρου και η μισή περιφέρεια της Αυλώνας από τη γραμμή του Κουρβελέσι και την Κλεισούρα στον Αώο.
Σύμφωνα με το σχετικό υπόμνημα, στην Αλβανία ανήκαν ολόκληρο το διαμέρισμα της Σκόδρας και από το νομό Ιωαννίνων μόνο η περιο- χή του Βερατίου. Στις περιοχές που αξίωνε η ελληνική κυβέρνηση ζούσαν μεγάλοι πληθυσμοί Ελλήνων Ορθοδόξων.
Με βάση την τουρκική απογραφή του 1908, κατοικούσαν εκεί περίπου 327.000 χριστιανοί και 175.0000 μουσουλμάνοι. Από μια άλλη ιταλικη στατιστική προκύπτει ότι το 1907 σε ολόκληρη την Ήπειρο κατοικούσαν 452.000 κάτοι- κοι από τους οποίους οι 297.000 ήταν χριστιανοί και οι 155.000.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη διάσκεψη του Παρισιού του 1919, η ελληνική μειονότητα αριθμούσε 120.000 κατοίκους, ενώ η τελευταία απογραφή υπό το κομμουνιστικό καθεστώς το 1988 αναφέρει μόνο 59 χιλ. άτομα. Εντούτοις, η περιοχή που μελετήθηκε, περιορίστηκε στα νότια σύνορα της χώρας, στα 99 χωριά της αποκαλούμενης «ελληνικής μειονοτικής ζώνης».
Παρόλα αυτά, όταν οι Τούρκοι αποχωρούσαν από την Ήπειρο το καλοκαίρι του 1912, προς όφελος των Αλβανών, αναγνώρισαν ως αλβανικά τα βιλαέτια της Σκόδρας, του Κοσόβου, του Μοναστηρίου αλλά και των Ιωαννίνων. Με το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου δηλαδή το 1912 και την ήττα των Οθωμανών, ο ελληνικός στρατός εισήλθε στην Βόρεια Ήπει- ρο. Το περιεχόμενο των Συνθηκών Ειρήνης του Λονδίνου και του Βουκουρεστίου, που έβαζαν τέλος στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο δεν ικανοποιούσε καμία πλευρά. Ούτε τους Έλληνες ούτε στους Αλβανούς, καθώς οικισμοί των δύο πληθυσμών υπήρχαν και στις δύο πλευρές των συνόρων: το νότιο τμήμα της Ηπείρου παραχω- ρήθηκε στην Ελλάδα, ενώ η Βόρεια Ήπειρος, ήδη υπό τον έλεγχο του ελληνικού στρατού, παραχωρήθηκε στο νεοσύστατο Αλβανικό Κράτος.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αφού εξέφρασε τη λύπη του για τις εξελίξεις και ζήτησε εγγυήσεις για την ασφάλεια των πληθυσμών, συμφώνησε και ξεκίνησε η σταδιακή αποχώρηση του ελληνικού στρατού.
Ωστόσο, οι κάτοικοι της περιοχής αρνήθηκαν να συμβιβαστούν και στις 28 Φεβρουαρίου του 1914 επαναστάτησαν και σχημάτισαν προσωρινή κυβέρνηση, με πρωτεύουσα το Αργυρόκαστρο και πρόεδρο τον Γεώργιο Χρηστάκη – Ζω- γράφο. Όταν ο ελληνικός στρατός υποχώρησε από τα εδάφη εκείνα, ξέσπασαν ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων ανταρτών και Μουσουλμάνων Αλβανών που αντιτάχθηκαν στο βορειοηπειρώτικο κίνημα.
Οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου πίστευαν μάλιστα ότι είχαν προδοθεί από το ελληνικό κράτος, γιατί όχι μόνο αποχώρησε από την περιο- χή τους, αλλά και επειδή δεν τους προμήθευ- σε με όπλα ώστε να αμυνθούν έναντι των Αλβανών. Ο συμβιβασμός επετεύχθη με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας που εξασφάλιζε ότι η περιοχή θα είχε δική της διοίκηση, αναγνώριζε τα δικαιώματα των ντόπιων Ελλήνων, δεσμεύονταν για την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία αλλά και την θρησκευτική ελευθερία του ελληνικού πληθυσμού και παρείχε αυτοδιοίκηση υπό την ονομαστική αλβανική κυριαρχία.
Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας ποτέ δεν τέθηκε σε ουσιαστική εφαρμογή. Μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων, καθώς ήδη είχε ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Αλβανία κατέρρευσε. Αν και βραχύβια, η Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου κατάφερε να αφήσει ιστορικό αποτύπωμα, όπως τα δικά της γραμματόσημα. Με την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου ο ελληνικός στρατός εισέρχεται, στις 27 Οκτωβρίου 1914, για δεύτερη φορά στη Βόρεια Ήπειρο θέτοντας πλέον την περιοχή υπό την προστασία του ελληνικού κράτους.
Το ίδιο διάστημα η Ιταλία, για να ενισχύσει τη στρατηγική της θέση, κατέλαβε τον Αυλώνα.
Όμως κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού, η Ιταλία επωφελήθηκε και κατέλαβε όλη την Ήπειρο, μέχρι και τα Γιάννενα. Όταν αργότερα δηλαδή το 1917 η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο, ο ελληνικός στρατός προέλασε επανακτώντας πόλεις όπως το Αργυρόκαστρο, η Πρεμετή, η Χειμάρρα, η Ρίζα, το Λεσκοβίκι και η Μοσχόπολη.
Το 1921 για δεύτερη φορά στη διάσκεψη των Συμμάχων στο Παρίσι, οι περιοχές αυτές επιδικάστηκαν στην Αλβανία, ύστερα από διπλωματικές μηχανορραφίες και ενώ μεσολάβησαν και οι πολεμικές περιπέτειες της Ελλάδας εκεί- νο το διάστημα.
Η Αλβανική κυβέρνηση, τον Οκτώβριο του 1921 με την είσοδο της στην Κοινωνία των Εθνών ανέλαβε τη δέσμευση να σεβαστεί τα κοινωνικά, εκπαιδευτικά, και θρησκευτικά δικαιώματα κάθε μειονότητας.
Τότε ανέκυψαν ερωτήματα σχετικά με το μέγεθος της ελληνικής μειονότητας, με την αλβανική κυβέρνηση να την υπολογίζει σε περίπου 16.000 άτομα και την Κοινωνία των Εθνών να την υπολογίζει σε 35.000 έως 40.000.
Τελικά, ως επίσημη «ελληνική μειονοτική ζώνη» αναγνωρίστηκαν οι περιοχές Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα και τρία χωριά στη Χειμάρα, συνολικού πληθυσμού 15.000 κατοίκων.
Στα χρόνια που ακολούθησαν οι Αλβανικές κυβερνήσεις έλαβαν σκληρά μέτρα για τον περιορισμό της εκπαίδευσης της ελληνικής μειο- νότητας, καθώς το αλβανικό κράτος θεωρούσε την εκπαίδευση των Ελλήνων – και κυρίως την επίδραση των δασκάλων που χαρακτηρίζονταν όλοι ως υπέρμαχοι της βορειοηπειρωτικής αυτονομίας – σαν πιθανή απειλή για την εδαφική του ακεραιότητα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, οι προσπάθειες για άνοιγμα ελληνικών σχολείων και σχολών εκπαίδευσης δασκάλων σε αστικές περιο- χές με μεγάλους ελληνικούς πληθυσμούς αντιμετωπίστηκε εχθρικά με αποτέλεσμα την απουσία αστικών ελληνικών σχολείων τα επόμενα χρόνια.
Μετά την παρέμβαση της Κοινωνίας των Εθ- νών το 1935, ένας περιορισμένος αριθμός σχολείων, και μόνο εκείνων εντός της επίσημα αναγνωρισμένης ζώνης, άνοιξαν ξανά. Τα 360 σχολεία της προ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου περιόδου, μειώθηκαν δραματικά τα επόμενα χρόνια και η εκπαίδευση στα ελληνικά τελικά καταργήθηκε εντελώς το 1935.
Την περίοδο αυτή, το Αλβανικό κράτος ηγήθηκε των προσπαθειών για την ίδρυση μιας αυτοκέφαλης ορθόδοξης εκκλησίας (σε αντίθεση με το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας), μειώνοντας έτσι την επιρροή της ελληνικής γλώσσας στο νότο της χώρας. Σύμφωνα με νόμο του 1923, ιερείς που δεν ήταν αλβανόφωνοι, καθώς και μη αλβανικής καταγωγής πολίτες, αποκλείστηκαν από τη νέα αυτή αυτοκέφαλη εκκλησία.
* Ο Κώστας Παπαθεοδώρου
είναι δημοσιογράφος
Η συνέχεια στο επόμενο και
τελευταίο μέρος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ